Η ίδρυση της Θεολογικής Σχολής της Εκκλησίας της Κύπρου έρχεται σε μια εποχή που ο τόπος μας έχει ανάγκη από φωτεινά παραδείγματα, τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, τελώντας το βράδυ της Τρίτης τα εγκαίνια, μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, ο οποίος χαρακτήρισε τη σημερινή μέρα ιδιαίτερα λαμπρή για την Εκκλησία της Κύπρου.
Μήνυμα στα εγκαίνια απέστειλε και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, δίνοντας συγχαρητήρια και ευχές στον Αρχιεπίσκοπο και την Ιερά Σύνοδο για την ίδρυση της Θεολογικής Σχολής.
Η ίδρυση της Σχολής, είπε ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, εξυπηρετεί μια αυξανόμενη ανάγκη της Εκκλησίας της Κύπρου να καλλιεργεί το δικό της φυτώριο Θεολογικής Παιδείας.“Εκφράζουμε χαρά και αγαλλίαση γιατί βλέπουμε να ολοκληρώνεται ένας διακαής πόθος μας”, είπε.
Ο αείμνηστος Μακάριος ΙΙΙ, σημείωσε ο Κύπρου Χρυσόστομος, έθεσε και το θεμέλιο λίθο της σχολής, αλλά η τουρκική εισβολή ματαίωσε όπως και άλλα πολλά, τα σχέδια.Η Θεολογική Σχολή της Εκκλησίας θα έχει στόχο να προάγει το εκκλησιαστικό φρόνημα, να μορφώνει Χριστό και τις καρδιές των κληρικών και να δημιουργεί το επιθυμητό ήθος, πρόσθεσε.
Στη Σχολή, κάτω από βλέμμα της Εκκλησίας θα συνυπάρχει επιστημονική μόρφωση και ιεροπρεπείς βίος ενώ θα προάγει την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης.Η Εκκλησία, ανέφερε, από τους θεολόγους της, δεν περιμένει να αλλάξουν τον κόσμο. Ούτε και να ανατρέψουν τις δομές της κοινωνίας. Περιμένει όμως να δώσουν εκείνη τη σπίθα που θα γίνει πυρκαγιά στις καρδιές των ανθρώπων για να συναντήσουν τον Χριστό, να αποδείξουν ότι η Εκκλησία δεν είναι μουσείο όπου φυλάγονται θησαυροί, δεν είναι μια ιδεολογία ανάμεσα στις πολλές, αλλά είναι η οικογένειά μας, ο χώρος μας που μας περιμένει.
Εξίσου σημαντικός στόχος, ανέφερε, είναι να γίνει η σχολή κέντρο θεολογικών ζυμώσεων και συζητήσεων που να αναδεικνύουν το ήθος και την προσφορά της Εκκλησίας στο χριστιανικό κόσμο.
Στην ομιλία του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι χαιρετίζει την ίδρυση της Θεολογικής Σχολής Εκκλησίας Κύπρου, σημειώνοντας ότι η πράξη της ίδρυσης της Σχολής αυτής αποτελεί τη συνέχεια, αλλά και την υλοποίηση ενός οράματος για την παιδεία αυτού του τόπου, που ξεκίνησε από την ίδρυση της Ελληνικής Σχολής, το 1812, από τον τότε Αρχιεπίσκοπο και εθνομάρτυρα Κυπριανό και συνεχίζεται από την Εκκλησία ως τις μέρες μας.
Η απόφαση δε να ιδρυθεί η Θεολογική Σχολή Εκκλησίας Κύπρου στον ίδιο ιστορικό χώρο, παραπλεύρως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, έχει ιδιαίτερη και βαρύνουσα σημασία, επεσήμανε.Όπως η «Ελληνική Σχολή» του εθνομάρτυρα Αρχιεπισκόπου Κυπριανού έτσι και η «Θεολογική Σχολή Εκκλησίας Κύπρου», που εγκαινιάζεται απόψε, ανέφερε ο Πρόεδρος, “ιδρύεται σε καιρούς δύσκολους και κρίσιμους για το μέλλον της πατρίδας μας. Όσο απαραίτητη ήταν η ίδρυση της Σχολής εκείνης, για την εποχή της, άλλο τόσο σημαντική για το συμφέρον της Εκκλησίας, αλλά και του τόπου μας, εν γένει, κρίνεται η παρούσα πράξη. Η πρώτη ήρθε να στηρίξει εθνικά και γλωσσικά τον χειμαζόμενο κυπριακό λαό, που μαστιζόταν από την υποδούλωση και την αμάθεια. Η δεύτερη έρχεται σε μια εποχή που ο τόπος μας έχει σήμερα ανάγκη από φωτεινά παραδείγματα”.Έχει ανάγκη, είπε, να επανορθώσει το ηθικό του ανάστημα και να ανακτήσει την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του, σε όλα τα επίπεδα.
