Το μοντέλο της υπερφορολόγησης για την επίτευξη κοινωνικού μερίσματος παραδέχθηκε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος σπεύδοντας ωστόσο να προσθέσει ότι η υπεραπόδοση των εσόδων δεν οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών αλλά και σε άλλους παραμετρικούς παράγοντες.
Υποστήριξε συγκεκριμένα πως 450 εκατ. ευρώ προήλθαν από ασφαλιστικές εισφορές των νέων εργαζομένων και άλλα περίπου 450 εκατ. ευρώ από την εθελούσια αποκάλυψη αδήλωτων καταθέσεων. Ωστόσο, δεν εξήγησε την πηγή των υπόλοιπων 1,1 δισ. ευρώ εσόδων πάνω από τους στόχους.
Παράλληλα, είπε πως συμφωνεί απόλυτα με τον Γιώργο Χουλιαράκη ο οποίος ομολόγησε πως η κυβέρνηση συνειδητά υπερφορολόγησε την μεσαία τάξη και τους συνεπείς φορολογούμενους.
Ο υπουργός Οικονομικών μιλώντας στην επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων για το προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2018 είπε απευθυνόμενος προς την Νέα Δημοκρατία «μας λέτε ότι δεν είναι λύση να υπερφορολογούμε και μετά να το μοιράζουμε. Αυτό είναι σωστό. Δεν είναι λύση. Δεν θα την διάλεγα. Όμως, ξέρετε ότι αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Πρώτον το ΔΝΤ πάντα υποτιμά την απόδοση των μέτρων που έχουμε και δεύτερον δεν μετρά καθόλου τα μη παραμετρικά μέτρα. Ότι κάνουμε από την φοροδιαφυγή δεν μετριέται. Άρα έχουμε υπεραπόδοση γι αυτό το λόγο. Δεν το θέλουμε αλλά αναγκαστήκαμε για αυτό».
Αναφορικά με την υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας σημείωσε «είναι μόνο από την φορολογία; Δεν είναι. Για παράδειγμα έχουμε 448 εκατ. ευρώ από την υπεραπόδοση που είναι από τις εισφορές. Όλα τα 448 εκατ. ευρώ έρχονται επειδή υπάρχουν περισσότεροι απασχολούμενοι. Είναι 250-270 χιλιάδες ποιο πολλοί και άρα πληρώνουν εισφορές και άρα φέρνουν έσοδα . Δεν είναι ότι τους βάλαμε μεγαλύτερες εισφορές. Δεν έχουν ανέβει οι συντελεστές από τον νόμο Κατρούγκαλο. Πάμε παρακάτω. Που είναι άλλα 400 εκατ. ευρώ; Από το την εθελούσια αποκάλυψη. Έχουν καταγραφεί περίπου 4 δισ. ευρώ και η φορολογία βγαίνει περίπου 450 εκατ. ευρώ και έχουμε εισπράξει ήδη 200 εκατ. ευρώ».
«Η υπεραπόδοση δεν είναι όλη από την υπερφορολογία αλλά ένα μεγάλο κομμάτι έρχεται από αυτά τα σημεία» τόνισε ο κ. Τσακαλώτος για να προσθέσει ωστόσο ότι «αναφορικά με την υπερφορολογία συμφωνώ με όσα είπε Χουλιαράκης. Ο κ. Χουλιράκης είπε και επαναλαμβάνω και εγώ ότι είχαμε προτεραιότητα την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης σε μια περίοδο που δεν είχαμε έσοδα από πάταξη φοροδιαφυγής».
Επίσης ο υπουργός Οικονομικών επιχείρησε να αντικρούσει την κριτική που υποστηρίζει πως οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές εμποδίζουν τις επενδύσεις λέγοντας ότι «Ακουσα ότι η φορολογία σκοτώνει την ανάπτυξη και άρα θα είμαστε σε φαύλο κύκλο. Δεν είναι αυτό που λένε οι επενδυτές. Έκανα πολλές επαφές σε Παρίσι, Λονδίνο, ΗΠΑ αλλά κανείς επενδυτής δεν μου μίλησε για το ύψος φορολογίας».
