Τριγμούς στις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ προκαλεί το ηχηρό χαστούκι της Κομισιόν στην Apple, με την απόφαση να επιβληθεί πρόστιμο «μαμούθ» ύψους 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κρίνοντας πως ο αμερικανικός κολοσσός είχε επωφεληθεί από υπερβολικά «φορολογικά πλεονεκτήματα» που του παραχώρησε η Ιρλανδία μεταξύ του 2003 και του 2014.
Αναλυτές στις ΗΠΑ εκφράζουν σήμερα την ανησυχία πως η απόφαση αυτή μπορεί να αποτελέσει την αρχή μιας παρατεταμένης φορολογικής «μάχης» μεταξύ της Ε.Ε. και πολυεθνικών, τονίζοντας πως είναι πολλές οι εταιρείες που αναρωτιούνται πλέον: «Είμαστε εμείς οι επόμενοι; Και όχι μόνο στην Ιρλανδία;». Η ιταλική Corriere della Sera χαρακτήρισε την επιβολή του προστίμου ως ιστορική καμπή στις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των πολυεθνικών, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι η χθεσινή ημέρα ως θα μπορούσε να είναι η ημέρα η πιο σημαντική από εκείνη του λανσαρίστηκε το iPhone.
Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι το ειδικό σχέδιο για τη διοχέτευση των κερδών της εταιρείας μέσω της Ιρλανδίας αποτελούσε παράνομη κρατική βοήθεια προκάλεσε τη σκληρή απάντηση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, που έκανε λόγο για απειλή στο «πνεύμα της εμπορικής σύμπραξης» ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ε.Ε.
«Οι ενέργειες της Επιτροπής μπορεί να απειλούν να υπονομεύσουν τις ξένες επενδύσεις, το επιχειρηματικό κλίμα στην Ευρώπη και το σημαντικό πνεύμα σύμπραξης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών.
«Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε αυτές τις υποθέσεις που εξελίσσονται και θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε με την Επιτροπή για την επίτευξη του κοινού μας στόχου να εμποδίσουμε τη διάβρωση του φόρου που καταβάλλουν οι εταιρείες», προστίθεται στο κείμενο.
Προειδοποίηση για αντίποινα
Προ ημερών, οι ΗΠΑ είχαν απευθύνει αυστηρή προειδοποίηση προς την Ε.Ε., τονίζοντας πως εξετάζουν το ενδεχόμενο να προβούν σε αντίποινα εάν εφαρμοστούν τα σχέδια για πρόστιμο δισεκατομμυρίων δολαρίων για διαφυγόντες φόρους στην Apple και άλλες αμερικανικές εταιρείες.
Η κυβέρνηση Ομπάμα, σύμφωνα με δημοσίευμα του βρετανικού Guardian, απέστειλε την προηγούμενη εβδομάδα προειδοποίηση στην Ε.Ε., τονίζοντας ότι οι ευρωπαϊκές έρευνες στην υποτιθέμενη υπόθεση φοροδιαφυγής από αμερικανικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων της Apple, της Amazon και της Starbucks, θα μπορούσαν να «δημιουργήσουν ένα ατυχές διεθνές δεδικασμένο στη φορολογική πολιτική».
Οι ΗΠΑ προειδοποιούσαν επίσης τις Βρυξέλλες πως υπερβαίνουν των αρμοδιοτήτων τους και εξελίσσονται σε «υπερεθνική φορολογική αρχή». Όπως ανέφεραν, εάν οι Βρυξέλλες προχωρήσουν με τα σχέδιά τους να απαιτήσουν το ποσόν από την Apple για μη καταβληθέντες φόρους, οι ΗΠΑ θα «εξετάσουν τις πιθανές απαντήσεις».
Με έφεση απαντά η Ιρλανδία
Η απόφαση της Επιτροπής αντιμετωπίστηκε αρνητικά και από την ιρλανδική κυβέρνηση, η οποία ανακοίνωσε πως ετοιμάζεται να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης των Βρυξελλών.
Η θέση του ιρλανδικού υπουργείου Οικονομικών παραμένει ότι καταβλήθηκε το πλήρες ποσό των φόρων και δεν παρασχέθηκε καμιά κρατική βοήθεια. Η Ιρλανδία δεν επεφύλαξε ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση στην Apple και δεν κάνει συμφωνίες με φορολογουμένους, προσθέτει το υπουργείο σε ανακοίνωσή του.
Η απάντηση της Apple
Και η Apple ξεκαθάρισε πως θα απαντήσει με έφεση κατά της απόφασης. «Η Apple ακολουθεί τον νόμο και πληρώνουμε όλους τους φόρους που οφείλουμε οπουδήποτε λειτουργούμε. Θα ασκήσουμε έφεση και έχουμε την πεποίθηση πως η απόφαση θα ανατραπεί», αναφέρει η εταιρεία σε δήλωση που εξέδωσε.
«Η υπόθεση της Επιτροπής δεν αφορά το πόσο πληρώνει η Apple σε φόρους, αφορά το ποια κυβέρνηση συγκεντρώνει τα χρήματα. Θα έχει βαθειά και επιζήμια επίδραση στις επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην Ευρώπη», υποστηρίζει ακόμη η Apple.
Η κόντρα πάντως δεν σταματά στην Apple. Στη διάρκεια των τελευταίων ετών, η Επιτροπή διερευνά τις πρακτικές φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling» που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη. Τον Δεκέμβριο του 2014, επέκτεινε αυτή τη διερεύνηση σε όλα τα κράτη μέλη. Τον Οκτώβριο του 2015, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Λουξεμβούργο και οι Κάτω Χώρες χορήγησαν επιλεκτικά φορολογικά πλεονεκτήματα στη Fiat και στη Starbucks.
Τον περασμένο Ιανουάριο, 35 πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στο Βέλγιο κλήθηκαν να καταβάλλουν φόρους, συνολικού ύψους 700 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για αναδρομικούς φόρους, οι οποίοι δεν καταβάλλονταν στις βελγικές αρχές, λόγω διμερών συμφωνιών μεταξύ των συγκεκριμένων εταιρειών και των φορολογικών αρχών της χώρας. Η Κομισιόν εκτιμούσε ότι οι επίμαχες φορολογικές συμφωνίες αντίκεινται στη φορολογική νομοθεσία της Ε.Ε.
Σε εξέλιξη βρίσκονται επίσης έρευνες της Επιτροπής για την Amazon και τη McDonald’s, καθώς η Επιτροπή ανησυχεί ότι φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» ενδέχεται να θέσουν ζητήματα κρατικών ενισχύσεων στο Λουξεμβούργο.