Ο Πρόεδρος σημείωσε το γεγονός ότι η Σχολή αυτή, ιδρύθηκε μεν ως Ιδιωτική Σχολή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης αλλά βάσει του Κανονισμού της, ιδρύθηκε και λειτουργεί ως μη κερδοσκοπικός φιλανθρωπικός εκπαιδευτικός οργανισμός. Παράλληλα, η νέα αυτή Σχολή, έχει υποβάλει στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα που καταδεικνύει τους ευγενείς σκοπούς της και προοιωνίζει μια πορεία υπηρεσίας προς την κυπριακή κοινωνία, χωρίς διακρίσεις και προκαταλήψεις, με απόλυτο σεβασμό στις αρχές με τις οποίες ιδρύθηκε.
Σημειώνει, ακόμα, ότι έχει εκφραστεί από τα πλέον επίσημα χείλη, από τον Αρχιεπίσκοπο, η δέσμευση της Σχολής να συνεργαστεί με τις ανάλογες Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, πράγμα που όντως συμβαίνει, προκειμένου να προσφέρει δωρεάν επιμορφωτικά σεμινάρια σε εκπαιδευτικούς, στο πλαίσιο της κοινωνικής της προσφοράς.
Διαβεβαίωσε ότι η Κυβέρνηση, που στάθηκε από την αρχή, θα συνεχίζει να στέκεται πάντοτε αρωγός στην προσπάθεια αυτή, αλλά και σε κάθε προσπάθεια που διασφαλίζει το κοινωνικό μας πρόσωπο. “Η συμπαράστασή μας αυτή εστιάζεται σε κάθε δυνατή τεχνική υποστήριξη προς τη Σχολή, αλλά και σε σθεναρή στήριξη στο ανθρώπινο δυναμικό της”, είπε.
Τέλος ανέφερε ότι η ίδρυση της Θεολογικής Σχολής συμπίπτει με τις σημαντικές τομές στη Δημόσια Εκπαίδευση. “Στόχος μας είναι να ξεπεράσουμε αγκυλώσεις του παρελθόντος και να προσδώσουμε στα σχολεία μας το κύρος που τους αρμόζει και βεβαίως στα παιδιά μας την ποιότητα σπουδών που αξίζουν”, κατέληξε ο Πρόεδρος.
Στο μήνυμά του, που αναγνώστηκε κατά τη διάρκεια της τελετής των εγκαινίων, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος αναφέρει ότι με ιδιαίτερη συγκίνηση και ικανοποίηση πληροφορήθηκε για την απόφαση της ίδρυσης της Θεολογικής Σχολής.Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είπε ο Βαρθολομαίος, ως θεματοφύλακας της ζώσας θεολογικής αλήθειας, προσβλέπει στη Θεολογική Σχολή Κύπρου και την προσφορά της.Συνεχάρη, επίσης, τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο και την Ιερά Σύνοδο και ευχήθηκε όπως η Σχολή αναδειχθεί σε φυτώριο των θεολογικών γραμμάτων και μύησης των σπουδαστών της στο φρόνιμα, βίωμα και ήθος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Στο δικό του χαιρετισμό ο Διευθυντής της Σχολής, Ιεροδιάκονος Κυπριανός Κουντούρης, είπε ότι ήταν επιτακτική ανάγκη η Εκκλησία της Κύπρου να προχωρήσει στην ίδρυση της Θεολογικής Σχολής της, που πρωταρχικό στόχο έχει να λειτουργεί με προδιαγραφές πανεπιστημιακού επιπέδου.