Η κυβέρνηση και η φυματική σαρανταποδαρούσα περνούν τον πήχη που βάζει η ΝΔ
Ο κ. Τσακαλώτος επιφύλαξε δε και σφοδρή κριτική στην αξιωματική αντιπολίτευση και στα επιχειρήματα της καταστροφολογίας. «Δεν έχετε κανένα αφήγημα. Για άλλη μια φορά ως βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ – και όχι ως υπουργός – αλλά ως αριστερός που θέλω να πηγαίνω καλά σας ευχαριστώ για την καταστροφολογία. Βάλατε χαμηλά τον πήχη που ακόμα και μια φυματική σαρανταποδαρούσα με μηνίσκο στα 25 πόδια και κρατώντας σακούλες από ψώνια στα lidl θα περνά από πάνω. Αυτό σημαίνει ότι όχι η σαρανταποδαρούσα αλλά μια κυβέρνηση με συγκεκριμένη στρατηγική πηγαίνει καλά. Βάλατε πολλά αυγά στο καλάθι ότι θα πέσουμε δεν πέσαμε άρα πρέπει να σκεφτείτε θετικά».
Χουλιαράκης: Συνειδητά μεγάλη η επιβάρυνση για τους συνεπείς ώστε να ενισχύσουμε τους αδύναμους
Την φοροεπιδρομή στην μεσαία τάξη και τους συνεπείς φορολογούμενους και για το 2018 είχε επιβεβαιώσει πρώτος ο Γιώργος Χουλιαράκης από το ίδιο βήμα την Τετάρτη επισημαίνοντας ότι είναι «συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης ώστε να στηριχθούν τα ευάλωτα κοινωνικά στρώματα».
«Η αλήθεια είναι ότι η φορολογική επιβάρυνση για το 2017 και 2018 είναι μεγάλη για τους έντιμους και συνεπείς φορολογούμενους, τη μεσαία τάξη και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Είναι συνειδητή επιλογή που πήρε η κυβέρνηση για να στηρίξει τα πιο ευάλωτα στρώματα και τις οικογένειες με ανέργους κλπ. Αυτό οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν το έκαναν» είπε ο κ. Χουλιαράκης.
Διαβάστε την ακριβή τοποθέτηση του αναπληρωτή ΥΠΟΙΚ στη Βουλή
«Κυρίες και κύριοι
Βουλευτές, ένας καλός προϋπολογισμός οφείλει να επιδιώκει 3 διακριτούς στόχους, ο πρώτος στόχος είναι η διατήρηση των οικονομικών του κράτους σε τροχιά βιωσιμότητας, στόχος που δυστυχώς αγνοήθηκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις μέχρι το 2010 και για πάρα πολλά χρόνια, με τις γνωστές δραματικές συνέπειες τόσο στην ελληνική οικονομία όσο και στην κοινωνία, του αποκλεισμού της χώρας από τις διεθνείς αγορές και την καταφυγή σε προγράμματα διάσωσης.
Η αποκατάσταση και η διατήρηση της βιωσιμότητας των δημοσίων οικονομικών, είναι κρίσιμη για την ανάκτηση της αξιοπιστίας της ελληνικής δημοκρατίας, που με τη σειρά της θα επιτρέψει την αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού και τη διατηρήσιμη επιστροφή στις αγορές, άρα, το τέλος των προγραμμάτων προσαρμογής και εξάρτησης από τον επίσημο δανεισμό. Είναι ειρωνεία αν θέλετε που το καθήκον αυτό, αυτή η ιστορική στιγμή έπεσε στις πλάτες μιας κυβέρνησης με μεγάλες κοινωνικές φιλοδοξίες.
Δεύτερος στόχος η καταπολέμηση των οικονομικών ανισοτήτων με δύο κυρίως εργαλεία, την φορολογική και επιδοματική πολιτική με στόχο την άμβλυνση των συνεπειών της κρίσης τα τελευταία 8 χρόνια. Τρίτος στόχος η στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα, με μείωση των φορολογικών βαρών και κυρίως των ασφαλιστικών εισφορών, ώστε η οικονομική δραστηριότητα να τονωθεί και η αυθόρμητη ανάκαμψη που έχουμε μπροστά μας τα επόμενα τρίμηνα να γίνει βιώσιμη μακροχρόνια μεγέθυνση.
