Τα πρώτα απτά δείγματα ανάσχεσης του brain drain (μαζική μετανάστευση επιστημόνων) αλλά και του brain waste (ετεροαπασχόληση σε εργασίες χαμηλής εξειδίκευσης) είναι ορατά, όπως καταδεικνύει μεγάλη έρευνα του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται μεταξύ των νέων επιστημόνων, παραθέτει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Τομέας Έρευνας και Καινοτομίας του υπουργείου Παιδείας, του οποίου προΐσταται ο αναπληρωτής υπουργός Κώστας Φωτάκης.
Ενδεικτικά, δημιουργήθηκαν 1.000 νέες θέσεις μελών ΔΕΠ στα ΑΕΙ και 100 νέες θέσεις ερευνητών στα Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ) της χώρας για το 2017-2018 μετά από περίοδο επταετούς «ξηρασίας». Επιπλέον, για το 2019 έχουν προβλεφθεί 152 νέες θέσεις τεχνικού και διοικητικού προσωπικού για τα ερευνητικά κέντρα που θα καλυφθούν με διαδικασίες ΑΣΕΠ.
Σημαντικό εργαλείο ως προς την ανάσχεση του φαινομένου που είναι γνωστό και ως «διαρροή εγκεφάλων» θεωρείται από την κυβέρνηση το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), το οποίο ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2016. Χάρις στη χρηματοδότηση του Ιδρύματος, σύμφωνα με τα στοιχεία, επέστρεψε στην έρευνα το 34% από τους 566 υποψήφιους διδάκτορες και το 17% από τους 188 μεταδιδάκτορες των δύο πρώτων προκηρύξεων του ΕΛΙΔΕΚ που απασχολούνταν σε μη ερευνητικές δραστηριότητες.
Άλλα στοιχεία μαρτυρούν ότι:
Το 45% των υποψηφίων διδακτόρων θα έφευγε από τη χώρα αν δεν λάμβανε την υποτροφία του ΕΛΙΔΕΚ
Το 79% των μεταδιδακτόρων προέρχονταν από ΑΕΙ και ερευνητικά κέντρα της χώρας και 21% επέστρεψαν από αντίστοιχα ιδρύματα του εξωτερικού
Το 49% των μεταδιδακτόρων θα έφευγε από τη χώρα αν δεν λάμβανε την υποτροφία του ΕΛΙΔΕΚ
Το 72% των μεταδιδακτόρων που επέστρεψαν από το εξωτερικό, το αποφάσισαν χάρις στη χρηματοδότησή τους από το ΕΛΙΔΕΚ
1278 θέσεις εργασίας για νέους επιστήμονες δημιουργήθηκαν από τις δύο πρώτες προκηρύξεις του ΕΛΙΔΕΚ, εκ των οποίων 370 νέες θέσεις για μεταδιδάκτορες, 186 για υποψήφιους διδάκτορες και 140 για εξειδικευμένο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό.
Το ΕΛΙΔΕΚ θεωρείται η ναυαρχίδα της πολιτικής για την αντιμετώπιση των brain drain και brain waste. Στην ίδια κατεύθυνση, ωστόσο, δημιουργήθηκαν 28 βασικές υποδομές που λειτουργούν σε ελληνικά ΑΕΙ και ΕΚ στηρίζονται από την Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας με το συνολικό ποσό των 91 εκατ. ευρώ.
Δημιουργήθηκαν επίσης οι λεγόμενες «Υποδομές Εμβληματικών Δράσεων» συνολικού προϋπολογισμού 64 εκατ. ευρώ, που αφορούν την ναυπήγηση ωκεανογραφικού ερευνητικού σκάφους και την δημιουργία Δικτύου για την παρακολούθηση της Κλιματικής Αλλαγής.
Τέλος, με 45 εκατ. ευρώ ενισχύθηκαν οι ερευνητικές υποδομές της περιφέρειας με το πρόγραμμα Περιφερειακής Αριστείας που θα προκηρυχθεί άμεσα.
