Οι μεταρρυθμίσεις θα είναι έτοιμες έως την 11η Μαρτίου (σ.σ. ημερομηνία συνεδρίασης του Eurogroup) και η επικείμενη έκθεση για την πρόοδο της Ελλάδας- που ετοιμάζουν οι Ευρωπαίοι πιστωτές- θα είναι θετική, δηλώνει ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος στο αμερικανικό δίκτυο CNBC.
«Υπάρχει ακόμα κάποια (δουλειά) να γίνει για να ψηφιστεί η νομοθεσία που έχει συμφωνηθεί, έως το Eurogroup. Άρα η έκθεση θα είναι ευνοϊκή, θα λέει ότι κάναμε όλα αυτά τα πράγματα. Υπάρχουν ένα δυο πράγματα που πρέπει να περάσουν από τη Βουλή, αλλά είναι συμφωνημένα νομοσχέδια, άρα είναι κάτι τυπικό έως το Eurogroup της 11ης Μαρτίου», δήλωσε ο κ. Τσακαλώτος.
Σύμφωνα με τον υπουργό, τα μέτρα που μένουν να νομοθετηθούν είναι «κατάλοιπα» από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης της χώρας, που έληξε πριν από έξι μήνες. Το βασικό θέμα, δήλωσε, είναι η προστασία της πρώτης κατοικίας. «Τώρα κινούμαστε σε ένα νέο σύστημα όπου θα δοθεί στήριξη στον κόσμο προκειμένου να είναι σε θέση να αποπληρώσει τα δάνειά του. Άρα αυτό είναι καλό για τον κόσμο, που θα μετατρέψει τα δάνεια που δεν αποπληρώνονται, σε εξυπηρετούμενα δάνεια… Θα βοηθήσει όμως και τις τράπεζες να ξεκαθαρίσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους».
Το να λάβει η χώρα τη δόση από τα κέρδη που είχαν οι τράπεζες της ευρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα δεν είναι απλά θέμα χρημάτων, είναι θέμα αξιοπιστίας, δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών. «Δεν το θεωρούμε μόνον ως ένα ζήτημα του εάν χρειαζόμαστε τα χρήματα. Το θεωρούμε ως ένα ζήτημα που καλύπτει και τους πιστωτές και τους θεσμούς. Είμαστε πεπεισμένοι ότι η Ελλάδα συνεχίζει σε μια στρατηγική μεταρρυθμίσεων. Άρα είναι περισσότερο κάτι που στέλνει ένα μήνυμα, παρά θέμα χρημάτων».
Αναφερθείς στους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα, ο υπουργός σημείωσε πως «πιστεύω ότι θα πρέπει να υπάρξει συναίνεση σε όλο το πολιτικό φάσμα για το ζήτημα αυτό. Πιστεύω ότι το 3,5%, και το έχω πει εδώ και πολύ καιρό, είναι υπερβολικά υψηλό, ιδιαίτερα για μια χώρα που έχασε το 27% του ΑΕΠ. Δεν νομίζω πως αυτό είναι κάτι στο οποίο θα πρέπει να διαφωνήσουμε. Θα πρέπει να πάμε μαζί και να πούμε σε μία Ευρώπη που έχει πάρει το μάθημα από την άνοδο ακροδεξιών και λαϊκιστικών δυνάμεων, πως τόσο υψηλοί στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα απλώς τροφοδοτούν τη δυσαρέσκεια, όχι μόνον για τα κόμματα αλλά και για την ίδια την πολιτική διαδικασία. Άρα, δεν διαφωνώ με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης ότι χρειάζεται να το κάνουμε αυτό και θα ήταν καλό εάν είχε λιγότερο συγκρουσιακή συμπεριφορά, για να μπορέσουμε να έχουμε συναίνεση σε αυτό το θέμα», επεσήμανε.
Ερωτηθείς εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θα στήριζε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην επαναδιαπραγμάτευση με τους πιστωτές, στην περίπτωση που η Νέα Δημοκρατία σχηματίσει κυβέρνηση, ο υπουργός δήλωσε: «Δεν θα αλλάζαμε τη θέση μας μόνον επειδή η Νέα Δημοκρατία θα ήταν στην εξουσία. Δεν πιστεύω ότι είναι πολύ πιθανόν να είναι στην εξουσία, αλλά στην απίθανη και ατυχή περίπτωση να είναι στην εξουσία, φυσικά. Εάν ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία αυτού που θα ήθελαν να πετύχουν, θα τους στηρίζαμε, αλλά δεν θα τους στηρίζαμε σε πολλούς άλλους τομείς, ιδίως καθώς δεν γνωρίζουμε πραγματικά ποιο είναι το πρόγραμμα τους. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών υπολόγισε ότι το κόστος των ανακοινώσεων τους έως τώρα είναι 5 δισ. το πρώτο έτος και άλλα 4 δισ. τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Δεν έχουμε λάβει καμία σοβαρή απάντηση από τη ΝΔ από πού προέρχονται αυτά τα χρήματα. Γνωρίζετε ότι εμείς ξοδεύουμε 900 εκατ. επιπλέον- όχι 900 δισ. ευρώ- 900 εκατ. επιπλέον το 2019. Από πού θα βρεθούν τα επιπλέον 4 δισ. για να φτάσουν τα 5,8 δισ. που θα ανακοινώσουν, μόνον ο Θεός το γνωρίζει. Σίγουρα όχι εμείς».
Σε ερώτηση, τέλος, για το τι σκοπεύει να κάνει προκειμένου να θωρακίσει την Ελλάδα απέναντι σε ενδεχόμενες αρνητικές εξελίξεις στις αγορές (σ.σ. ο δημοσιογράφος φέρει ως παράδειγμα την πολιτική αστάθεια στην Ιταλία πέρυσι), ο κ. Τσακαλώτος επισημαίνει ότι «πρώτη στρατηγική μας είναι να διαθέτουμε το απόθεμα ρευστότητας. Ουσιαστικά το ελληνικό χρέος είναι εξασφαλισμένο για τα επόμενα δύο χρόνια. Έχουμε διαμορφώσει μια συμφωνία για το χρέος με κόστη αποπληρωμής μικρότερα από αυτά χωρών όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία για τα επόμενα 15 χρόνια. Αυτό μας δίνει χώρο για να συζητήσουμε σοβαρά με κόμματα της αντιπολίτευσης, με τους κοινωνικούς εταίρους, για μια σοβαρή αναπτυξιακή στρατηγική για να μειωθεί ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε. Προσπαθήσαμε να προστατεύσουμε την Ελλάδα και τις αγορές, όντας πολύ ειλικρινείς για τις αναπτυξιακές πολιτικές μας. Η αναπτυξιακή πολιτική μας είναι δημόσια, το κοινό μπορεί να τη μελετήσει, είναι προϋπολογισμένη, δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Η αντιπολίτευση ισχυρίζεται ότι τα επιτόκιά μας είναι υψηλότερα από της Πορτογαλίας. Φυσικά και είναι μεγαλύτερα, επειδή η Πορτογαλία βγήκε από το πρόγραμμα μερικά χρόνια πριν και εμείς μόλις πριν λίγο καιρό. Η ουσία είναι πως κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση, αναβαθμιζόμαστε από τους οίκους αξιολόγησης, άρα έχουμε κάθε λόγο να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον».