O υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Στίβεν Μνούτσιν είπε χθες στη γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ ότι αναμένει από το ΔΝΤ να δώσει μία «ειλικρινή και ξεκάθαρη» ανάλυση των συναλλαγματικών πολιτικών που ακολουθούν οι χώρες του, δήλωσε εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο, κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχε με τη Λαγκάρντ, ο Μνούτσιν «σημείωσε», επίσης, «τη σημασία που αποδίδει η κυβέρνηση στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και της απασχόλησης στις ΗΠΑ και ότι προσβλέπει σε ισχυρές συστάσεις του ΔΝΤ για τις οικονομικές πολιτικές των χωρών – μελών του και την αντιμετώπιση των παγκόσμιων ανισορροπιών».
Η συζήτηση για τις προτεραιότητες των ΗΠΑ έγινε ενώ αξιωματούχοι μεγάλων οικονομιών της G20 εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με τον τρόπο που θα προσεγγίσουν οι ΗΠΑ τους πολυμερείς οργανισμούς και τις διακριτικά διατυπωμένες ανακοινώσεις της G20 αναφορικά με τη συναλλαγματική συνεργασία, το εμπόριο και άλλες οικονομικές πολιτικές. Καθώς ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προωθεί την ατζέντα «πρώτα η Αμερική», που στοχεύει στην άρση των χρόνιων εμπορικών ελλειμμάτων που έχουν οι ΗΠΑ με την Κίνα, το Μεξικό, τη Γερμανία και άλλους μεγάλους εμπορικούς εταίρους, ορισμένοι ανησυχούν ότι η κυβέρνησή του μπορεί να απομακρυνθεί από τις δεσμεύσεις για διατήρηση ενός ανοικτού παγκόσμιου εμπορικού συστήματος. «Πιστεύω ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει σαν μοχλό το ΔΝΤ και τη G20 για να μπορέσει να επιτύχει τους εξωτερικούς στόχους του και να κλιμακώσει την πίεση στην Κίνα και τη Γερμανία», δήλωσε ο Ντομένικο Λομπάρντι, πρώην μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, ο Τραμπ κατηγόρησε την Κίνα για χειραγώγηση του γιουάν, προκειμένου να έχει πλεονέκτημα στις εξαγωγές της στις ΗΠΑ. Ωστόσο, αξιωματούχοι του ΔΝΤ δεν θεωρούν πλέον το γιουάν υποτιμημένο, ιδιαίτερα μετά τη διάθεση τον τελευταίο χρόνο εκατοντάδων δισ. δολαρίων από την κεντρική τράπεζα της Κίνας για τη στήριξη του νομίσματος και την αντιμετώπιση των εκροών κεφαλαίων.
Οι ΗΠΑ είναι με διαφορά ο μεγαλύτερος μέτοχος του ΔΝΤ, κατέχοντας περίπου 17% των δικαιωμάτων ψήφου στο Συμβούλιό του, ποσοστό που είναι αρκετό για να ασκεί βέτο σε πολλές σημαντικές αποφάσεις. Δεν είναι σαφές πώς ο Μνούτσιν θα χειρισθεί την επιρροή των ΗΠΑ στο ΔΝΤ σε θέματα όπως το αν θα πρέπει το Ταμείο να χρηματοδοτήσει το ευρωπαϊκό πρόγραμμα βοήθειας της Ελλάδας. Στις γραπτές σημειώσεις του προς τους γερουσιαστές, δήλωσε ότι η κυβέρνηση Τραμπ «θα διασφαλίσει ότι τα αμερικανικά κεφάλαια που έχουν δοθεί σε διεθνείς Οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ και πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες, θα χρησιμοποιηθούν για την προώθηση πολιτικών που είναι στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό συνεπείς με τους στόχους των ΗΠΑ».