Σημειώνεται επίσης ότι το 2017 οι συνολικές δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη ξεπέρασαν τα 2 δισ. ευρώ ποσό που αντιστοιχεί στο 1,13% του ΑΕΠ. Όπως αναφέρεται από το υπουργείο, είναι το μεγαλύτερο ποσό που έχει ποτέ διατεθεί στη χώρα είτε σε απόλυτους αριθμούς ή σε ποσοστό του ΑΕΠ.
Πρόσφατα ανακοινώθηκε, από την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης (ΕΥΔΕ-ΕΤΑΚ) της ΓΓΕΤ, η επικείμενη κατανομή δημόσιων πόρων συνολικού ύψους 360 εκατ. ευρώ από το πρόγραμμα «Ερευνώ – Δημιουργώ – Καινοτομώ» σε 576 ερευνητικά έργα, από τα οποία τα 414 αφορούν συνεργασίες επιχειρήσεων με δημόσιους ερευνητικούς φορείς. Πρόκειται για χαρακτηριστικό παράδειγμα όσον αφορά το ύψος της χρηματοδότησης και υπολογίζεται να στηρίξει περί τις 4.000 νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Έλληνες επιστήμονες στο εξωτερικό – Ευκαιρίες αλλά και νόστος
Στα χρόνια της κρίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat ο αριθμός των Ελλήνων επιστημόνων με υψηλό βαθμό εξειδίκευσης που μετανάστευσαν στο εξωτερικό σχεδόν δεκαπλασιάστηκε.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα περισσότεροι από 250.000 Έλληνες επιστήμονες να εργάζονται σήμερα στο εξωτερικό. Ο αριθμός αντιστοιχεί, σύμφωνα με σχετικές δηλώσεις του γενικού γραμματέα Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων Λόη Λαμπριανίδη τον Μάιο του 2018, στο 12% των πτυχιούχων ελληνικών πανεπιστημίων. Από αυτούς, η συντριπτική πλειοψηφία αφορά γιατρούς και μηχανικούς, καθώς στους συγκεκριμένους τομείς η ζήτηση στο εξωτερικό είναι τεράστια, ενώ την ίδια ώρα οι προοπτικές απασχόλησης στο εσωτερικό εξαιρετικά περιορισμένες.
Η ελευθερία κίνησης, εγκατάστασης και εργασίας εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιστά τα οικονομικά ισχυρότερα κράτη-μέλη σχεδόν αυτονόητο προορισμό για χιλιάδες επιστήμονες, όχι μόνο από την Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Πλατφόρμας «Γέφυρες Γνώσης» (knowledgebridges.gr) του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, αν και -λόγω ακριβώς της ελευθερίας κίνησης- είναι πρακτικά αδύνατο να εντοπίσει κανείς με ακρίβεια πόσοι Έλληνες εργάζονται σε κάθε χώρα της ΕΕ, είναι σαφές ότι ο μεγαλύτερος αριθμός συγκεντρώνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και ακολουθούν η Ολλανδία, η Γερμανία και η Σουηδία.
Σε ό,τι αφορά τη μετανάστευση επιστημόνων στην Ευρώπη μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι: Ρήγας Γεώργιος Ζαπουνίδης, Ηλίας Δάρας, Κωνσταντίνος Βάσιος και Ευαγγελία Γεωργουλή, ενώ την δική του οπτική για τους Έλληνες επιστήμονες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ κατέθεσε ο Κωνσταντίνος «Kωστής» Ψιμόπουλος, γραμματέας και μέλος του ΔΣ του Κύκλου Ελλήνων Ακαδημαϊκών Βοστώνης.
Ρήγας Γεώργιος Ζαπουνίδης: Το brain drain περιορίζει τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας
Ο Ρήγας Γεώργιος Ζαπουνίδης, Γραμματέας της Λέσχης Ελλήνων Επιστημόνων του Μονάχου, Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Η/Υ βρέθηκε το 2011 στη Γερμανία για την εκπόνηση της μεταπτυχιακής του εργασίας στο πλαίσιο του προγράμματος Erasmus και αποφάσισε αμέσως μετά να μείνει στο Μόναχο, όταν πλέον στην Ελλάδα είχε εμπεδωθεί η δυσκολία απασχόλησης στον κλάδο του.