Η πρόκληση που αντιμετωπίζει ο φορέας άσκησης οικονομικής πολιτικής στη κατάρτιση του προϋπολογισμού, είναι πώς οι 3 αυτοί διακριτοί στόχοι είναι μεταξύ τους ανταγωνιστικοί. Η τήρηση φιλόδοξων πρωτογενών πλεονασμάτων, προϋποθέτει υψηλή φορολογία και έλεγχο των δαπανών. Η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και η μείωση των ανισοτήτων συνεπάγεται μεγάλες κοινωνικές δαπάνες. Ένας φιλικός προς τις επιχειρήσεις προϋπολογισμός συνεπάγεται χαμηλή φορολογία. Η άσκηση λοιπόν που καλείται να λύσει ο φορέας του Υπουργείου Οικονομικών στην περίπτωση- αυτή η κατάρτιση του προϋπολογισμού- είναι η αποκατάσταση νέας ισορροπίας η βέλτιστη αν θέλετε ισορροπία μεταξύ αυτών των ανταγωνιστικών στόχων.
Δεύτερον, ο προϋπολογισμός και, κατά συνέπεια, ο προϋπολογισμός του 2018 θα πρέπει να ιδωθεί ως κομμάτι, ως τμήμα μιας μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής, όπως στην πραγματικότητα είναι και αναφέρομαι στη δημοσιονομική στρατηγική 2018-2021. Άκουσα με μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον τις τοποθετήσεις όλων των εισηγητών, αλλά, δυστυχώς, δεν είδα να μπαίνει το πρόβλημα ακριβώς στην πραγματική του βάση, δηλαδή να μπαίνει στο πλαίσιο που πραγματικά έχει, της άσκησης ισορροπίας μεταξύ ανταγωνιστικών στόχων και της χρονικής του διάστασης ως κομμάτι ενός προγράμματος μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής.
Θα επιχειρήσω τώρα να το κάνω εγώ αυτό και, πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του προσχεδίου του προϋπολογισμού του 2018, κύριος στόχος του προϋπολογισμού για το 2018 είναι η διατήρηση των δημόσιων οικονομικών σε βιώσιμη τροχιά με την επίτευξη ενός πραγματικά αλλά εφικτού στόχου του 3,5%. Αναφέρομαι σε όλους πρωτογενούς πλεονάσματος.
Ο στόχος αυτός είναι εφικτός, γιατί η δημοσιονομική προσαρμογή του τρίτου προγράμματος ήταν σημαντικά ηπιότερη. Τα σκαλοπάτια προσαρμογής από το 2015 έως το 2018 ήταν σαφώς ηπιότερα από αυτά των δύο προηγούμενων προγραμμάτων. Η μεταβολή στη δημοσιονομική προσαρμογή ήταν μικρότερη, γιατί η άρση της αβεβαιότητας το τελευταίο διάστημα και η οικονομική μεγέθυνση που προβλέπουμε, όχι μόνο για το 2017, αλλά και για το 2018, υποστηρίζει ή επιτρέπει την υλοποίηση ενός τέτοιου φιλόδοξου στόχου.
Ακούω πολλές φορές ότι η διατήρηση του στόχου 3,5% για αρκετά χρόνια είναι ανέφικτη ή συνεπάγεται αιώνια λιτότητα. Η πραγματικότητα είναι ότι η διατήρηση ενός φιλόδοξου στόχου για αρκετά χρόνια εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους και η παράταξη αυτή θα ήθελε σημαντικά χαμηλότερους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το τέλος του προγράμματος και πάλεψε για αυτό και κατάφερε να μειώσει το στόχο του 3,5% από μία δεκαετία, όπως επιδίωκαν αρκετοί εταίροι μας, σε μια τετραετία μετά το πρόγραμμα, πενταετία μαζί με το 2018. Είναι, όμως, άλλο να επιδιώκουμε και να θέλουμε χαμηλότερους στόχους και είναι άλλο να λέμε ότι η διατήρηση του 3,5% για μερικά χρόνια συνεπάγεται αιώνια λιτότητα και θα εξηγήσω γιατί.
