Μόνο για το έτος 2019, το οικονομικό κόστος της υποκινητικότητας ήταν 131 εκατ. ευρώ, ενώ το συνολικό κόστος της υποκινητικότητας στην ελληνική οικονομία την περίοδο 2000-2019 ήταν 2.2 δισ. ευρώ.
Η πανελλαδική ανάλυση που δημοσίευσε πρόσφατα το Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ανέδειξε τις τεράστιες οικονομικές επιπτώσεις της υποκινητικότητας, δηλαδή της καθιστικής ζωής, στην Ελλάδα.
«Είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός Παρατηρητηρίου Υποκινητικότητας, το οποίο θα καταγράφει σε ετήσια βάση τις οικονομικές επιπτώσεις της υποκινητικότητας στην Ελλάδα και θα υλοποιεί δράσεις με σκοπό την εξάλειψή της», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο διευθυντής του Εργαστηρίου Δρ. Ανδρέας Φλουρής, ο οποίος είναι αναπληρωτής καθηγητής στη ΣΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και επισκέπτης καθηγητής στην Περιβαλλοντική Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Οτάβα. Όπως επίσης τονίζει ο ίδιος, «το Παρατηρητήριο Υποκινητικότητας θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ελληνική κοινωνία, επιτυγχάνοντας μείωση στη καθιστική συμπεριφορά η οποία, εν συνεχεία, θα μειώσει τη συχνότητα των κορυφαίων μη μεταδοτικών ασθενειών, δηλαδή των καρδιακών παθήσεων, των εγκεφαλικών επεισοδίων, του διαβήτη, καθώς και του καρκίνου του μαστού και του παχέος εντέρου».
Στη συνέχεια, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ. Φλουρής, «στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες, τα επίπεδα υποκινητικότητας είναι αυξημένα εξαιτίας των διαθέσιμων μέσων μεταφοράς, της χρήσης της τεχνολογίας, καθώς και της αστικοποίησης. Στην Ελλάδα, το ποσοστό του πληθυσμού που παρουσιάζει έντονη υποκινητικότητα έχει αυξηθεί από 54% το 2002 σε 68% το 2018. Η ερευνητική μας ομάδα εργάστηκε για πάνω από ένα χρόνο προκειμένου να δώσει απάντηση σε ένα πολύ σημαντικό ερώτημα: πέρα από την υγεία, μπορούν αυτά τα υψηλά επίπεδα υποκινητικότητας να έχουν και οικονομικές επιπτώσεις;»
Ο Σωτήρης Χαρμπάς, ο οποίος είναι ερευνητής στο Εργαστήριο και ένας από τους βασικούς συντάκτες αυτής της μελέτης, εξηγεί ότι «ακολουθήσαμε αναγνωρισμένη διεθνώς μεθοδολογία η οποία συνδέει την υποκινητικότητα με τις πέντε πιο σημαντικές μη μεταδοτικές ασθένειες – δηλαδή τις καρδιακές παθήσεις, τα εγκεφαλικά επεισόδια, το διαβήτη, καθώς και τον καρκίνο του μαστού και του παχέος εντέρου.
Έτσι, εκτιμήσαμε τις οικονομικές επιπτώσεις της υποκινητικότητας στην Ελλάδα την περίοδο 2000-2019. Οι εκτιμήσεις μας περιλαμβάνουν μόνο τις πέντε πιο σημαντικές μη μεταδοτικές ασθένειες γιατί για αυτές υπάρχει πολύ εκτεταμένη βιβλιογραφία. Βρήκαμε ότι το συνολικό κόστος της υποκινητικότητας στην ελληνική οικονομία την περίοδο 2000-2019 ήταν 2.2 δισ. ευρώ. Κατά το έτος 2000, το οικονομικό κόστος της υποκινητικότητας ήταν 90 εκατ. ευρώ και αυξήθηκε σταδιακά κάθε χρόνο, φτάνοντας τα 131 εκατ. ευρώ το έτος 2019.»
Ο Δρ. Φλουρής τονίζει επίσης, ότι «αν κατά το έτος 2019 η υποκινητικότητα είχε εξαλειφθεί στην Ελλάδα, η ελληνική οικονομία θα είχε επιπλέον οικονομικούς πόρους για να καλύψει πολλές από τις ανάγκες της σε τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της εθνικής άμυνας. Για παράδειγμα, τα χρήματα αυτά , σύμφωνα με τον ίδιο, κάθε χρόνο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να καλυφθούν τα έξοδα για 39 νέα σχολεία, ή 6.690 εκπαιδευτικούς, ή 220.000 σχολικούς υπολογιστές, ή 1 νέο νοσοκομείο, ή 4.895 ιατρούς, ή 180 κρεβάτια ΜΕΘ, κ.ά. Αναφερόμενος τέλος, στο Εργαστήριο, εξηγεί ότι «στο FAME Lab οραματιζόμαστε έναν κόσμο, στον οποίο η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων θα κατανοούν πώς το περιβάλλον επηρεάζει τη ζωή τους και θα σχεδιάζουν τους στόχους και τις δραστηριότητές τους με γνώμονα τη μακροπρόθεσμη ευημερία της ανθρωπότητας.
Στόχος μας είναι να δείξουμε το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση και να εμπνεύσουμε άτομα και φορείς να γίνουν συνοδοιπόροι μας προς τη δημιουργία του κόσμου που ονειρευόμαστε. Επιδιώκουμε να βοηθήσουμε την κοινωνία να κατανοήσει και να προσαρμοστεί στις επιπτώσεις των περιβαλλοντικών παραγόντων. Η κατανόηση και η αντιμετώπιση των παραγόντων που επιδρούν αρνητικά στην υγεία, την απόδοση και την παραγωγικότητα, καθώς και η προσαρμογή σε αυτούς, αναμφίβολα θα επιταχύνει τη βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων των ανθρώπων – με βιώσιμο και δίκαιο τρόπο.» Τέλος σημειώνει: «οι έρευνές μας έχουν χρησιμοποιηθεί από οργανισμούς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, το Υπουργείο Υγείας των ΗΠΑ, η ΝΑΣΑ, και ο Καναδικός Οργανισμός Διαστήματος προκειμένου να προασπίσουν την υγεία ειδικών αποστολών αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου».