Από το τραπεζικό προφίλ του κάθε φορολογούμενου και ειδικά από τη δανειοληπτική του συμπεριφορά (π.χ. ύψος τοκοχρεολυτικών δόσεων), θα εξαρτάται εάν θα χτυπήσει ή όχι το «καμπανάκι» στην Εφορία, η οποία έχει ήδη ψηφιοποιήσει όλα τα οικονομικά δεδομένα φυσικών και νομικών προσώπων από το 2000 μέχρι σήμερα.
Ένα βασικό στοιχείο που θα σημάνει τον πρώτο συναγερμό στις Αρχές είναι η σύναψη μεγάλων δανείων (στεγαστικών, καταναλωτικών κ.ά.) που συχνά δεν συμβαδίζουν με το εισόδημα. Σ’ αυτήν την περίπτωση η υποψία της Εφορίας έχει να κάνει με την πιθανότητα να προβαίνει κάποιος σε αυτήν την σύναψη δανείου για να δικαιολογήσει το πόθεν έσχες μιας αγοράς (π.χ. ακινήτου). Το δεύτερο στοιχείο, που συνήθως αποκαλύπτει το αν αυτός που συνάπτει μεγάλα δάνεια έχει αδήλωτα εισοδήματα, είναι το ύψος των μηνιαίων δαπανών για την αποπληρωμή τόσο του «ύποπτου» δανείου, όσο και των πιστωτικών καρτών. Αποτελεί δηλαδή σοβαρή ένδειξη φοροδιαφυγής (αν όχι απόδειξη) το γεγονός ότι κάποιος εξοφλεί κάθε μήνα δάνεια και κάρτες, καταβάλλοντας ποσά που κινούνται στο όριο των εισοδημάτων του.
Η σχετική εφαρμογή για τη διασταύρωση εσόδων και περιουσιακών στοιχείων (κινητών και ακινήτων) είναι ήδη στη διάθεση των ελεγκτικών Αρχών και έχει χρησιμοποιηθεί σε αρκετές περιπτώσεις μέχρι τώρα. Ωστόσο, από μόνη της δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί ένα φορολογικό αδίκημα (όπως φάνηκε και στην περίπτωση του γνωστού τραγουδιστή που του επεστράφησαν τα χρήματα που είχαν δεσμευτεί ως προϊόν φοροδιαφυγής), καθώς χρειάζονται κάποιες «έξυπνες» τεχνικές προσδιορισμού των πραγματικών εισοδημάτων. Για παράδειγμα, θα λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι δαπάνες για «ακριβές» υπηρεσίες (Υγεία, Παιδεία κ.ά.) αλλά και για λογαριασμούς (φως, νερό τηλέφωνο, συνδρομητική τηλεόραση). Επιπλέον επιβαρυντικό στοιχείο θα θεωρείται κάθε υπέρβαση τεκμηρίων που θα ξεπερνά το 30%.