Η λιτότητα είναι η μεταβολή των πρωτογενών πλεονασμάτων, δηλαδή η προσπάθεια που καταβάλλει η ελληνική οικονομία με τη φορολογία που πληρώνει και τον έλεγχο των δαπανών, να ανέβει από το 0,5% του 2016, στο 1,75% το 2017 και στο 3,5% το 2018. Από τη στιγμή που θα ανεβεί στο 3,5%, υγιείς ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, όπως αυτοί που προβλέπονται στο Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, δεν είναι μόνο σε θέση να διατηρήσουν το 3,5% για μερικά χρόνια – επαναλαμβάνω, εγκυμονεί κινδύνους – αλλά είναι σε θέση να δημιουργήσουν επιπλέον δημοσιονομικό πόρο που θα αξιοποιηθεί σε μείωση φορολογίας. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για επιπλέον λιτότητα.
Δεύτερος στόχος του προϋπολογισμού του 2018 είναι η αναδιανομή των εισοδημάτων, έτσι ώστε να αμβλυνθούν και να επουλωθούν, οι συνέπειες της μεγάλης ύφεσης των τελευταίων οκτώ ετών. Χωρίς κρίσιμο δημοσιονομικό χώρο, χωρίς το απαραίτητο δημοσιονομικό οξυγόνο, ο στόχος αυτός είναι ανέφικτος. Η Κυβέρνηση αυτή επιχείρησε κάτι που πολλές φορές έχει πει η προηγούμενη Κυβέρνηση ότι θα υλοποιούσε, αλλά δεν το έκανε, να καθίσει κάτω, να ελέγξει τα νούμερα των πρωτογενών λειτουργικών δαπανών ανά υπουργείο – δεν μιλάμε για μισθολόγιο ή συντάξεις – να δει πού υπάρχει σπατάλη, να δει πώς μπορεί να ανακατανείμει δαπάνες από μη παραγωγικές κοινωνικά ανταποδοτικές δράσεις, σε δράσεις που είναι κοινωνικά ανταποδοτικές και να τα ενσωματώσει αυτά στο νέο προϋπολογισμό. Είμαστε περήφανοι που καταφέραμε να βγούμε ένα μικρό, αλλά αρκετά κρίσιμο ποσό στην περίοδο αυτή, των 320 εκατομμυρίων, για την ενίσχυση νέων κοινωνικών προγραμμάτων, την ενίσχυση των οικογενειακών επιδομάτων, την ενίσχυση βρεφονηπιακών σταθμών και σχολικών γευμάτων για την καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας.
Να πώς συνδυάζεται η δημοσιονομική πειθαρχία, η δημοσιονομική σταθερότητα, από τη μια πλευρά και η κοινωνική δικαιοσύνη στα πλαίσια του εφικτού, από την άλλη. Η αλήθεια είναι – και δεν κρύβομαι – ότι η φορολογική επιβάρυνση που συνεπάγεται ο προϋπολογισμός του 2017 και του 2018 είναι μεγάλη για κρίσιμες κατηγορίες της κοινωνίας. Είναι μεγάλη για τους έντιμους και τους συνεπείς φορολογούμενους. Είναι μεγάλη για τη μεσαία τάξη. Είναι μεγάλη για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Είναι μια συνειδητή επιλογή, που μεταβατικά πήρε η Κυβέρνηση, ώστε να καταφέρει να ενισχύσει οικονομικά τα πιο αδύναμα, τα πιο ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας, οικογένειες με δύο ανέργους και παιδιά και οικογένειες με εισοδήματα κάτω των 4.800 ευρώ το χρόνο, κάτι που η προηγούμενη Κυβέρνηση δεν έκανε.Ο προϋπολογισμός του 2017 και αυτός του 2018, ενσωματώνει το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης ύψους 700 εκατομμυρίων ευρώ.
