Παρά την φιλολογία των τελευταίων ημερών για το αν ο ΕΝΦΙΑ έγινε τελικά δικαιότερος ή ακόμη πιο άδικος, υπάρχουν τρία μυστικά του φόρου τα οποία επιβαρύνουν περισσότερο πλούσιους και φτωχούς ανεξάρτητα από το μέγεθος της ακίνητης περιουσίας τους.
1. Για τον υπολογισμό του κύριου ΕΝΦΙΑ, το υπουργείο Οικονομικών καθιέρωσε μία κλίμακα συντελεστών βασικού φόρου. Οι συντελεστές αυτοί αυξάνουν όσο υψηλότερα είναι τα επίπεδα των τιμών ζώνης ανά τ.μ. που ισχύουν στις περιοχές στις οποίες βρίσκονται τα κτίσματα.
Οι συντελεστές του βασικού φόρου ξεκινούν από τα 2 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο για κτίσματα που βρίσκονται σε περιοχές με τιμές ζώνης μέχρι 500 ευρώ ανά τ.μ. και φθάνουν μέχρι τα 13 ευρώ ανά τ.μ. για τα κτίσματα που βρίσκονται σε περιοχές με τιμές ζώνης άνω των 5.000 ευρώ.
Οι «τιμές ζώνης ανά τ.μ.» που ελήφθησαν υπ’ όψιν για την κλιμάκωση των συντελεστών του βασικού φόρου ήταν οι αντικειμενικές τιμές ανά τ.μ. οι οποίες ισχύουν ανά περιοχή για νεόδμητα διαμερίσματα 1ου ορόφου με πρόσοψη σε έναν δρόμο. Δηλαδή, η βάση υπολογισμού του κύριου ΕΝΦΙΑ ήταν οι αντικειμενικές αξίες νεόκτιστων διαμερισμάτων 1ου ορόφου με μία μόνο πρόσοψη σε δρόμο, μόνο που δεν είναι όλα τα κτίσματα νεόδμητα. Αυτό σημαίνει ότι παλαιότερα ακίνητα πλήρωσαν μεγαλύτερο φόρο ενώ νεόδμητα ρετιρέ πλήρωσαν αναλογικά μικρότερο φόρο για τα ίδια τετραγωνικά αν βρίσκονταν στην ίδια περιοχή.
2. Ο φόρος που προέκυψε για κάθε κτίσμα, όσο παλαιό κι αν ήταν, δεν μειώθηκε λόγω παλαιότητας, καθώς δεν εφαρμόστηκαν οι μειωτικοί συντελεστές παλαιότητας 0,6 έως 0,9 που ισχύουν κανονικά για τα ακίνητα «ηλικίας» ενός έτους και άνω. Οι μειωτικοί αυτοί συντελεστές εφαρμόστηκαν στον υπολογισμό του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ (ο οποίος το 2016 επιβλήθηκε σε όσους κατείχαν, αστική ακίνητη περιουσία αντικειμενικής αξίας άνω των 200.000 ευρώ).
Εφαρμόζονται επίσης και κατά τον υπολογισμό των φόρων στις μεταβιβάσεις, τις κληρονομιές, τις δωρεές και τις γονικές παροχές ακινήτων. Αντιθέτως, για τον υπολογισμό του κύριου ΕΝΦΙΑ χρησιμοποιήθηκαν κάποιοι άλλοι… εξωπραγματικοί «συντελεστές παλαιότητας» που, αντί να μειώνουν, αυξάνουν τον φόρο όσο πιο νέο είναι ένα κτίσμα!
Οι «συντελεστές παλαιότητας» που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του κύριου ΕΝΦΙΑ ήταν αυξητικοί, όχι μειωτικοί όπως θα ήταν το δίκαιο: ξεκινούν από το 1 για κτίσματα που έχουν ανεγερθεί από το 1930 μέχρι και πριν από 26 χρόνια και φθάνουν μέχρι το 1,25 για κτίσματα που έχουν κατασκευαστεί την τελευταία τετραετία! Έτσι, ενώ ο βασικός φόρος υπολογίστηκε με βάση τις αντικειμενικές αξίες ολοκαίνουργιων κτισμάτων, δεν μειώθηκε καθόλου για όσα από τα κτίσματα αυτά έχουν παλαιότητα άνω των 25 ετών, ενώ για όσα έχουν παλαιότητα από 25 έτη έως και 1 έτος ο βασικός φόρος (αν και αντιπροσωπεύει -επαναλαμβάνουμε- αντικειμενικές τιμές καινούργιων κτισμάτων) προσαυξήθηκε περαιτέρω κατά 5% έως και 25%, καθώς οι… «συντελεστές παλαιότητας» που χρησιμοποιήθηκαν κλιμακώνονται από 1,05 έως 1,25!
3. Μια ακόμη παράνομη μεθόδευση εφαρμόζεται από το υπουργείο Οικονομικών στον υπολογισμό του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ. Η παγίδα στον συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ είναι ο μη συνυπολογισμός των οφειλών που βαρύνουν τα ακίνητα. Θα έπρεπε δηλαδή κανονικά να προβλέπεται ότι από τη συνολική αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας, η οποία απομένει προς φορολόγηση με την κλίμακα του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, μετά την αφαίρεση του αφορολόγητου ορίου των 300.000 ευρώ για την περίοδο 2014-2015 και των 200.000 ευρώ για το 2016, εκπίπτει το ανεξόφλητο υπόλοιπο των στεγαστικών δανείων που έχουν ληφθεί από τον φορολογούμενο και βαρύνουν την ακίνητη περιουσία του. Το εκπεστέο ανεξόφλητο υπόλοιπο στεγαστικών δανείων θα έπρεπε να είναι αυτό το οποίο είχε διαμορφωθεί την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους φορολόγησης.
Η έκπτωση του ανεξόφλητου υπολοίπου των στεγαστικών δανείων είχε ισχύσει στον Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας που θεσπίστηκε το 1997 (με τον νόμο 2459/1997) και ίσχυσε μέχρι και το 2007. Είναι, δηλαδή, μια νομοθετική ρύθμιση που καθιστά δικαιότερο τον τρόπο υπολογισμού κάθε φόρου που υπολογίζεται επί της αξίας της κατεχόμενης ακίνητης περιουσίας.