Θετικό αντίτυπο θα έχουν στην αύξηση της απασχόλησης τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, αλλά σύμφωνα με δηλώσεις των εκπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων τα μέτρα αυτά ουσιαστικά δεν είναι παρά μόνο η αρχή και πρέπει να υπάρξει συνέχεια ώστε να ενισχυθούν οι θετικές διατάξεις της νομοθεσίας για την επιχειρηματικότητα.

Ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας Κωνσταντίνος Μίχαλος σημείωσε σε δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι αν και η προσπάθεια είναι στη σωστή κατεύθυνση δεν είναι αρκετή, ενώ ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Βασίλης Κορκίδης υπογράμμισε ότι το μεσοπρόθεσμο δεν λύνει τα προβλήματα της απασχόλησης.

«Ανάσα» χαρακτήρισε τις δράσεις που περιέχονται στο πολυνομοσχέδιο, ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, αλλά συμπλήρωσε ότι χρειάζονται περισσότερες, ενώ ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος Γιώργος Καββαθάς σημείωσε στις δηλώσεις του ότι «το πιθανότερο είναι να συνεχιστεί η αργή άλλα σταθερή αποκλιμάκωση της ανεργίας με διατήρηση ωστόσο του φαινομένου της έντονης κινητικότητας και ελαστικότητας που χαρακτηρίζει την αγορά εργασίας τα τελευταία δύο χρόνια».

Από την πλευρά του και ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας Κωνσταντίνος Κόλλιας υπογραμμίζει ότι οι φορολογικές ελαφρύνσεις που οδηγούν στην δημιουργία νέων θέσεων πλήρους απασχόλησης είναι σε θετική κατεύθυνση και εάν αξιοποιηθούν σωστά από τις επιχειρήσεις, θα επιφέρουν σημαντικά οφέλη στην αντιμετώπιση του μεγάλου κοινωνικού προβλήματος της ανεργίας.

Υπενθυμίζεται ότι με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022 που ψηφίσθηκε στη Βουλή, θεσπίζεται η αύξηση κατά 50% της έκπτωσης των ποσών των εργοδοτικών εισφορών από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, για όλες τις νέες θέσεις εργασίας μισθωτών πλήρους απασχόλησης που δημιουργούν οι επιχειρήσεις, προβαίνοντας σε προσλήψεις προσωπικού. Έτσι, όσες επιχειρήσεις προσλαμβάνουν μισθωτούς εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης θα έχουν σημαντική μείωση των φορολογητέων εισοδημάτων τους.

Με τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 111, υπάγονται στο ειδικό καθεστώς απαλλαγής μικρών επιχειρήσεων με ακαθάριστα έσοδα μέχρι 10.000 ευρώ, οι φορολογούμενοι που για πρώτη φορά κάνουν έναρξη εργασιών. Η απαλλαγή από το καθεστώς ΦΠΑ θα ισχύει για όσο διάστημα ο νέος επιτηδευματίας δεν υπερβαίνει το όριο των 10.000 ευρώ.

Οι δηλώσεις στο ΑΠΕ-ΜΠΕ των εκπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου αναλυτικά έχουν ως εξής:

Δήλωση Κωνσταντίνου Μίχαλου προέδρου ΚΕΕ και ΕΒΕΑ

Θετικές μεν, αλλά ανεπαρκείς είναι οι διατάξεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος 2019-2022 σε ότι αφορά την φορολογική και ασφαλιστική μεταχείριση των επιχειρήσεων.

Κι αυτό γιατί για να απολαύσουν τις φοροαπαλλαγές οι επιχειρήσεις, θα πρέπει να πληρούν σύνθετες προϋποθέσεις και μάλιστα συνδυαστικά, γεγονός που προφανώς θα περιορίσει σημαντικά τον αριθμό των ωφελουμένων.

Για παράδειγμα, για να εκπίπτουν οι εργοδοτικές εισφορές από τη φορολογία των επιχειρήσεων για νέους εργαζόμενους, θα πρέπει να υπάρξει σημαντική αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων και αύξηση της μισθολογικής δαπάνης σε σχέση με αυτή του προηγούμενου έτους.

Θετικό είναι το μέτρο που προβλέπει ότι υπάγονται στο ειδικό καθεστώς της απαλλαγής από το ΦΠΑ μικρών επιχειρήσεων με τζίρο έως 10.000 ευρώ και όλοι όσοι για πρώτη φορά κάνουν έναρξη εργασιών.

Θετική είναι επίσης η διάταξη του νομοσχεδίου που προβλέπει ότι δε θα θεωρείται εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα η αγοροπωλησία μετοχών εάν δεν ξεπερνούν τις 3 πράξεις στη διάρκεια ενός εξαμήνου.

Όπως επίσης θετικό αλλά «λίγο» είναι το μέτρο που προβλέπει απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος και την ειδική εισφορά αλληλεγγύης το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από τη δωρεάν παραχώρηση κατοικίας μέχρι 200 τμ.

Τα βασικά προβλήματα, πάντως, της υπερφορολόγησης παραμένουν και δεν είναι άλλα από τους υψηλούς συντελεστές που ως Επιμελητηριακή Κοινότητα έχουμε επισταμένως ζητήσει να μειωθούν. Από το 29% που είναι σήμερα στο 15% που είναι, άλλωστε, και ο μέσος όρος των βαλκανικών και γειτονικών ανταγωνιστριών μας χωρών.

Ιδιαίτερα για τη μετά-μνημόνιο εποχή, χρειάζονται πραγματικά γενναία αναπτυξιακά – φορολογικά μέτρα και κίνητρα για την πραγματοποίηση επενδύσεων, αλλά και την αύξηση της απασχόλησης.

Το μεσοπρόθεσμο ελπίζουμε να είναι μόνο η αρχή και να υπάρξει και συνέχεια ώστε να ενισχυθούν οι θετικές διατάξεις για την αδειοδότηση των επιχειρήσεων, όπως και να γίνουν σημαντικότερες παρεμβάσεις στο πτωχευτικό δίκαιο και στον εξωδικαστικό μηχανισμό, ώστε να υπάρξει πραγματικά μια γενναία αντιμετώπιση της επιχειρηματικής κοινότητας.

Στο μεταξύ τοποθετήθηκε και για τις εξελίξεις στα εργασιακά, ο κ. Μίχαλος αναφέροντας ότι το αρμόδιο υπουργείο προσπαθεί να κινηθεί στο δρόμο που κινήθηκε και η Πορτογαλία, όπου έγιναν τρεις αυξήσεις, με αποτέλεσμα ο κατώτατος μισθός από τα 530 ευρώ να φτάσει τα 557 ευρώ το 2017 και τα 580 ευρώ το 2018, με στόχο να αγγίξει τα 600 ευρώ το 2019 .

«Στην Ελλάδα το σημείο αφετηρίας είναι υψηλότερο. Από ότι μαθαίνω, ο επιμερισμός αυτός θα γίνει σε τέσσερις ετήσιες δόσεις, μέχρι να ανακτηθούν τα 751 ευρώ», όπως ανέφερε.

Δήλωση προέδρου ΕΣΕΕ Βασίλη Κορκίδη

Στις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου περιλαμβάνονται κάποια κίνητρα τόνωσης της απασχόλησης κυρίως μέσω της έκπτωσης των εργοδοτικών εισφορών από τα ακαθάριστα έσοδα των φυσικών προσώπων που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, αναφορικά με τη δημιουργία νέων θέσεων εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης. Οι εν λόγω εισφορές θα εκπίπτουν, προσαυξημένες κατά ποσοστό 50% και μέχρι το 14πλάσιο του κατώτατου μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών ανά θέση εργασίας, εφόσον προκύπτει αθροιστικά:

α) αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων κατά το έτος πρόσληψης σε σχέση με τον μέσο όρο του προηγούμενου έτους και

β) αύξηση της μισθολογικής δαπάνης κατά το οικείο έτος πρόσληψης σε σχέση με αυτήν του προηγούμενου έτους.

Το συγκεκριμένο μέτρο κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση την οποίαν και η ΕΣΕΕ έχει επισημάνει πολλάκις προκειμένου αφενός να μειωθεί η ανεργία και αφετέρου να δοθεί κίνητρο στους επιχειρηματίες να ενισχύσουν την παραγωγική τους βάση. Ωστόσο προκειμένου αυτά τα μέτρα να έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα θα πρέπει να συνδυαστούν με μείωση του μη μισθολογικού κόστους και εξορθολογισμό των φορολογικών συντελεστών και βελτίωση των όρων πρόσβασης στην ρευστότητα.

Η εγκύκλιος για την επαναφορά της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων που ελέγχει τους όρους και τις προϋποθέσεις κατά την άποψη μου απαιτεί βελτιώσεις αναφορικά με τις τριτοβάθμιες εργοδοτικές οργανώσεις του νόμου 1712. Συνολικά κρίνω ότι το μεσοπρόθεσμο δεν λύνει τα σοβαρά προβλήματα για την επιθυμητή ενίσχυση της απασχόλησης.

Δήλωση Γιάννη Χατζηθεοδοσίου προέδρου Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας

Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί τα σημάδια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, καθώς φαίνεται να γίνονται όλο και πιο ευδιάκριτα. Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν μπορεί κάποιος να ωραιοποιήσει την κατάσταση απομονώνοντας μόνο τις ό,ποιες θετικές προοπτικές και να ισχυριστεί ότι η καταστροφική κρίση τελειώνει κάπου εδώ.

Τα δύσκολα παραμένουν και μπορούν ακόμα να αποτελέσουν τροχοπέδη στην κοινή προσπάθεια για ανάπτυξη. Χρειάζεται διαρκής προσπάθεια, στοχευμένες ενέργειες και διάθεση συνεργασίας από όλους μας, για να ξεκινήσει η ανοδική πορεία των επιχειρήσεων και της οικονομίας μας. Ορισμένες δράσεις που θα μπορούσαν -υπό προϋποθέσεις- να βοηθήσουν στην αντιστροφή του κλίματος, περιλαμβάνονται μεταξύ των μέτρων του πολυνομοσχεδίου.

Μεταξύ αυτών είναι και κίνητρα που δίνονται για την αύξηση της απασχόλησης. Σήμερα η επίσημη ανεργία παραμένει στα πολύ υψηλά επίπεδα του 20%, ενώ η απασχόληση βρίσκεται στα πολύ χαμηλά του 57,9% απέχοντας 14 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες από το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Είναι λοιπόν σίγουρα ευπρόσδεκτη η παροχή κινήτρων για νέες προσλήψεις ή μετατροπή συμβάσεων σε πλήρους απασχόλησης. Από την άλλη, η έκπτωση φόρου των εργοδοτικών εισφορών θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη προσαύξηση (50% στο νομοσχέδιο) ή να μη συνδέεται με τον κατώτατο μισθό (14πλάσιο). Θα μπορούσε, επίσης, να μην υπάρχει ο ηλικιακός περιορισμός (για νέους ως 30 ετών), καθώς το πρόβλημα της ανεργίας αφορά όλες τις ηλικίες.

Με δεδομένη την ανάγκη ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας ως αντίδοτο στην σχεδόν δεκαετή κρίση, πρέπει να υιοθετηθούν άμεσα δράσεις που μπορούν να στηρίξουν αποτελεσματικά τις ελληνικές επιχειρήσεις. Στο θέμα του ΦΠΑ και της εξαίρεσης έως 10.000 ευρώ, βλέπω θετικό το γεγονός ότι επιτρέπεται πλέον να υπάγονται στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων και όσοι για πρώτη φορά κάνουν έναρξη εργασιών, ενώ παύει να είναι υποχρεωτική η διετής παραμονή στο καθεστώς των απαλλασσόμενων επιχειρήσεων και οι υποκείμενοι μπορούν να μεταταχθούν στο κανονικό καθεστώς από το επόμενο έτος.

Επίσης η μείωση προκαταβολής φόρου στο 50% η οποία συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με την απόκτηση για πρώτη φορά εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα, αναμφίβολα δίνει μια «ανάσα» σε όσους τολμούν να κάνουν έναρξη εργασιών σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία. Αυτό ακριβώς πρέπει να στηρίξει η επίσημη Πολιτεία. Την αύξηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία όμως πρέπει να στηρίζεται σε υγιείς βάσεις για να αντέχει στους «κραδασμούς». Και βέβαια να αλλάξουν τάχιστα τα «κακώς κείμενα» που απειλούν τη βιωσιμότητα χιλιάδων επιχειρήσεων και δεν είναι άλλα από την υπερφορολόγηση και τις εξαιρετικά υψηλές ασφαλιστικές εισφορές. Γενικότερα, πρέπει να αλλάξει το μίγμα οικονομικής και φορολογικής πολιτικής και να υπάρξουν δραστικές βελτιώσεις σε οτιδήποτε μας κρατά καθηλωμένους στην ύφεση.

Ο Φόρος Υπεραξίας, ένας παράλογος φόρος, ο οποίος αν και δεν έχει εφαρμοστεί ακόμα αφού «παγώνει» με σχετικές τροπολογίες, «βαραίνει» την προβληματική κτηματαγορά. Γνωρίζουμε ότι στο προσχέδιο του πολυνομοσχεδίου, προβλεπόταν η κατάργηση του, αλλά τελικά η διάταξη απαλείφθηκε από το τελικό κείμενο. Θεωρούμε ότι είναι λάθος σε μια τέτοια συγκυρία, όπου αχνοφαίνονται σημάδια ανάκαμψης στην οικοδομή, να τεθεί σε ισχύ ένας ακόμα φόρος στην ακίνητη περιουσία, που θα λειτουργήσει και ως αντικίνητρο για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων στην κτηματαγορά.

Σοβαρό θέμα επίσης είναι η χρηματική εγγύηση στην ΑΑΔΕ πριν από την έναρξη δραστηριότητας για όσους έχουν βεβαρημένο παρελθόν (πτώχευση, αφερεγγυότητα): Είναι πολύ σημαντικό να μπαίνουν ασφαλιστικές δικλείδες κατά της φοροδιαφυγής και δόλιων συμπεριφορών, καθώς εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι ενώ πολλές επιχειρήσεις πάλεψαν με νύχια και δόντια να σωθούν, κάποιοι άλλοι αξιοποίησαν τα «κενά» του νομοθετικού πλαισίου προς όφελος τους. Θα πρέπει, ωστόσο, η εγγύηση αυτή να μην είναι απαγορευτική.

Συνοψίζοντας για το περιεχόμενο του πολυνομοσχεδίου σε κρίσιμους τομείς, εκτιμώ ότι η φράση που το χαρακτηρίζει απόλυτα είναι «ναι μεν, αλλά…». Βλέπουμε ότι γίνονται προσπάθειες να στηριχθούν επιχειρήσεις, όμως δεν είναι όσες έχει πραγματική ανάγκη η οικονομία μας. Απαιτούνται και άλλες πρωτοβουλίες, ειδικά σε θέματα ρύθμισης οφειλών, ενίσχυσης της ρευστότητας, προσέλκυσης επενδύσεων, στήριξης της εξωστρέφειας, πάταξης της φοροδιαφυγής. Και θέλω να επισημάνω ότι οι κυβερνήσεις οφείλουν να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις απόψεις και τις προτάσεις φορέων όπως τα Επιμελητήρια, καθώς είναι γνώστες των πραγματικών προβλημάτων που βάζουν «φρένο» στην αγορά και απειλούν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων μας.