Δεν μπορεί όμως, ένας προϋπολογισμός μεσοπρόθεσμα να συντηρηθεί με τόσο υψηλή φορολογία και ακριβώς, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής δείχνει πως αξιοποιείται ο δημοσιονομικός χώρος, που δημιουργείται μετά το 2019, το 2020 και το 2021, για τη μείωση της φορολογίας και των επιχειρήσεων κατά 3% των νομικών προσώπων και της φορολογίας φυσικών προσώπων και της φορολογίας στην ακίνητη περιουσία. Όσο μεγαλύτερος δημοσιονομικός χώρος δημιουργείται, διότι οι μεταρρυθμίσεις και η αξιοπιστία δυναμώνουν την οικονομική μεγέθυνση, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η μείωση των φορολογικών βαρών. Αυτά συνολικά ως προς τον Προϋπολογισμό του 2018.
Θα ήθελα να πω, πριν περάσω στον Προϋπολογισμό του 2017, ότι από το προσχέδιο του προϋπολογισμού στο τελικό σχέδιο, που θα κατατεθεί την 21η Νοεμβρίου στη Βουλή, δεν θα υπάρχει ούτε ένα πρόσθετο μέτρο, δεν θα προστεθεί ούτε ένα «γιώτα», ό,τι αποτυπώνει το προσχέδιο θα αποτυπώσει και το σχέδιο. Τα πρωτοσέλιδα των επιπλέον μέτρων 2,4 δις ή 1 δις, δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα.
Όσον αφορά στον Προϋπολογισμό του 2017, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2017 είναι πλεόνασμα με όρους προγράμματος της τάξης του 2,8% του ΑΕΠ. Επιδίωξη της Κυβέρνησης είναι ένα μέρος του πλεονάσματος, όχι μικρό, της τάξης του 0,6% με 0,7% του ΑΕΠ, που πράγματι προκύπτει από την καλύτερη απόδοση των φορολογικών μέτρων – μπορούμε να το συζητήσουμε αυτό αν θέλετε – πράγματι προκύπτει από τον έλεγχο μη παραγωγικών δαπανών, να κατευθυνθεί εκεί που πρέπει. Να κατευθυνθεί, δηλαδή, με κοινωνικά και οικογενειακά κριτήρια, κριτήρια οικογενειακής κατάστασης για την ενίσχυση των εισοδημάτων των πιο αδύναμων νοικοκυριών.
Προφανώς, πρόκειται για ένα μέτρο one off, μας το δίνει ο φετινός προϋπολογισμός ως περιθώριο, φέτος το υλοποιούμε, αλλά πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό μέτρο ανταπόδοσης της μεγάλης προσπάθειας που έχει κάνει η ελληνική κοινωνία για να πετύχουμε τους στόχους και να βγει η χώρα από την κρίση. Το υπόλοιπο, αν θέλετε, της υπεραπόδοσης επάνω από το στόχο, θα μείνει στα δημόσια ταμεία ως «μαξιλάρι» ασφαλείας για το ενδεχόμενο αναθεώρησης του στόχου του Προϋπολογισμού του 2017, τον επόμενο Απρίλιο. Όπως ξέρετε τα αποτελέσματα αυτά είναι προσωρινά και επιβεβαιώνονται με τη σφραγίδα της Eurostat αντίστοιχα τον Απρίλιο και τον Οκτώβριο του επόμενου έτους. Δεν θέλουμε να πάρουμε ρίσκο. Βλέπουμε ότι πολλές φορές υπάρχει αναθεώρηση, υπήρχε αναθεώρηση και με το αποτέλεσμα του 2016, από 4,2% πήγε 3,8%. Κρατάμε, λοιπόν, ένα μαξιλάρι ασφαλείας, ώστε σε κάθε περίπτωση ο στόχος του 2017 να επιτευχθεί.
