Του Βασίλη Γεώργα
Το φιλόδοξο στοίχημα για τις ελληνικές τράπεζες να ξεφορτωθούν ή να μετατρέψουν ξανά σε «πράσινα» ένα μεγάλο μέρος από τα 108 δισεκατομμύρια ευρώ των κόκκινων δανείων και ανοιγμάτων, δείχνει να έχει χαθεί πριν καλά-καλά ξεκινήσει η προσπάθεια.
Η κατάσταση λόγω της ύφεσης, της βαριάς φορολογίας και της ανεργίας είναι σήμερα τόσο δύσκολα διαχειρίσιμη που ούτε η συνήθως μετρημένη στα λόγια της Τράπεζα της Ελλάδας δεν φαίνεται πλέον να κρατά τα προσχήματα στην αποτύπωση του προβλήματος. Έξι φορές επαναλαμβάνεται με τον ένα ή τον άλλον τρόπο η λέξη «ανησυχία» στην χθεσινή έκθεση της ΤτΕ για το τραπεζικό σύστημα, και είναι ίσως η πρώτη φορά που η κεντρική Τράπεζα εμφανίζεται τόσο προβληματισμένη για τις πραγματικές δυνατότητες αποτελεσματικής διαχείρισης των κόκκινων δανείων. Ο Γιάννης Στουρνάρας χτυπά το καμπανάκι είτε γιατί θέλει να στείλει το μήνυμα της «τελευταίας ευκαιρίας» προς την κυβέρνηση και τους τραπεζίτες, είτε επειδή επιχειρεί να προετοιμάσει το κλίμα ενόψει των οδυνηρών εξελίξεων που δρομολογούνται τους επόμενους μήνες για επιχειρήσεις και νοικοκυριά καθώς θα ανοίγει ο ασκός του Αιόλου, είτε επειδή υιοθετεί τις «παραινέσεις» των δανειστών για άμεσες και δραστικές λύσεις δεδομένου ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να κρυφτεί πλέον κάτω από το χαλί όταν οι τράπεζες καλούνται να μειώσουν κατά περίπου 45-50 δισ. ευρώ (!) το σημερινό «απόθεμα» κόκκινων δανείων στα επόμενα τρία χρόνια.
Ένα και μόνο στοιχείο που αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ αρκεί για να περιγράψει τις δραματικές διαστάσεις του προβλήματος των κόκκινων δανείων και πόσο δύσκολο είναι να επιτευχθεί στο ορατό μέλλον ο στόχος της ανάκτησης μέρους αυτών και πολύ περισσότερο αυτό να γίνει «αναίμακτα» για την κοινωνική συνοχή και την επιχειρηματικότητα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται η ΤτΕ, σήμερα περισσότεροι από 3 εκατομμύρια φάκελοι δανείων σε σύνολο 9,366 εκατ. φακέλων, είναι σήμερα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Αν αυτός ο αριθμός συγκριθεί με τους μόλις 3,6 εκατομμύρια ενεργά απασχολούμενους στην Ελλάδα των οποίων τα εισοδήματα έχουν περικοπεί επίσης κατά 30% στα χρόνια της κρίσης, μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί ότι με την φτωχοποίηση της χώρας, τον μεγάλο αριθμό συνταξιούχων (2,7 εκατ.) και μη οικονομικά ενεργών πολιτών (3,3 εκατ.) και την διατήρηση της ανεργίας σε τόσο υψηλά επίπεδα επί μακρόν (1,2 εκατ. άνεργοι), το πρόβλημα της εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων είναι πλέον δομικό. Δεν οφείλεται φυσικά τόσο στην ύπαρξη «στρατηγικών κακοπληρωτών», όσο στο γεγονός ότι για ένα πολύ μεγάλο μέρος στεγαστικών και καταναλωτικών κόκκινων δανείων (σύνολο 44 δις. ευρώ) πολύ απλά δεν υπάρχουν σήμερα τα λεφτά και ούτε πρόκειται να βρεθούν στο άμεσο μέλλον, για να αποπληρωθούν.
Από τα 3,05 εκατ. μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ανοίγματα που αθροίζουν τραπεζικά χρέη άνω των 108 δισ. ευρώ ή ποσοστό που πλέον ξεπερνά το 61% του ΑΕΠ, η συντριπτική πλειονότητα σύμφωνα με την ΤτΕ είναι καταναλωτικά δάνεια (2.143 φάκελοι με NPE’s ύψους 15,3 δισ. ευρώ ή 55,2% του συνόλου των καταναλωτικών δανείων), άλλα 482.000 δάνεια είναι στεγαστικά (28,7 δισ. ευρώ ή 42% του συνόλου) και 425.000 φάκελοι δανείων αφορούν σε μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια τα οποία φτάνουν τα 66 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 44,6% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Τα 50 δις. ευρώ από τα 108 δις. ευρώ έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο δείκτης του βαθμού εξασφάλισης καταγγελμένων απαιτήσεων ανέρχεται στο 46% για το σύνολο του χαρτοφυλακίου. Ως προς τα επιμέρους χαρτοφυλάκια, ο αντίστοιχος δείκτης δια- μορφώνεται στο 73,5% για τα στεγαστικά, μόλις 12% για τα καταναλωτικά και 47%
Θεωρητικά η λύση του προβλήματος μακροπρόθεσμα βρίσκεται στην ανάπτυξη της οικονομίας, την αύξηση των εισοδημάτων και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, τη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων και της ανεργίας. Όμως η χώρα απέχει χρόνια μακριά από την επιστροφή της σε μια κανονικότητα, και με τις συνθήκες που διαμορφώνονται τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό, η μεγαλύτερη ανησυχία είναι ότι τα πράγματα στο μέτωπο των κόκκινων δανείων θα συνεχίζουν να χειροτερεύουν. Ο ρυθμός αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει μεν μειωθεί, αλλά δεν έχει αντιστραφεί, και πιθανόν η επιδείνωση θα συνεχιστεί και το 2017 λόγω των υπέρογκων υποχρεώσεων που έχουν συσσωρευτεί στις πλάτες πολιτών και επιχειρήσεων. Ακόμη και αν η οικονομία μπει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης 2-3% τα επόμενα χρόνια όπως προβλέπει το μνημόνιο, η αύξηση του ΑΕΠ δεν θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε να ωθήσει κατά χιλιάδες τους σημερινούς κόκκινους δανειολήπτες πίσω στα γκισέ των τραπεζών.
