Η σημαντική αύξηση που σημείωσαν τα καθαρά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού τον Σεπτέμβριο έχει προκαλέσει ικανοποίηση στο υπουργείο Οικονομικών, που εκτιμά ότι η εξέλιξη των εσόδων επιβεβαιώνει την ομαλή εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Πηγές του υπουργείου Οικονομικών δείχνουν υπέρβαση κατά 19,33% των εσόδων, που ανήλθαν σε 5,1 δισ. ευρώ έναντι στόχου 4,3 δισ. ευρώ. Αυτή η «εκρηκτική» αύξηση έχει φέρει ικανοποίηση, εκτός από το υπουργείο Οικονομικών, και στο Μέγαρο Μαξίμου, καθώς απομακρύνει το ενδεχόμενο ενεργοποίησης του κόφτη, ενισχύοντας ταυτόχρονα και τις προβλέψεις περί υπέρβασης του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 0,5% του ΑΕΠ.
Στην αύξηση των εσόδων αναφέρθηκε και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος κάλεσε εκείνους που κινδυνολογούν προσευχόμενοι ενεργοποίηση του «κόφτη» να αναζητήσουν σε άλλο πεδίο την κατασκευή καταστροφολογικών πληροφοριών.
Η εκρηκτική αύξηση των εσόδων τον Σεπτέμβριο συνδέεται στις μαζικές εφάπαξ πληρωμές του ΕΝΦΙΑ και του φόρου εισοδήματος, καθώς πολλοί φορολογούμενοι επέλεξαν να εξοφλήσουν τον φόρο που τους αναλογούσε εφάπαξ, κάνοντας χρήση της πιστωτικής τους κάρτας.
Ωστόσο το ενδεχόμενο αυτό απομακρύνει πιθανές προσδοκίες αντίστοιχα μεγάλης αύξησης των εσόδων και τους επόμενους μήνες.
Η πληρωμή του ΕΝΦΙΑ, αλλά και του φόρου εισοδήματος μέσω πιστωτικών καρτών ουσιαστικά σημαίνει ότι το υπουργείο Οικονομικών εισέπραξε εφάπαξ ΕΝΦΙΑ και φόρο, ενώ οι φορολογούμενοι ακόμη τα χρωστούν στις τράπεζες.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι και ο «πονοκέφαλος» του Οικονομικού επιτελείου μεταφέρεται πλέον στο ιδιωτικό χρέος, από το «φούσκωμα» των πιστωτικών καρτών, σε συνδυασμό και με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία, αλλά και με την αύξηση των «κόκκινων» καταναλωτικών δανείων.
Εκτός από τα μη εξυπηρετούμενα καταναλωτικά δάνεια, μικρά είναι τα έσοδα από τα τελωνεία, ενώ προβληματισμό προκαλεί η διαπίστωση πως τα έσοδα του οκταμήνου, παρά το μπαράζ φορολογικών μέτρων, «έκλεισαν» στα ίδια επίπεδα με αυτά του 2014.
Ωστόσο, μεγάλη διαφορά (σχεδόν 1 δις.) παρατηρείται στα έσοδα του εννιαμήνου-σε σχέση με το 2014, η οποία μπορεί να αποδοθεί κατά μεγάλο μέρος στους φορολογικούς ελέγχους στα νησιά, που ξεπέρασαν τις 30.000.