Οι τράπεζες θα πρέπει να παρουσιάσουν συγκεκριμένες προτάσεις στη συνάντηση με τον υπουργό Οικονομικών, πέρα από τα δάνεια και στο πεδίο τόσο των καταθέσεων, όσων και των προμηθειών.
Σύμφωνα με το enikonomia, η συζήτηση για το τι θα κάνουν οι τράπεζες με τις χρεώσεις επί των τραπεζικών συναλλαγών γίνεται σε επίπεδο Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.
Οι εκπρόσωποι των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θεωρούν πως τα περιθώρια σε αυτό πεδίο είναι περιορισμένα, παρά το γεγονός ότι τα συνολικά έσοδα από τις χρεώσεις ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ. Παρόλα αυτά κύκλοι των τραπεζιτών τονίζουν ότι τα έσοδα από προμήθειες ως ποσοστό των οργανικών εσόδων είναι από τα χαμηλότερα στην ευρωζώνη, στοιχείο που έχει επισημανθεί και από τις εποπτικές αρχές, παραπέμποντας σε σχετική επιστολή του επικεφαλής του SSM Αντρέα Ενρία.
Η στάση αυτή πάντως προδίδει μέχρι τώρα ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν θεωρούν πως είναι εφικτό να γίνει κάποια μεγάλη παρέμβαση στο πεδίο των προμηθειών.
Τι λένε οι τραπεζίτες για τα επιτόκια καταθέσεων
Ανάλογη είναι βέβαια και η αίσθηση για τις όποιες παρεμβάσεις θα αφορούν στις τραπεζικές καταθέσεις: Ήδη αυτό που επισημαίνεται μέσα από συγκεκριμένα «κανάλια» είναι πως τα «τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων έχουν ήδη ξεκολλήσει από το 0,03% του φθινοπώρου, σκαρφαλώνοντας γύρω στο 0,4%, με προοπτική να φτάσουν γύρω στο 0,6% έως 0,8% μέχρι τα τέλη του έτους ή το αργότερο τον προσεχή Ιανουάριο».
Πώς να προστατευτείτε από τη γρίπη και RSV
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ότι και να κάνει από την πλευρά του το κυβερνητικό επιτελείο μέσα στην επόμενη χρονιά επιτόκια που θα φτάνουν στο επίπεδο του πληθωρισμού, που προβλέπεται, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, να κυμανθεί γύρω στο 5%… δεν προβλέπονται.
Σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία δείχνουν πως οι απώλειες των προθεσμιακών καταθετών σε σταθερές-αποπληθωρισμένες τιμές από το -9% του 2022, θα υποχωρήσουν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα (ίσως και στο 2%) το επόμενο έτος.
«Ξεχειλίζει» από ρευστότητα το σύστημα
Από την άλλη βεβαίως οι τραπεζίτες μιλάνε και για υπερβάλλουσα ρευστότητα στο σύστημα κάτι που δεν .. βοηθά τον ανταγωνισμό: Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι τα στοιχεία διέψευσαν όσους ανέμεναν ότι θα ξεκινούσε η καθοδική του όγκου των καταθέσεων μετά το τέλος της τουριστικής περιόδου και την έναρξη της περιόδου διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης.
Συγκεκριμένα, το υπόλοιπο των καταθέσεων των νοικοκυριών ανέβηκε οριακά μέσα στον Οκτώβριο έχοντας κερδίσει 3,82 δισ. ευρώ από την αρχή της φετινής χρονιάς και 22,2 δισ. ευρώ μετά την εμφάνιση της πανδημίας covid-19 (βλέπε στοιχεία παρατιθέμενου πίνακα)
Χαρακτηριστικό είναι το ότι ο Οκτώβριος ελάχιστα επηρεάστηκε από την βελτιωμένη φέτος τουριστική περίοδο, ενώ από τα μέσα του ίδιου μήνα ξεκίνησε η περίοδος διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης, με τις προμήθειες των νοικοκυριών να είναι μεγάλες, λόγω του ότι ιδιοκτήτες και διαχειριστές ακινήτων έσπευσαν να γεμίζουν τα ντεπόζιτά τους εκμεταλλευόμενες τις εκπτώσεις που προσέφεραν οι Όμιλοι των διυλιστηρίων.
Το γεγονός ότι οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν οριακά μέσα σε ένα τέτοιο μήνα, θεωρείται από πολλούς ως ένα ακόμη δείγμα της αντοχής που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία σε ένα διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας, ενεργειακής κρίσης, ακρίβειας στα ράφια των super markets και αυξανόμενων επιτοκίων.
Μετά και από αυτή την επίδοση, επικρατεί συγκρατημένη αισιοδοξία πως το ύψος των καταθέσεων των νοικοκυριών θα μπορούσε να αυξηθεί περαιτέρω κατά το τελευταίο δίμηνο της φετινής χρονιάς. Δύο είναι οι κυρίως λόγοι που θα μπορούσαν να συντελέσουν προς αυτή την κατεύθυνση:
Ο πρώτος αφορά την υποχώρηση του ενεργειακού κόστους. Ήδη, σε σχέση με τον Οκτώβριο, η επιβάρυνση του ηλεκτρικού ρεύματος θα κινηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα κατά το δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου, ενώ παράλληλα πτώση έχει παρατηρηθεί στην τιμή τόσο του φυσικού αερίου, όσο και του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές.
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την καταβολή τόσο του «δώρου Χριστουγέννων» στους ιδιωτικούς υπαλλήλους τον προσεχή Δεκέμβριο, όσο και του κρατικού επιδόματος στήριξης προς τα αδύνατα νοικοκυριά που θα καταβληθεί μέσα στον ίδιο μήνα.
Η άνοδος των τραπεζικών καταθέσεων έχει λάβει χώρα σε μια περίοδο όπου τα σχετικά προσφερόμενα τραπεζικά επιτόκια κυμαίνονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, προσεγγίζοντας το 0,3% για τις προθεσμιακές τοποθετήσεις.