Το ανησυχητικό με τα κόκκινα δάνεια είναι ότι ακόμη δεν έχει διαμορφωθεί μια κοινά αποδεκτή στρατηγική για την αντιμετώπιση του προβλήματος, ειδικά στο μέτωπο των επιχειρηματικών δανείων που αποτελούν και το μεγαλύτερο πρόβλημα, καθώς όλες οι εναλλακτικές παρουσιάζουν πολιτικά ή οικονομικά αδιέξοδα.
Είναι κοινό μυστικό ότι οι δανειστές και κάποιοι μέτοχοι τραπεζών επιδιώκουν λύσεις επιθετικής ενεργητικής διαχείρισης των δανείων με πλειστηριασμούς, εκκαθαρίσεις – αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων και πωλήσεις προβληματικών δανείων στα funds κ.α. Κινήσεις τις οποίες, όμως, ούτε το πολιτικό σύστημα είναι πρόθυμο να αποδεχθεί , ούτε το τραπεζικό σύστημα είναι οικονομικά έτοιμο να αντέξει.
Σύμφωνα με την ΤτΕ η αξία των εξασφαλίσεων που έχουν οι τράπεζες έναντι των συνολικών ανοιγμάτων είναι χαμηλός καθώς διαμορφώνεται λίγο πάνω από το 50%, με τις εξασφαλίσεις να είναι ουσιαστικά πολύ χαμηλές στα καταναλωτικά (11%), μεγαλύτερες στα επιχειρηματικά δάνεια (42%) και αρκετά υψηλότερες στα στεγαστικά (86%). Για τα δάνεια δε που έχουν ήδη καταγγελθεί ο δείκτης των εξασφαλίσεων είναι στο 46% του συνόλου των χαρτοφυλακίων. Σε ότι αφορά τις προβλέψεις, αυτές σωρευτικά φτάνουν σήμερα στα 54 δις. ευρώ και αντιστοιχούν πλέον στο 50% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Οι ίδιες οι τράπεζες στα σχέδιά που υπέβαλαν υπολογίζουν ότι μόνο ένα μικρό μέρος (10-12%) της μείωσης των κόκκινων δανείων θα προέλθει από πωλήσεις δανείων και ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της πιστεύουν ότι θα προέλθει από την ανάκαμψη της οικονομίας, την επιστροφή στην κερδοφορία σημαντικού μέρους των επιχειρήσεων καθώς και από την επιτυχή ρύθμιση/αναδιάρθρωση οφειλών που θα καταστήσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πάλι ενήμερα.Είναι προφανές ότι οι τράπεζες τρέμουν την ιδέα να βγάλουν στο σφυρί δάνεια έναντι ευτελών τιμημάτων καθώς οι ζημιές που θα εγγράψουν θα χτυπήσουν απευθείας τα κεφάλαιά τους.
Δεν έχουν, κάνει όμως μέχρι σήμερα ουσιαστικά τίποτα για να επουλώσουν τις πληγές των κόκκινων δανείων και να βοηθήσουν τους δανειολήπτες να αρχίσουν να ξαναπληρώνουν μέρος των υποχρεώσεών τους.
Η ίδια η ΤτΕ ψέγει τις τράπεζες επειδή δεν προχωρούν σε μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις. «Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι ρυθμίσεις δανείων είναι κυρίως βραχυπρόθεσμες έως δύο χρόνια» επισημαίνεται στην έκθεση, με την παρότρυνση να προχωρήσουν σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις σε όλες τις κατηγορίες δανείων προς διευκόλυνση των δανειοληπτών, αλλά παράλληλα να ξεκινήσουν και επιθετικές κινήσεις αναδιάρθρωσης μετοχοποιώντας χρέη επιχειρήσεων.
Γεγονός είναι πως αν εγκαίρως οι τράπεζες είχαν προβεί σε αποφασιστικότερες ρυθμίσεις για «πρασινίσουν» κάποια δάνεια, ενδεχομένως η κατάσταση θα ήταν σήμερα λίγο καλύτερη.
Προς το παρόν οι δείκτες εξακολουθούν να επιδεινώνονται καθώς τα δάνεια που αθετούνται είναι περισσότερα από εκείνα που εκείνα που από κόκκινα γίνονται «πράσινα» με τον σχετικό δείκτη εξυγίανσης (2,8%) να είναι σημαντικά χαμηλότερος από τον δείκτη αθέτησης (3,5%).
http://www.liberal.gr/