Ξεκινά, είπε, τη λειτουργία της με το προπτυχιακό πρόγραμμα “Θεολογία, τέσσερα έτη, Πτυχία” που εγκρίθηκε από τους αρμόδιους φορείς του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και προσφέρεται φέτος σε 25 φοιτητές. Κατά το πρώτο έτος σπουδών θα διδαχτούν 14 μαθήματα, επτά σε κάθε εξάμηνο από 10 διδάσκοντες, δύο εκ των οποίων θα είναι επισκέπτες καθηγητές από Θεολογικές σχολές της Ελλάδας και του Λιβάνου όπως επίσης και από τον ευρύτερο ακαδημαϊκό χώρο της Ευρώπης.Οι χώροι διδασκαλίας στεγάζονται αρχικά σε κτίριο επί της Οδού Ισοκράτους 5-7 ωστόσο προγραμματίζεται σε βάθος τετραετίας, ολόκληρο το τετράγωνο που εμπερικλείεται μεταξύ των οδών Ισοκράτους, Πατριάρχου Γρηγορίου και Ζήνωνος Κιτιέως, να αναπαλαιωθεί για να εξυπηρετεί τις ανάγκες της Σχολής.
Πριν τα εγκαίνια έγινε αγιασμός από τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Κύπρου, ενώ ακούστηκαν ύμνοι από τη Βυζαντινή χορωδία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου “Αγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός”.
Πηγή: ΚΥΠΕ
*********************************
Ακολουθεί η ομιλία της Α.Μ. του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. κ. Χρυσοστόμου στα εγκαίνια της Θεολογικής Σχολής:
Ομιλία κατά τα εγκαίνια της Θεολογικής Σχολής της Εκκλησίας
της Κύπρου.
Του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου
κ. κ. Χρυσοστόμου.
Είναι ιδιαιτέρως λαμπρά για την Εκκλησία της Κύπρου η σημερινή ημέρα∙ ημέρα εόρτια και πολυπόθητη, την οποίαν από χρόνων πολλών εγκυμονούσε η Εκκλησία και προσδοκούσε ο κλήρος και ο λαός της.
Αποδεικνύεται σήμερα άγρυπνη και ακοίμητη η περί την Εκκλησία πρόνοια του Θεού, η οποία χαρίζει σ’ αυτήν λαμπρό καθίδρυμα πνευματικού φωτισμού για καταρτισμό του ιερού κλήρου και των διδασκάλων της πίστεως και για οικοδομή των τέκνων της.
Πολλοί προκάτοχοί μας και χορεία όλη Αρχιερέων, καθώς και ολόκληρο το πλήρωμα της Εκκλησίας ποθούσε πάντοτε την ίδρυση Θεολογικής Σχολής, στα όρια της αρχαίας αποστολικής Εκκλησίας της Κύπρου. Ο μέγιστος των προκατόχων μας, ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Γ΄, έθεσε μάλιστα και τον θεμέλιο λίθο Θεολογικής Σχολής∙ η ενσκήψασα, όμως, καταστροφική λαίλαπα της τουρκικής εισβολής ματαίωσε, μαζί με άλλα πολλά, και τούτο το έργο. Είμαστε σίγουροι πως ο αοίδιμος Εθνάρχης ευλογεί αοράτως, μαζί με τον Απόστολο Βαρνάβα, από τα ουράνια σκηνώματα τη Σχολή, την οποία σήμερα φυτεύει η δεξιά του Υψίστου.
Προσωπικώς εκφράζουμε την ιδιαίτερη χαρά και αγαλλίασή μας, γιατί βλέπουμε να εκπληρώνεται ένας διακαής πόθος μας. Ευχαριστώντας δοξάζουμε την πανσθενουργό Παναγία Τριάδα, γιατί αξιώνει εμάς τους ταπεινούς να αναδειχθούμε οι οικοδόμοι τέτοιου λαμπρού κατορθώματος εις δόξαν αυτής και κοινήν ωφέλεια του Ορθοδόξου λαού μας.
Δεόμεθα, παρακαλούντες την Παναγία Τριάδα, εις την οποίαν και αφιερώνουμε τη Σχολή, όπως διατηρήσει αυτήν «ἀνωτέραν πάσης ἐπηρείας καὶ παντός ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου ἐχθροῦ» και την ευλογήσει, ώστε να δώσει καρπούς πλουσίους εις την Εκκλησία και το ευσεβές ημών γένος.