Από τον Ιανουάριο του 2018 και με την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης μπαίνουμε ουσιαστικά στο τελευταίο κομμάτι του προγράμματος προσαρμογής. Προσωπική εκτίμηση είναι ότι το πρόγραμμα προσαρμογής ολοκληρώνεται ουσιαστικά τον Ιανουάριο του 2018. Τα προαπαιτούμενα που απομένουν για το χειμώνα και την άνοιξη του 2018, με την τελευταία αξιολόγηση τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2018, είναι προαπαιτούμενα υλοποίησης ήδη συμφωνημένων, ήδη νομοθετημένων δράσεων και είναι λίγα. Άρα, ουσιαστικά το πρόγραμμα ολοκληρώνεται με την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης. Ουσιαστικά, όχι τυπικά, αλλά ουσιαστικά. Μπαίνουμε λοιπόν σε μια περίοδο, που θα χαρακτηριστεί περίοδος οικονομικής ανάκαμψης και θα χαρακτηριστεί από δύο κύρια θέματα.
Πρώτον, τη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους. Όπως ξέρουμε η απόφαση του Eurogroup του Ιουνίου του 2017, περιγράφει με αρκετή σαφήνεια, αλλά δεν παραμετροποιεί με ακρίβεια τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Μπαίνουμε, λοιπόν, στη συζήτηση για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους το διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου του 2018. Μπαίνουμε στη συζήτηση για την επόμενη ημέρα μετά το τέλος του προγράμματος, τί χαρακτηριστικά θα έχει και αν ο μηχανισμός επιτήρησης θα είναι αντίστοιχος με αυτόν της Πορτογαλίας και της Κύπρου στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού εξαμήνου, όπως επιδιώκουμε.
Κύριε πρόεδρε, κυρίως, μπαίνουμε σε μια περίοδο οικοδόμησης ενός μεγάλου ταμειακού αποθέματος που θα μας επιτρέψει:
Πρώτον, να βγούμε με ασφάλεια στις αγορές χωρίς νέα προληπτική γραμμή στήριξης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, μετά το καλοκαίρι του 2018.
Δεύτερον, είναι μηχανισμός ασφάλειας με την έννοια, ότι αν προκύψει μια νέα διαταραχή, ένας νέος κλονισμός στις διεθνείς χρηματαγορές εμείς σε κάθε περίπτωση θα είμαστε σε θέση να ανακυκλώνουμε το δημόσιο χρέος χωρίς ρίσκο.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ: Τι ύψους θα είναι αυτό; (Ομιλεί εκτός μικροφώνου)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ (Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών): Το ύψος του είναι συνήθως της τάξεως των δανειακών υποχρεώσεων 12 – 18 μηνών. Δηλαδή, μιλάμε για ένα «μαξιλάρι» 12 – 15 δισεκατομμυρίων ευρώ, βέβαια, 9 δισεκατομμύρια ευρώ εκ των οποίων θα προκύψουν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Ένα «μαξιλάρι» – προσέξτε το αυτό γιατί έχει πολύ σημασία – που μετά από ένα ή δύο χρόνια κανονικότητας, μετά από ένα – δύο σε ζωή χωρίς πρόγραμμα, δηλαδή, έξω από το πρόγραμμα, οφείλουμε να μετατρέψουμε σε Ταμείο Σταθεροποίησης – αν θέλετε – ένα νέο δημοσιονομικό εργαλείο σταθεροποίησης για την επόμενη κρίση.
Όταν, λοιπόν, η ευρωπαϊκή οικονομία χτυπηθεί από νέα οικονομική κρίση και αυτό πάψει να γίνει, να είμαστε πολύ καλύτερα προετοιμασμένοι, η Ελλάδα να μην ξαναπεράσει ό,τι πέρασε την οκταετία 2010 – 2018 και να είναι σε θέση να ξεπεράσω τον κλονισμό πολύ πιο εύκολα.
Καθήκον της Αριστεράς, καθήκον της Κυβέρνησης αυτής, αυτό της έλαχε ήταν – αν θέλετε – ήταν να βγάλει τη χώρα από την κρίση, από εδώ εγώ λέω ότι καθήκον της είναι να προετοιμάσει τη χώρα, να τη θωρακίσει, έτσι ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει την επόμενη κρίση από πολύ καλύτερες θέσεις. »