Νέο κύκλο παροχών αμέσως μετά το Πάσχα σχεδιάζει η κυβέρνηση στα σενάρια της οποίας περιλαμβάνεται και η διανομή έξτρα «μποναμά» εντός του 2019, άμεσα, πριν το τέλος του έτους.
Μία δήλωση της υφυπουργού Οικονομικών Κατερίνας Παπανάτσιου (στην ΕΡΤ) ήρθε να αναδείξει το νέο κυβερνητικό αφήγημα παροχών μετά την εκτίναξη του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2018 στο 4,3% του ΑΕΠ. Η υφυπουργός Οικονομικών είπε, ότι «δεν είμαστε πλέον σε πρόγραμμα για να περιμένουμε το τέλος του χρόνου όπως κάναμε το προηγούμενο διάστημα για να δώσουμε αυτό που θα απομείνει, εκεί που θέλουμε να το δώσουμε, έχουμε τη δυνατότητα επειδή οι προβλέψεις μας είναι σωστές, ξέρουμε τι μας περιμένει, δεν χρειάζεται να περιμένουμε μέχρι το τέλος του χρόνου…»
Οι περυσινές επιδόσεις όπως επικυρώθηκαν από τη Eurostat δείχνουν ότι ο συνδυασμός υπερφορολόγησης, υποεκτέλεσης δαπανών και «αστοχιών» στο ΠΔΕ συστηματικά τα τελευταία χρόνια οδηγεί σε υπερπλεονάσματα, το ύψος των οποίου αθροιστικά ξεπερνά τα 11 δισ. ευρώ.
Μια αναδρομή στους στόχους και τα αποτελέσματα των τελευταίων τριών ετών δείχνει πως πάντα ο πήχης των πλεονασμάτων έμπαινε από την κυβέρνηση και τους θεσμούς σε χαμηλότερο επίπεδο και τα τελικά στοιχεία έδιναν τη δυνατότητα για διανομή κοινωνικών μερισμάτων. Φέτος, χρονιά πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων, το «μπόνους» δεν αποκλείεται να είναι διπλό μέσα σε ένα εξάμηνο.
Το 2016 και το 2017, οι δεσμεύσεις αφορούσαν σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ. Και τις δυο χρονιές δόθηκε κοινωνικό μέρισμα και στη συνέχεια η Eurostat επικύρωσε πρωτογενή πλεονάσματα 3,6% του ΑΕΠ το 2016 και 3,9% του ΑΕΠ το 2017 σε όρους ESA 2010 ή κοντά στο 4,2% του ΑΕΠ σε όρους προγράμματος.
Πέρυσι ο στόχος ήταν για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Στο τέλος της χρονιάς δόθηκε κοινωνικό μέρισμα 768 εκατ. ευρώ, καταβλήθηκαν τα αναδρομικά των ειδικών μισθολογίων (μικτά 1,2 δισ. ευρώ), το υπουργείο Οικονομικών εκτιμούσε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα κατά πρόγραμμα μετά από αυτά θα ήταν 3,9% του ΑΕΠ και τελικά προέκυψε 4,29% του ΑΕΠ. Σε σχέση με τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ η υπέρβαση ή η αχρείαστη λιτότητα υπερβαίνει το 1,5 δισ. ευρώ. Αν προστεθεί και το κοινωνικό μέρισμα, ξεπερνά τα 2 δισ. ευρώ.
Φέτος, ο προϋπολογισμός προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3,6% του ΑΕΠ. Η εκτέλεση του προϋπολογισμού το πρώτο τρίμηνο του έτους δείχνει ότι υπάρχει το έδαφος για νέα υπέρβαση των στόχων. Υπάρχει βέβαια και το ενδεχόμενο να επιβεβαιωθούν καθοδικοί κίνδυνοι που μπορούν ακόμα και να οδηγήσουν σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό όπως μια νέα γενιά αναδρομικών από το ΣτΕ ή μεγάλες αστοχίες στον ρυθμό ανάπτυξης .
Η κυβέρνηση δουλεύει με βάση το καλό σενάριο. Όπως είπε η Κατερίνα Παπανάτσιου, «στο τραπέζι βρίσκονται διάφορες προτάσεις, τις κοστολογούμε και μετά το Πάσχα θα αποφασίσουμε. Και μείωση του ΦΠΑ έχει συζητηθεί και μείωση του κατώτερου φορολογικού συντελεστή έχει συζητηθεί . Έχουν μπει στο τραπέζι αρκετά. Θα κοστολογηθούν».
Η συζήτηση αυτή αφορά τις υποσχέσεις παροχών και ελαφρύνσεων για το μέλλον. Ούτως ή άλλως ο Πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ είχε προαναγγείλει μείωση του ΦΠΑ από το 2021 (από το 24% στο 22%) , μείωση του εισαγωγικού συντελεστή φορολογίας εισοδήματος από το 22% στο 20% και κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για εισοδήματα έως 30.000 ευρώ. Το κόστος αυτών των παροχών δεν φαίνεται δυνατό να σηκώσει ο φετινός προϋπολογισμός.
Αντίθετα, η ύπαρξη δαπανών 658 εκατ. ευρώ «υπό κατανομή» στον προϋπολογισμό του τρέχοντος έτους δίνει τη δυνατότητα άμεσων νέων παροχών, εάν συμφωνηθεί με τους θεσμούς ότι είναι προδιαγεγραμμένη η υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα και φέτος. Οι αλλεπάλληλες αναφορές του Τάσου Πετρόπουλου στο ενδεχόμενο καταβολής Δώρου Πάσχα (διαψεύστηκε από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο) ή επαναφοράς της 13ης σύνταξης, ενδεχομένως υποδεικνύουν το πεδίο όπου εξετάζει να κινηθεί η κυβέρνηση.
Μέχρι τώρα, πηγές του υπουργείου Οικονομικών τόνιζαν πως ενδεχόμενη χρήση των δαπανών υπό κατανομή φέτος θα επηρεάσει το πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό είναι σαφές. Η επίσημη αιτιολογία είναι ότι τα κεφάλαια αυτά μεταφέρθηκαν «υπό κατανομή» στο 2019 από το 2018 προκειμένου να γίνουν πληρωμές αναδρομικών ειδικών μισθολογίων στο βαθμό που δεν ολοκληρώνονταν έγκαιρα εντός του περασμένου έτους, αλλά περίσσεψαν τελικά 658 εκατ. ευρώ.
Το ζήτημα που εγείρεται τώρα είναι εάν η χρήση τους αυτή άμεσα, αφήνει αλώβητο το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Μια πρώτη συζήτηση με τους θεσμούς δεν θα πρέπει να αποκλειστεί κατά τη διάρκεια της τρίτης «αξιολόγησης» στο διάστημα 6-8 Μαΐου.