Είναι σ’ όλους γνωστό και αυτονόητο, ότι στην αμώμητη πίστη μας Ναός και Θεολογική Έδρα συνυπάρχουν, και είναι αδιανόητος ο χωρισμός τους. Εκείνα τα οποία τελούνται στον ναό τεκμηριώνονται διά της Θεολογίας και εκείνα τα οποία διδάσκονται υπό της Θεολογίας επιτελούνται στους ναούς.
Κρατικές αλλά και ιδιωτικές Θεολογικές Σχολές υπάρχουν πολλές και στον Ελληνικό, αλλά και στον άλλο Χριστιανικό κόσμο, και είναι δυνατό και στο μέλλον να ιδρυθούν περισσότερες. Σ’ αυτές έχει προαχθεί, μέχρι σήμερα, η θεολογική επιστήμη και μορφώθηκαν κληρικοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες. Η Εκκλησία, όμως, δεν έχει ανάγκη απλώς μορφωμένων θεολόγων, κληρικών και λαϊκών, που να είναι καταρτισμένοι θεωρητικά και πρακτικά για να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους. Έχει ανάγκη μορφωμένων αλλά συγχρόνως και ευσεβών θεολόγων, ανθρώπων πνευματικών, των οποίων ο βίος να προάγεται συνεχώς εις αγιότητα. Μόρφωση και ευσέβεια είναι εξίσου απαραίτητα για τον θεολόγο. Και η Θεολογική Σχολή της Εκκλησίας θα έχει στόχο να προάγει το εκκλησιαστικό φρόνημα, να μορφώνει Χριστόν «ἐν ταῖς καρδίαις» των φοιτητών, να δημιουργεί το επιθυμητό ήθος. Στη Σχολή, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα και τη μητρική φροντίδα της Εκκλησίας, θα συνυπάρχουν επιστημονική μόρφωση και ιεροπρεπής βίος, λελογισμένος συνδυασμός θεωρίας και πράξης, χρήση της τεχνολογίας αλλά και ανάπτυξη κριτικής σκέψης.
Ιδιαίτερα σήμερα που τα πανίσχυρα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας δεν μεταδίδουν απλώς πληροφορίες, αλλά διαμορφώνουν τις απόψεις όσων τα παρακολουθούν, για τη ζωή και το νόημά της, κατευθύνουν τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους, επηρεάζουν τον αξιολογικό προσανατολισμό τους, και δημιουργούν εωσφορική οίηση στον άνθρωπο, χρειάζεται τόσο η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης όσο και της ιεροπρεπούς σεμνότητας, της ταπείνωσης και του μέτρου στη ζωή όλων, και κυρίως των θεολόγων, που θα κληθούν «καὶ ἑτέρους διδάξαι».
Ο αρχαίος ρήτορας Δημοσθένης έλεγε, ως αποτέλεσμα πολυετούς παρατήρησής του, ότι «αὐχμός νοῦ, ἐπομβρία λόγων». Και η διαπίστωση πως έχουμε σήμερα πλεόνασμα λόγων επιβεβαιώνει πως έχουμε, αν όχι «αὐχμόν νοῦ», τουλάχιστον «λιμόν πράξεως». Τόσα εκπαιδευτήρια, τόσα προγράμματα Παιδείας, αναρίθμητες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και πληθωρισμός θεωριών και ο άνθρωπος πεινά και διψά για πράξη, για συνέπεια, για πνευματική ζωή.
Οι «χρεῖες» των καιρών δεν εξαντλούνται στο κήρυγμα, στη λατρεία ή στη διδασκαλία μέσα στους ναούς από θεολόγους κληρικούς. Εξικνούνται στο ενοριακό κοινωνικό έργο με λαϊκούς θεολόγους βοηθούς των κληρικών, φτάνουν στα σχολεία με τους καθηγητές των θρησκευτικών που θα αντιλαμβάνονται την αγωνία της στιγμής και τις δυσκολίες των καιρών, εκτείνονται σ’ όλη την κοινωνία. Από τη Σχολή, που «χρησταῖς ταῖς ἐλπίσιν» εγκαινιάζουμε σήμερα, αναμένουμε να προέλθουν «ἂνδρες(καὶ γυναῖκες ἀσφαλῶς) μαρτυρούμενοι πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας οἳτινες καταστήσονται ἐπί τῆς χρείας ταύτης» (Πρβλ. Πρ.6,3).
