Τον κώδωνα του κινδύνου για τη σταθερότητα του ευρώ αν δεν επιστρέψουν σύντομα στην Αθήνα οι επικεφαλής των θεσμών και δεν ολοκληρωθεί εντός του Φεβρουαρίου η δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος έκρουσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προς τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Β. Σόιμπλε, τους λοιπούς υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά τη συνεδρίαση του τελευταίου Eurogroup.
Η ΕΚΤ προειδοποίησε ότι εν όψει ενός μακρύ προεκλογικού κύκλου σε Γαλλία, Ολλανδία και Γερμανία και υπό τον κίνδυνο αναζωπύρωσης της κρίσης σε Ιταλία και Πορτογαλία, οποιαδήποτε άκαρπη συνάντηση στην Αθήνα θα είναι εις βάρος του ευρωπαϊκού νομίσματος, καθώς θα προκαλέσει την περαιτέρω αποδυνάμωσή του. Σημείωσε δε με έντονο τρόπο την άποψή της ότι οι αγορές θα αντιδράσουν αρνητικά αν δεν υπάρξουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις από την ελληνική κυβέρνηση μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, όπως επιβεβαιώθηκε στο πρόσφατο Eurogroup, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παραμένει αμετακίνητο από την άποψή του ότι θα συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα μόνο εφόσον η κυβέρνηση της χώρας μας αποδεχτεί να νομοθετήσει από τώρα μέτρα που θα προβλέπουν τη μείωση των αφορολόγητων ορίων για τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, την περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς εργασίας με μέτρα όπως η πλήρης άρση των εμποδίων στις ομαδικές απολύσεις, η αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης και η περαιτέρω περικοπή των δαπανών για συντάξεις. Παρόμοια στάση απέναντι στο ελληνικό ζήτημα τήρησαν και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, ζητώντας από τον υπουργό Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτο και τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Γ. Χουλιαράκη συγκεκριμένες παρεμβάσεις στο φορολογικό, στο ασφαλιστικό και την αγορά εργασίας που θα ικανοποιούν και το ΔΝΤ προκειμένου να κλειδώσει η συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα!
Εν τω μεταξύ, σε έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία θα συνοδεύει την έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και την οποία αποκάλυψε η «Καθημερινή της Κυριακής», περιγράφονται οι όροι με τους οποίους το Ταμείο επιθυμεί να πάρει μέρος στο ελληνικό πρόγραμμα.
Σύμφωνα με τα όσα επισημαίνονται στην έκθεση:
Οι δεσμεύσεις για την ελάφρυνση του χρέους, που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη βιωσιμότητά του, χρειάζεται να μπουν από την αρχή του προγράμματος και πρέπει να βασίζονται σε ένα ρεαλιστικό μεσοπρόθεσμο στόχο για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
Για την οικονομική ανάκαμψη προτεραιότητα πρέπει να έχουν οι μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα, καθώς η καθυστέρηση της αντιμετώπισης των «κόκκινων δανείων», της δημιουργίας του θεσμικού πλαισίου για τις πτωχεύσεις και τον ορισμό των διοικήσεων των τραπεζών έχει επίπτωση στην ανάκαμψη.
Οταν η πολιτική βάση για τις μεταρρυθμίσεις είναι εύθραυστη και δεν υπάρχει ισχυρή κυριότητα του προγράμματος, οι προσδοκίες αλλά και η σχεδίαση του προγράμματος πρέπει να είναι πιο συντηρητικές από την αρχή. Το προσωπικό του ΔΝΤ πρέπει να αντιτάσσεται από τους Ευρωπαίους εταίρους για πιο θετικές προβλέψεις.
Για να προχωρήσει η ελληνική οικονομία χρειάζεται διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ισχυρή εφαρμογή της φορολογικής βάσης, ισχυρή εφαρμογή της φορολογικής συμμόρφωσης και ανάπτυξη στοχευμένων δικτύων κοινωνικής ασφάλειας. Αυτά είναι τα σημεία που θα κάνουν τις μεταρρυθμίσεις να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια και να είναι περισσότερο κοινωνικά δίκαιες.
Η Ελλάδα πρέπει να επανεκκινήσει τις στάσιμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών, στα εργασιακά και στα κλειστά επαγγέλματα ώστε να παραμείνει μέλος της ευρωζώνης. Κλειδί είναι η διασφάλιση ισχυρής ιδιοκτησίας του προγράμματος.
Βάρος πρέπει να δοθεί στην κοινωνική δικαιοσύνη του προγράμματος. Το πρόγραμμα δεν ήταν κοινωνικά δίκαιο, παρά τις προσπάθειες του προσωπικού να το κάνει. Ως εκ τούτου, εκφράζονται ανησυχίες για την πολιτική βιωσιμότητα των μέτρων που πάρθηκαν.
Θα ήταν σωστό να υπήρχε συγκεκριμένη διαδικασία συνεργασίας του Ταμείου με νομισματικές ενώσεις (όπως το ευρώ) όταν χρειάζεται πρόγραμμα προσαρμογής. Είναι ανάγκη να υπάρχει μία εκ των προτέρων συμφωνία για ανταλλαγή πληροφοριών, για τις τεχνικές αναλύσεις, για σχεδιασμό και επικοινωνία του προγράμματος, μεταξύ άλλων.
Απαντώντας, εν τω μεταξύ, στις ανησυχίες του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος, εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι «δεν βλέπουμε κανένα λόγο για μια ανησυχητική αποτίμηση της κατάστασης του ελληνικού χρέους». Πρόσθεσε δε ότι «το χρέος της Ελλάδας είναι διαχειρίσιμο, αν οι μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί εφαρμοστούν πλήρως».