Δήλωση Γιώργου Καββαθά, προέδρου ΓΣΕΒΕΕ

Το 2018 συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τη διαμορφούμενη προσδοκία εξόδου της χώρας από την ασφυκτική εποπτεία των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και το χρηματοοικονομικό έλεγχο των διεθνών πιστωτών, γεγονός που συνιστά μια θετική εξέλιξη.

Το τελευταίο διάστημα, σύμφωνα με τις έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ έχουν αρχίσει να παρατηρούνται στοιχεία αποσύνδεσης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας από τις επιδράσεις των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης και δημοσιονομικής επιτήρησης. Οι μακροοικονομικοί δείκτες (μείωση της ανεργίας, επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, θετικό ισοζύγιο εγγραφών-διαγραφών επιχειρήσεων, ισχυρές επιδόσεις σε ορισμένους κλάδους όπως του τουρισμού, ενέργειας και τροφίμων) επιτρέπουν ένα πιο ασφαλή μεσοπρόθεσμο επιχειρηματικό σχεδιασμό.

Η υπέρβαση του υφεσιακού κύκλου, μετά από ένα πολυετές σπιράλ οικονομικής καθόδου, αποτελεί ασφαλώς θετικό σημάδι που δυνητικά συνεισφέρει στην απελευθέρωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Ωστόσο, ο υφιστάμενος παραγωγικός μετασχηματισμός φαίνεται πως δεν έχει ενδογενή δυναμική, και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένδειξη επιτυχίας της εφαρμοσμένης οικονομικής πολιτικής και βιωσιμότητας του τρέχοντος οικονομικού μοντέλου. Αντίθετα, μάλλον σχετίζεται με το φυσικό κύκλο ροής των οικονομικών εξελίξεων, οι οποίες εδώ και αρκετά χρόνια (ιδιαίτερα από το 2013 και μετά) συμπιέζονται από το βάρος μιας ατελέσφορης πολιτικής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο καθυστέρησης της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.

Η αδυναμία των επιχειρήσεων να δημιουργήσουν καλύτερες θέσεις εργασίας επιβεβαιώνει σε ένα βαθμό ότι έχουν προσαρμοστεί στο διαμορφωμένο περιοριστικό οικονομικό περιβάλλον και τις αρνητικές επιπτώσεις από την ασκούμενη πολιτική αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής.

Ο συνδυασμός αντιφατικών μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκαν τα τελευταία 8 χρόνια, μαζί με το ακολουθούμενο μίγμα συσταλτικών δημοσιονομικών μέτρων έχουν περιορίσει σημαντικά τις δυνατότητες της εγχώριας αγοράς να υπερβεί αυτοτελώς και βιώσιμα το κατώφλι ήπιας ανάκαμψης που σημειώνεται σήμερα και να επιτύχει τους προβλεπόμενους ρυθμούς ανάπτυξης που θα οδηγήσουν στη δημιουργία μιας ισχυρής οικονομικής δυναμικής.

Η αντιφατικότητα των μεταρρυθμίσεων επιβεβαιώνεται και από το τελευταίο πολυνομοσχέδιο. Από την μια μεριά προωθούνται ρυθμίσεις θετικές όπως η έκπτωση των εργοδοτικών εισφορών από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης ή/και την ρύθμιση για υπαγωγή στο ειδικό καθεστώς απαλλαγής από το ΦΠΑ των μικρών επιχειρήσεων (με τζίρο έως 10.000 ευρώ) και όσων για πρώτη φορά κάνουν έναρξη εργασιών.