Η Εκκλησία από τους θεολόγους της δεν περιμένει, ασφαλώς, να αλλάξουν τον κόσμο, ούτε να ανατρέψουν τις δομές της κοινωνίας. Περιμένει, όμως, να δώσουν εκείνη τη σπίθα που θα γίνει πυρκαγιά στις καρδιές των ανθρώπων, για να ξανασυναντήσουν τον Χριστό. Να αποδείξουν ότι η Εκκλησία δεν είναι μουσείο, όπου φυλάσσονται θησαυροί του παρελθόντος∙ δεν είναι μια ιδεολογία ανάμεσα στις πολλές που ζητεί πρόσκαιρα οπαδούς για να κυριαρχήσει∙ δεν είναι δικαστήριο απόδοσης, με τρόπο αμείλικτο, ευθυνών. Είναι η οικογένειά μας, ο αγαπητικός χώρος μας, που μας περιμένει, ακόμα και αν έχουμε αποδημήσει «εἰς χώραν μακράν». Είναι αυτός ένας από τους κύριους στόχους της Σχολής.
Εξίσου σημαντικός στόχος είναι να γίνει η Σχολή κέντρο θεολογικών ζυμώσεων και συζητήσεων που να αναδεικνύουν το ήθος και την προσφορά της Εκκλησίας του Απ. Βαρνάβα στον Χριστιανικό κόσμο. Η Εκκλησία της Κύπρου, ο μεγαλύτερος και εκτενέστερος θεσμός συνέχειας στην ιστορία του τόπου αποτέλεσε, ταυτόχρονα, και έναν από τους σημαντικότερους τρόπους επικοινωνίας της νήσου με τους άλλους λαούς και πολιτισμούς. Ευελπιστούμε ότι η Θεολογική Σχολή της Εκκλησίας της Κύπρου θα γίνει ο προχωρημένος πομπός και δέκτης σ’ αυτή την επικοινωνία∙ όχι μόνο με τις Θεολογικές Σχολές άλλων Εκκλησιών ή κρατών, αλλά και με όλο τον κόσμο.
Η Θεολογική μας Σχολή, την οποία παρά τις δυσκολίες που συναντήσαμε, παραδίδουμε σήμερα στην υπηρεσία του χριστεπωνύμου πληρώματος, έχει αναπόφευκτα, αφού δημιουργείται σ’ ένα χώρο και σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή, μια γεωγραφική και μιαν ιστορική συντεταγμένη. Κάθε μια απ’ αυτές τις συντεταγμένες ξεχωριστά, καθώς και οι δυο μαζί, δημιουργούν υποχρεώσεις και προδιαγράφουν καθήκοντα για μας.
Η γεωγραφική συντεταγμένη της Θεολογικής μας Σχολής σχετίζεται τόσο με την εγγύτητα της νήσου μας προς την Αγία Γη όσο και με τον Ελληνικό χαρακτήρα της. Και οι δυο αυτοί λόγοι συνετέλεσαν στη γρήγορη διάδοση του Χριστιανισμού στην Κύπρο και στην κατάταξη της Εκκλησίας μας στη χορεία των αρχαίων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, (μαζί με τις Εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων), των εχουσών το Αυτοκέφαλό τους επικυρωμένο από Οικουμενική Σύνοδο.
Στην Αλεξάνδρεια και στην Αντιόχεια η Θεολογική σκέψη και οι Θεολογικές Σχολές εμφανίστηκαν από πολύ νωρίς. Στην Κωνσταντινούπολη κάπως αργότερα – αφού αργότερα ιδρύθηκε η Βασιλεύουσα – αλλά και μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε και αναμένει την επαναλειτουργία της εκεί η Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα Ιεροσόλυμα παραμένει ακόμη νωπή η θύμηση λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού. Η ίδρυση της Σχολής μας εκπληρώνει μιαν υποχρέωσή μας, έστω και με καθυστέρηση, προς τους προγόνους μας, και προς την ιστορικότητα της Εκκλησίας μας. Προδιαγράφει, όμως, και το καθήκον μας για παροχή σ’ αυτήν των εφοδίων και τη δημιουργία των δυνατοτήτων για πρόοδο και δόξα.
