Φυσικό είναι οι σοβαρές κρίσεις στη Μέση Ανατολή και σε μια πλειάδα σημαντικών κρατών, οι εκφραζόμενοι φόβοι για επερχόμενη μεγάλη ύφεση και ένα σωρό άλλα εκρηκτικά προβλήματα του κόσμου να μονοπωλούν συχνά την επικαιρότητα και την προσοχή κοινής γνώμης και πολιτικών ηγεσιών. Φυσικό είναι γιατί οι κρίσεις αυτές θα επηρεάσουν τη μορφή του κόσμου όπου ζούμε.

* Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας

Αλλά, βέβαια, για να την επηρεάσουν πρέπει κατ΄ αρχήν ο κόσμος να… εξακολουθεί να υπάρχει, τουλάχιστον με μια μορφή κάπως κοντινή προς αυτή που γνωρίζουμε. Η δραματική πολιτική, οικονομική ή γεωπολιτική πραγματικότητα την σπρώχνει ενίοτε εκτός κύριας επικαιρότητας, εντούτοις η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά και επέρχεται σφοδρότερη και ταχύτερα από όσο αρχικά προβλεπόταν.

Αυτό τουλάχιστο υπογραμμίζει μια πλειάδα ανακοινώσεων των εγκυρότερων διεθνών επιστημονικών οργανισμών, που αναθεωρούν τώρα επί τα χείρω τις προβλέψεις τους, στη βάση τόσο των πιο πρόσφατων μετρήσεων που πραγματοποιούν, αλλά και της πολύ αυξημένης υπολογιστικής ισχύος που έχουν πλέον αποκτήσει, ισχύς που τους επιτρέπει να καταρτίσουν πολύ λεπτομερέστερα μοντέλα για το κλίμα της Γης και την εξέλιξή του από ό,τι πριν από πέντε ή δέκα χρόνια.

Ενίοτε οι οργανισμοί αυτοί κάνουν λόγο ακόμα και για πραγματικά «αποκαλυπτικά» σενάρια αύξησης της μέσης θερμοκρασίας της Γης πολύ πάνω από τους δύο βαθμούς Κελσίου, εν σχέσει με την προβιομηχανική εποχή. Τώρα βρισκόμαστε στον ένα βαθμό πιο πάνω, και η συμφωνία των Παρισίων έχει θέσει ως επιδίωξη τον ενάμιση βαθμό, με ανώτερο όριο τους 2 βαθμούς, πάνω από τους οποίους κυριολεκτικά «ένας Θεός ξέρει τι θα γίνει». Στη περιοχή αυτή αύξησης της μέσης θερμοκρασίας θα αρχίσουν να εμφανίζονται «υπαρξιακά» προβλήματα για κοινωνίες και κράτη και πιο πάνω θα τεθεί ενδεχομένως εν κινδύνω η ίδια η επιβίωση του ανθρώπου και των ανώτερων μορφών ζωής.

Το χειρότερο είναι ότι, από ένα σημείο και πέρα που ίσως δεν είναι πολύ μακριά, η κατάσταση κινδυνεύει να καταστεί μη αντιστρέψιμη, σύμφωνα με δύο μελέτες που δημοσιεύτηκαν στα Πρακτικά της Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ. Ο πλανήτης κινδυνεύει να μπει πλέον σε αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία υπερθέρμανσης, σε άλλη «κλιματική τροχιά» και να εγκλωβιστεί σε «παγίδα θερμότητας» (Hothouse Earth). Ότι και να κάνουμε, δεν θα μπορέσουμε να τον επαναφέρουμε στην προηγούμενη κατάσταση.

 

Οι προβλέψεις των Γάλλων επιστημόνων

Στη Γαλλία έχει συγκροτηθεί μια ειδική ομάδα για την παρακολούθηση της κλιματικής αλλαγής από εκατό επιστήμονες και μηχανικούς, προερχόμενους από το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας (CNRS), την Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (CEA), τη Μετεωρολογική Υπηρεσία και άλλους οργανισμούς. Η τελευταία έκθεσή τους ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο φέτος (η προηγούμενη χρονολογείται από το 2012), και αποσκοπεί να τροφοδοτήσει την καινούρια μελέτη για το θέμα που ετοιμάζει το Διακυβερνητικό Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.

