Tα καυσόξυλα να αποτελούν είδος πολυτελείας. Σε οποιοδήποτε χωριό της Ελλάδας και να πήγαινε κανείς – τουλάχιστον τα προηγούμενα χρόνια – μπορούσε να δει στις αυλές πολλών σπιτιών στοίβες από καυσόξυλα για τον χειμώνα που ερχόταν.
Μετά την ενεργειακή κρίση, όμως, τα καυσόξυλα αποτελούν είδος πολυτελείας, με τις τιμές να ανεβαίνουν τόσο στη χώρα μας, όσο και στην Ευρώπη.
Σε ρεπορτάζ της Washington Post, ο Φραντς Λουνινγκχάκε, ένας 62χρονος Γερμανός από τη Βρέμη, λέει μια ατάκα που περιγράφει την εποχή μας: «Τα καυσόξυλα είναι ο νέος χρυσός».
Ο ίδιος έχει παραγγείλει μία ξυλόσομπα για να βγάλει τον χειμώνα, καθώς υπολογίζει ότι φέτος θα πληρώσει για ενέργεια 4.500 ευρώ, από 1.500 ευρώ πέρυσι. Οι ξυλόσομπες, επίσης, έχουν γίνει ανάρπαστες.
Οι Ευρωπαίοι βλέπουν τις τιμές του ρεύματος και του φυσικού αερίου να εκτινάσσονται και τον κίνδυνο μπλακ άουτ, ελλείψεων και δελτίου στην κατανάλωση να ελλοχεύει, πολλοί καταφεύγουν σε αυτή τη λύση έσχατης ανάγκης.
Οι ξυλόσομπες και οι φούρνοι που καίνε ξύλα έχουν εξαντληθεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Την ώρα που οι οικονομικά στριμωγμένοι καταναλωτές βλέπουν τα καυσόξυλα σαν τον «νέο χρυσό», οι κλέφτες και οι κάθε λογής απατεώνες βλέπουν μια πρώτης τάξης ευκαιρία. Πλέον, φορτία με καυσόξυλα εξαφανίζονται από τις καρότσες παρκαρισμένων φορτηγών και επιτήδειοι στήνουν ψεύτικες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο όπου παριστάνουν τους εμπόρους ξύλων για να εξαπατήσουν καταναλωτές που είναι απελπισμένοι να βρουν μια λύση εν όψει του χειμώνα.
Αύξηση των τιμών
Το καλοκαίρι η Ευρώπη είχε να αντιμετωπίσει τους καύσωνες, ωστόσο καταναλωτές σε πανικό μάζευαν αποθέματα σε καυσόξυλα για τον χειμώνα, με αποτέλεσμα οι τιμές τους να εκτοξευτούν.
Στο αγροτικό χωριό Αγκ, της Ουγγαρίας, δύο ώρες νοτιοδυτικά από τη Βουδαπέστη, η Νικολέτα Κέλεμαν λέει ότι οι τιμές των ξύλων που χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά για τη θέρμανσή της τον χειμώνα, έχουν πλέον διπλασιαστεί. Το ξύλο ενός δέντρου κοστίζει σήμερα σχεδόν όσο μισός μισθός, ο οποίος ανέρχεται κατά μέσο όρο στα 250 ευρώ τον μήνα στο χωριό. «Φαντάζομαι ότι θα καταλήξουμε να καίμε τα έπιπλα», δηλώνει χαρακτηριστικά η Κέλεμαν.
Αυξήθηκαν οι κλοπές ξύλων
Στα δάση γύρω από τη Στουτγάρδη της Γερμανίας, οι κλοπές ξύλων έχουν αυξηθεί, σύμφωνα με τον Γκετζ Μπούλοου φον Ντένεβιτζ, που είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση του δάσους στην περιοχή. «Έρχονται με ένα τράιλερ ή ένα τρακτέρ, ένα φορτηγό και έναν γερανό, έχουν επαγγελματικό εξοπλισμό, κόβουν τα ξύλα και φεύγουν οδηγώντας. Επικρατεί θράσος», τονίζει.
Οι αρχές έχουν προειδοποιήσει ότι το παράνομο κόψιμο ξύλων αλλά και οι εκπομπές των παλιών φούρνων που καίνε ξύλα είναι κάθε άλλο παρά φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές. Ωστόσο, πολλοί νιώθουν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή.
Η εικόνα από τη Βρετανία
Στη Βρετανία, μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι σχεδόν ένας στους τέσσερις δεν θα ανάψει τη θέρμανση φέτος τον χειμώνα. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν εξαρτάται από τη Ρωσία για το φυσικό αέριό του (προμηθεύεται λιγότερο από το 4% των αναγκών του από εκεί), αλλά οι υψηλές τιμές εξαιτίας των ελλείψεων που αντιμετωπίζουν άλλες χώρες έχουν εκτινάξει τις τιμές στην εγχώρια αγορά. Το κόστος του φυσικού αερίου στη Βρετανία έχει αυξηθεί κατά 96% και του ηλεκτρικού ρεύματος κατά 54% τον τελευταίο χρόνο.
Δουλειές με φούντες για τους καπνοδοκαθαριστές
Στη Γερμανία, ο Νόρμπερτ Σκρόμπεκ, ένας καπνοδοχοκαθαριστής στο Βερολίνο, δηλώνει ότι είδε τη ζήτηση για τις υπηρεσίες του να εκτινάσσεται, καθώς οι Γερμανοί βάζουν ξανά σε λειτουργία παλιές σόμπες και προμηθεύονται νέες. Βλέποντας τα νοικοκυριά να σπεύδουν να αγοράσουν φορητές σόμπες, προειδοποιεί ότι αυτές οι συσκευές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επικίνδυνες διαρροές μονοξειδίου του άνθρακα, εάν δεν χρησιμοποιούνται σωστά. «Είμαι σίγουρος ότι φέτος τον χειμώνα, κάποιους θα τους βγάλουμε έξω ξαπλωτούς», προειδοποιεί.
Ο Βιντσέντς Σενφέλντερ, ένας 41χρονος επιστήμονας από το Βερολίνο, κάλεσε τον Σκρόμπεκ να επιθεωρήσει την παλιά σόμπα του διαμερίσματός του. Κατασκευασμένη το 1880, δεν είχε χρησιμοποιηθεί εδώ και δεκαετίες, όμως ο Σενφέλντερ φοβάται για ελλείψεις στο φυσικό αέριο τον χειμώνα και θέλει να έχει μια εναλλακτική. Η κατάσταση του θυμίζει τα παιδιά του χρόνια στην Ανατολική Γερμανία, όπου τα μπλακ άουτ ήταν συνηθισμένα. «Η τελευταία φορά που βίωσα μια τέτοια αβεβαιότητα ήταν σαν παιδί τη δεκαετία του ‘80», θυμάται ο ίδιος.