Η συμφωνία στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου που οδήγησε στη θετική αξιολόγηση της Ελλάδας από τους δανειστές της, αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τόσο την εγχώρια αγορά σταθερού εισοδήματος (καταθέσεις, έντοκα γραμμάτια, κρατικά και εταιρικά ομόλογα), όσο και τα επιτόκια των χορηγήσεων, τουλάχιστον σε ότι αφορά τις επιχειρήσεις με ισχυρή κεφαλαιακή διάρθρωση.
Στέφανος Kοτζαμάνης
Όπως είχαμε και κατά το παρελθόν επισημάνει, οι τράπεζες περίμεναν την δεύτερη θετική αξιολόγηση, προκειμένου να συνεχίσουν τη διαδικασία αποκλιμάκωσης των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις, τα οποία στο τέλος του έτους αναμένεται πως δύσκολα θα υπερβαίνουν το 0,35% ακόμη και για ποσά ανώτερα των εκατό χιλιάδων ευρώ.
Η δεύτερη κίνηση που περιμένει η αγορά είναι η σταδιακή αλλαγή συμπεριφοράς μέρους των αποταμιευτών και ιδιαίτερα αναμένεται (ή έστω ελπίζεται) ότι:
• Ορισμένοι καταθέτες -λόγω του μειωμένου ρίσκου, όπως τουλάχιστον εκτιμούν- θα μεταφέρουν ποσά από το «ταμιευτήριο» σε προθεσμιακό λογαριασμό, προκειμένου να καρπωθούν την επιτοκιακή διαφορά.
• Θα υπάρξει μεγαλύτερη κινητικότητα στις προθεσμιακές καταθέσεις με «νέο χρήμα» (από το εξωτερικό, ή σε μορφή χαρτονομισμάτων από θυρίδες και στρώματα), όπου και εκεί εκτιμάται κάποια αποκλιμάκωση των επιτοκίων (σήμερα κυμαίνονται γύρω στο 1%).
• Θα αναπτυχθεί περαιτέρω η αγορά των εγχώριων εταιρικών ομολόγων, καθώς μετά τις δημόσιες εγγραφές των εταιρειών Sunlight και Μυτιληναίος ΜΥΤΙΛ +2,42%, εκτιμάται πως θα υπάρξουν άλλες έξι περίπου αντίστοιχες εκδόσεις εταιρειών έως το τέλος του 2017. Στην εξέλιξη αυτή δεν θα συντελέσει μόνο η μείωση του κινδύνου της χώρας, αλλά και το γεγονός ότι οι προσφερόμενες ετήσιες αποδόσεις (yields, κυμαίνονται από 3,5% έως 5%) είναι πολλαπλάσιες συγκρινόμενες με τα τραπεζικά επιτόκια (είναι διαφορετικό και το επίπεδο του κινδύνου, τουλάχιστον σε θεωρητική βάση).
• Μεγάλες επιχειρήσεις θα αυξήσουν το ποσοστό των εγχώριων καταθέσεών τους επί των συνολικών τους διαθεσίμων, μεταφέροντας τμήμα της ρευστότητάς τους εντός της χώρας.
Όλοι βέβαια αντιλαμβάνονται πως αυτές οι μεταβολές θα είναι σταδιακές και θα λάβουν χώρα υπό την προϋπόθεση πως δεν υπάρξει κάποια έκτακτη εξέλιξη που θα δυναμιτίσει εκ νέου το κλίμα στην εγχώρια οικονομία.
Πέραν όμως από το μέτωπο των επενδύσεων σταθερού εισοδήματος, κινητικότητα εκτιμάται ότι θα υπάρξει και στο ύψος των επιτοκίων χορηγήσεων, τουλάχιστον σε ότι αφορά τις επιχειρήσεις με ισχυρή κεφαλαιακή διάρθρωση.
Σε αρκετές περιπτώσεις οι τράπεζες ψαλίδισαν μέσα στο τελευταίο δεκάμηνο τα επιτόκια χορηγήσεων είτε στο σύνολο, είτε σε ένα τμήμα του συνολικού δανειακού υπολοίπου των επιχειρήσεων.
«Μέχρι σήμερα, η αποκλιμάκωση στα επιτόκια χορηγήσεων έχει λάβει αποσπασματικό χαρακτήρα.
Πρόκειται πχ για ανανεώσεις δανείων σε εταιρείες που στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έχουν βελτιώσει την πιστοληπτική τους ικανότητα, ή σε δάνεια που βασίζονται σε συγκεκριμένα projects υψηλής ασφάλειας, ή ακόμη για δάνεια στα οποία προέκυψαν πρόσθετες καλύψεις από περιουσιακά στοιχεία είτε των εταιρειών, είτε των βασικών τους μετόχων» αναφέρει χαρακτηριστικά υψηλόβαθμο στέλεχος εισηγμένης εταιρείας.
Οι εκτιμήσεις πάντως είναι πως μετά και τη δεύτερη θετική αξιολόγηση της χώρας από τους δανειστές της, οι πιέσεις των εταιρειών για χαμηλότερα επιτόκια θα ενταθούν και ως ένα βαθμό θα βρουν «ευήκοα ώτα», ιδίως όταν η πιστοληπτική τους ικανότητα είναι υψηλή και η εναλλακτική προσφυγή στην αγορά ομολόγων ορατή.