Το βασικό συμπέρασμα της νέας μελέτης των Γάλλων είναι ότι η κλιματική αλλαγή θα είναι πολύ πιο έντονη από όσο προβλεπόταν, όποια μάλιστα και αν είναι τα μέτρα που θα ληφθούν για να την αναχαιτίσουν.

Οι επιστήμονες ανέπτυξαν δύο διαφορετικά κλιματικά σενάρια, ένα «καλό» και ένα «κακό», εξετάζοντας ταυτόχρονα και διάφορες «ενδιάμεσες» περιπτώσεις, ανάλογα με τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν.

Το πώς θα εξελιχθεί το κλίμα της Γης είναι καθαρά πολιτικό ζήτημα. Δεν θα καθοριστεί από κάποιους φυσικούς παράγοντες, αλλά από τις οικονομικές πολιτικές που θα ασκηθούν, το επίπεδο διεθνούς συνεργασίας, το κατά πόσο θα περάσουμε σε χρήση ηλεκτρισμού στα αυτοκίνητα, από το αν θα μεταβάλλουμε την ατομική καταναλωτική μας συμπεριφορά κλπ. Μιλάμε στην πραγματικότητα για το σύνολο των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δομών της ανθρωπότητας, τον πολιτισμό της δηλαδή.

 

Το αισιόδοξο σενάριο

Το πιο αισιόδοξο σενάριο των Γάλλων προϋποθέτει μεταξύ άλλων μια ισχυρή διεθνή συνεργασία, προτεραιότητα στη βιώσιμη ανάπτυξη, άμεση μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) με μετάβαση σε ενέργειες «χαμηλού άνθρακα», μετάβαση στα ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα, αλλαγή καταναλωτικής συμπεριφοράς, επίτευξη «ουδετερότητας άνθρακα» (ισοδυναμία εκπομπών και συλλήψεων άνθρακα από την ατμόσφαιρα) περί το 2060, αύξηση της σύλληψης άνθρακα από την ατμόσφαιρα σε 10 με 15 δισ. τόνους ετησίως έως το 2100 (κάτι ανέφικτο στο παρόν στάδιο της τεχνολογίας).

Αν αυτά γίνουν θα καταστεί δυνατό να παραμείνει η αύξηση της θερμοκρασίας της Γης στο κατώφλι των 2 βαθμών Κελσίου πάνω από την προβιομηχανική εποχή.

Αυτό δεν σημαίνει ότι θα αποφύγουμε τις καταστροφές (συμβαίνουν άλλωστε ήδη από σήμερα που είμαστε στον ένα βαθμό πάνω). Ακόμα και στο σενάριο των 2 βαθμών, η ανύψωση π.χ. της στάθμης των θαλασσών κατά 10 εκατοστά, θα περιορίσει την επικράτεια των παράκτιων κρατών, δημιουργώντας γεωπολιτικά προβλήματα και οδηγώντας σε μετανάστευση δέκα εκατομμύρια ανθρώπους, εκτός αν κτιστούν τείχη να τους προστατεύουν από τα νερά, όπως στην Ολλανδία. Ιδιαίτερα έντονο θα είναι το πρόβλημα με τα μικρά νησιά- κράτη του Ειρηνικού που απειλούνται με εξαφάνιση ή με τις χώρες που μεγάλα αστικά κέντρα είναι χτισμένα δίπλα στη θάλασσα.

Ένα βασικό πλεονέκτημα του «καλού σεναρίου» είναι ότι θα δώσει κάποιο χρόνο στους κοινωνικούς σχηματισμούς και τα φυσικά οικοσυστήματα να προσπαθήσουν να προσαρμοσθούν κάπως στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.

 

Ενδιάμεσα σενάρια

Το ενδιάμεσο σενάριο θα επέλθει αν συνεχίσουμε περίπου να κάνουμε αυτά που κάνουμε μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δηλαδή οι οικονομίες μας θα καθορίζονται από το ίδιο μονομερές, «υπερ-παραγωγικό» (productiviste) μοντέλο, με δυσκολίες εφαρμογής στην πράξη των κλιματικών πολιτικών, χωρίς ιδιαίτερες τεχνολογικές καινοτομίες για τα προβλήματα της ποιότητας του αέρα, συνεχίζοντας την κατασκευή θερμοηλεκτικών και πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής και χωρίς μείζονα είσοδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ένα σενάριο όχι και τόσο απίθανο, αν σκεφτεί κανείς τις αντιστάσεις και τις δυσκολίες αλλαγής των θεμελιωδών οικονομικο-κοινωνικών, αν όχι και πολιτιστικών δομών.