Η ιστορική συντεταγμένη της Σχολής που αναφέρεται στους καιρούς κατοχής και δουλείας που διάγουμε, υπογραμμίζει μιαν άλλην υποχρέωση και υποτυπώνει συγκεκριμένη προσδοκία της Εκκλησίας:
Η Εκκλησία, και εμείς προσωπικώς, αναμένουμε από τη Θεολογική Σχολή στους δύσκολους αυτούς καιρούς κάτι περισσότερο από του να είναι μόνο κέντρο θεολογίας, επιστήμης και ήθους. Την θέλουμε να είναι προσανατολισμένη προς το όραμα της απελευθέρωσης του τόπου μας. Δεν αποτελεί τούτο αντίθεση προς τον πνευματικό χαρακτήρα και τις πνευματικές επιδιώξεις του ιδρύματος. Βασική αρχή της Ορθόδοξης Θεολογίας είναι η κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωσιν αυτού δημιουργία του ανθρώπου. Βασικό χαρακτηριστικό της εικόνας του Θεού είναι η ελευθερία. Όποιος αποδέχεται αδιαμαρτύρητα την υποδούλωση και δεν προσπαθεί να απαλλαγεί απ’ αυτή, αμαυρώνει «τὸ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» εις τον άνθρωπο. Η προβολή λοιπόν της «Θεολογίας τῆς ἀπελευθέρωσης» και ο τονισμός των αξιών της πίστης, της πατρίδας, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας θα είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της Σχολής.
Ευχαριστώντας θερμώς όλους εκείνους, οι οποίοι συνέβαλαν στη, σε πολύ σύντομο χρόνο, διεκπεραίωση όλων των απαραίτητων εγγράφων και τη λήψη από το Υπουργείο Παιδείας της σχετικής άδειας καθώς και εκείνων, οι οποίοι προσέφεραν χρήματα ή υπηρεσίες στην ετοιμασία των κτηρίων και της όλης υποδομής της Σχολής, θα ήθελα να απευθυνθώ στους καθηγητές και στους φοιτητές της Σχολής:
Ως πρωτοπόροι στη λειτουργία της Σχολής αναλαμβάνετε, κύριοι καθηγητές, δυσκολότατο έργο. Δεν θα ακολουθήσετε προϋπάρχουσα παράδοση ούτε και θα κινηθείτε σε υπάρχουσες γραμμές. Εσείς θα δημιουργήσετε τις γραμμές πάνω στις οποίες, ως άλλος συρμός, θα κινηθεί η Σχολή. Είμαι σίγουρος ότι και θέληση έχετε και πείρα διαθέτετε. Οι ευλογίες της Εκκλησίας και προπάντων η πανσθενουργός δεξιά του Υψίστου, θα σας ενισχύουν.
Και εσείς αγαπητοί φοιτητές, είστε προνομιούχοι γιατί πρώτοι θα φοιτήσετε στη Σχολή και, συν Θεώ, μετά από τέσσερα χρόνια θα είστε οι πρώτοι της απόφοιτοι. Από την επίδοση και την επιμέλειά σας θα κριθεί εν πολλοίς και η φήμη της Σχολής. Πέραν των γνώσεων, του ήθους και του εκκλησιαστικού φρονήματος που θα αποκτήσετε εδώ, προσπαθήστε να χαλκεύσετε μεταξύ σας φιλίες και να σφυρηλατήσετε δεσμούς, που να μείνουν ακατάλυτοι και ανεπηρέαστοι από την πάροδο του χρόνου, διά των οποίων να επιτελείται καλύτερα η διακονία της Εκκλησίας και του λαού μας.
Ευχαριστώ και όλους εσάς, που με την παρουσία σας εκφράζετε τη συμπαράστασή σας στο αναλαμβανόμενο δύσκολο, αλλά θεάρεστο αυτό έργο. Είμαστε σίγουροι ότι ο εν Τριάδι προσκυνούμενος Θεός ημών θα ευλογήσει το έργο τούτο και η Θεολογική μας Σχολή σύντομα θα αναδειχθεί σε μια ζωντανή κυψέλη που θα παράγει το γλυκύ μέλι της κατά Θεό σοφίας και θα ετοιμάζει κήρυκες και υπηρέτες της Εκκλησίας και της Πατρίδας