Από την άλλη μεριά το θετικό αντίκτυπο από αυτές τις ρυθμίσεις είναι πολύ πιθανό να εξουδετερωθεί από την αναμενόμενη υποχώρηση της ζήτησης που θα προέλθει από την μείωση των συντάξεων καθώς και του αφορολόγητου ορίου. Με βάση αυτά είναι πολύ νωρίς για να εκτιμήσουμε τον αντίκτυπο των νέων ρυθμίσεων για την απασχόληση. Το πιθανότερο είναι να συνεχιστεί η αργή άλλα σταθερή αποκλιμάκωση της ανεργίας με διατήρηση ωστόσο του φαινομένου της έντονης κινητικότητας και ελαστικότητας που χαρακτηρίζει την αγορά εργασίας τα τελευταία δύο χρόνια.

Δήλωση Κωνσταντίνου Κόλλια, προέδρου ΟΕΕ

Με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022 που ψηφίσθηκε στη Βουλή, θεσπίζεται η αύξηση κατά 50% της έκπτωσης των ποσών των εργοδοτικών εισφορών από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, για όλες τις νέες θέσεις εργασίας μισθωτών πλήρους απασχόλησης που δημιουργούν οι επιχειρήσεις, προβαίνοντας σε προσλήψεις προσωπικού. Έτσι, όσες επιχειρήσεις προσλαμβάνουν μισθωτούς εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης θα έχουν σημαντική μείωση των φορολογητέων εισοδημάτων τους.

Στόχος του μέτρου αυτού είναι η μείωση της ανεργίας σε νέους ηλικίας μέχρι 30 ετών που θα οδηγήσει στον περιορισμό της μετανάστευσης των νέων και ειδικά των νέων επιστημόνων και η επανένταξη των μακροχρόνιων ανέργων στην αγορά εργασίας.

Οι φορολογικές ελαφρύνσεις που οδηγούν στην δημιουργία νέων θέσεων πλήρους απασχόλησης είναι σε θετική κατεύθυνση και εάν αξιοποιηθούν σωστά από τις επιχειρήσεις, θα επιφέρουν σημαντικά οφέλη στην αντιμετώπιση του μεγάλου κοινωνικού προβλήματος της ανεργίας που βιώνει σήμερα η χώρα μας περισσότερο από κάθε άλλη Ευρωπαϊκή χώρα.

Με τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 111, υπάγονται στο ειδικό καθεστώς απαλλαγής μικρών επιχειρήσεων με ακαθάριστα έσοδα μέχρι 10.000 ευρώ, οι φορολογούμενοι που για πρώτη φορά κάνουν έναρξη εργασιών. Η απαλλαγή από το καθεστώς ΦΠΑ θα ισχύει για όσο διάστημα ο νέος επιτηδευματίας δεν υπερβαίνει το όριο των 10.000 ευρώ. Έτσι δίνεται ένα ουσιαστικό κίνητρο σε νέους μικρούς επιχειρηματίες.

Η παρατεταμένη οικονομική κρίση και οι μειωμένες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, είναι παράγοντες αρνητικοί για την καταπολέμηση της ανεργίας.

Η θέσπιση και υιοθέτηση μέτρων – κινήτρων για την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας μέσω σταδιακής μείωσης της φορολογικής και ασφαλιστικής επιβάρυνσης, τη καθιέρωση σταθερού φορολογικού καθεστώτος για την ενίσχυση των ξένων και των εγχώριων επενδύσεων, τη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, πρέπει να είναι η προτεραιότητα της χώρας μας για την οικονομική της ανάπτυξη.

Η βελτίωση του οικονομικού κλίματος που θα οδηγήσει στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, μπορεί να επιτευχθεί με την προώθηση μέτρων και διαρθρωτικών αλλαγών που θα ενθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα και την παραγωγικότητα, ώστε η ελληνική οικονομία να καταστεί ανταγωνιστική.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025