Σε μια τέτοια περίπτωση, η αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας θα φτάσει τους 4 με 6 βαθμούς το 2100, προκαλώντας έντονες κλιματικές πιέσεις, συχνότερα και εντονότερα κύματα καύσωνα, σημαντικότερες περιόδους έντονης ξηρασίας, αλλαγή των εποχών που θα επηρεάσει τις σοδειές και την παραγωγή τροφίμων.

Επιπλέον τα φαινόμενα αυτά θα συνδυασθούν με την αύξηση της στάθμης των θαλασσών που, στο ενδιάμεσο σενάριο, θα κυμανθεί κάπου μεταξύ 10 και 70 εκατοστών, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα και εντάσεις στα παράκτια κράτη.

 

Το κακό σενάριο

Το «κακό σενάριο» προβλέπει μια αύξηση κατά εξίμισι με επτά βαθμούς Κελσίου της μέσης θερμοκρασίας της Γης το 2100. Αυτό θα συμβεί, υπογραμμίζουν οι επιστήμονες, στην περίπτωση μιας γρήγορης οικονομικής ανάπτυξης, στηριγμένης στα ορυκτά καύσιμα. Να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι στη τελευταία έκθεση του παγκόσμιου Διακυβερνητικού Πάνελ του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή (2014), που χρησίμευσε ως βάση για τη Συμφωνία των Παρισίων, το χειρότερο σενάριο προέβλεπε μια αύξηση 4,8 βαθμών (ήδη απειλητική για την ίδια τη ζωή).

 

Τι μπορεί να σημαίνουν αυτά;

Οι επίσημοι οργανισμοί προσπαθούν να είναι κάπως συγκρατημένοι και να μην κάνουν πολύ συγκεκριμένες προβλέψεις για τις συνέπειες που θα έχουν όλα αυτά στις ανθρώπινες κοινωνίες. Υποθέτει κανείς ότι προτιμούν, όσο γίνεται, να μείνουν στο αυστηρά τεχνοκρατικό, επιστημονικό και «επίσημο» πλαίσιο της αποστολής τους, αποφεύγοντας να εμπλακούν έστω και εμμέσως σε πολιτικές διαμάχες. Όλοι βεβαίως τονίζουν την αναγκαιότητα ριζικής μεταβολής των οικονομικών και κοινωνικών δομών, αποφεύγουν όμως να την προσδιορίσουν συγκεκριμένα.

Άλλοι επιστήμονες και οικολόγοι δεν είναι όμως καθόλου συγκρατημένοι ως προς τις προβλέψεις και προειδοποιήσεις τους για το τι θα συμβεί αν η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας αυξηθεί π.χ. κατά 4 βαθμούς, με σενάρια που μοιάζουν με κάτι μεταξύ Αποκάλυψης του Ιωάννη και Κόλασης του Δάντη.

Μία από τις αυθεντίες της ευρωπαϊκής κλιματολογίας, ο Γερμανός Joachim Schellnhuber, αποχωρώντας πέρυσι από τη διεύθυνση του Ινστιτούτου για το Κλίμα του Πότσνταμ, δημοσίευσε μια μελέτη που υποστηρίζει ότι στους τέσσερις βαθμούς τα φυσικά συστήματα δεν θα μπορούν να στηρίξουν την επιβίωση άνω του ενός δισ. ανθρώπων. Ανάλογη είναι και η πρόβλεψη του Kevin Anderson, από το φημισμένο Κέντρο Tyndall για την κλιματική αλλαγή, που υπογραμμίζει ότι στους 4 βαθμούς θα επιβιώσει μόνο το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η Μέση Ανατολή κινδυνεύει να γίνει ακατοίκητη, η Νότια Ευρώπη να ερημοποιηθεί και τα καλοκαίρια να κάνει τόση ζέστη στην Ελβετία όσο κάνει στη Βαγδάτη σήμερα.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025