Σήμερα εργάζεται ως εξωτερικός συνεργάτης της αυτοκινητοβιομηχανίας και γνωρίζει από πρώτο χέρι την πραγματικότητα του «νεομετανάστη». Ο ίδιος έχει επωφεληθεί από την ελευθερία κίνησης που επιτρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν υποτιμά ωστόσο το γεγονός ότι εδώ και μερικά χρόνια βρίσκεται σε εξέλιξη συστηματική διαρροή επιστημονικού δυναμικού («brain drain»), η οποία σε ένα βαθμό περιορίζει, όπως λέει, τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Παρά τις θεμελιώδεις αλλαγές και τις δυσκολίες που επιφυλάσσει η μετανάστευση -ακόμη και υπό τις καλύτερες συνθήκες- ο κ. Ζαπουνίδης συμβουλεύει τους νέους επιστήμονες να την επιδιώξουν, έστω και αν τελικά δεν επιλέξουν να μείνουν στο εξωτερικό μεσοπρόθεσμα. «Η εμπειρία είναι πολύ ενδιαφέρουσα και πολύτιμη», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, αλλά προειδοποιεί ότι δεν θα πρέπει κανείς να λάβει μια τέτοια απόφαση «εν θερμώ».
Τα τελευταία χρόνια, λόγω και της δραστηριότητά του στη Λέσχη, έχει γνωρίσει πολλούς Έλληνες που, όπως κι εκείνος, αναζήτησαν την τύχη τους στη Γερμανία. Πολλοί έμειναν και έφτιαξαν εκεί τη ζωή τους, όπως οι επιστήμονες με τους οποίους συνομίλησε το ΑΠΕ-ΜΠΕ, κάποιοι επέστρεψαν, είτε επειδή, όπως λέει, «τα βρήκαν μπαστούνια» και δεν άντεξαν την πίεση είτε επειδή πήραν μια συνειδητή απόφαση επιστροφής, προετοιμασμένοι και για τις συνθήκες που θα αντιμετωπίσουν. Σήμερα η Λέσχη Ελλήνων Επιστημόνων του Μονάχου αριθμεί περί τα 100 ενεργά μέλη. Από αυτά περίπου τα 30 είναι νέοι πτυχιούχοι που έφτασαν στην Βαυαρία στα χρόνια της κρίσης.
Η Λέσχη ίσως να μην μπορεί να βοηθήσει άμεσα στην ανεύρεση εργασίας ή στέγης. Προωθεί ωστόσο την δικτύωση των επιστημόνων, συμβουλεύει όπου μπορεί και διοργανώνει συχνά εκδηλώσεις προβολής του ελληνικού πολιτισμού και διερεύνησης των πραγματικών διαστάσεων της νεομετανάστευσης, ενώ ενθαρρύνει την προσέγγιση και την αλληλοκατανόηση Ελλήνων και Γερμανών. Ο Ρήγας Γεώργιος Ζαπουνίδης σπεύδει ακόμη να αναδείξει και το πρόβλημα των ελληνικών σχολείων στην Γερμανία και δεν κρύβει ότι θα επιθυμούσε περισσότερη επικοινωνία και συνεργασία με τους επίσημους ελληνικούς φορείς. Ο ίδιος άλλωστε είναι βαθιά πεπεισμένος για τα οφέλη της ανταλλαγής απόψεων. Το μπλογκ του άλλωστε, το «ημερολόγιο ξενιτεμένου», είναι ακριβώς αυτό – ένα βήμα διαλόγου, με ισχυρές δόσεις νοσταλγίας για την πατρίδα.
Ηλίας Δάρας: Δεν έχω πει ακόμη δεν γυρίζω
Ο Ηλίας Δάρας είναι Τοπογράφος Μηχανικός, Πτυχιούχος του ΕΜΠ, με MsC στην Γεωδαισία και την Γεωπληροφορική από το ΚΤΗ Βασιλικό Ινστιτούτο της Στοκχόλμης και PhD στην Δορυφορική Γεωδαισία από το Πολυτεχνείο του Μονάχου και σήμερα εργάζεται στην Airbus. Μόνο και μόνο από αυτή την περιγραφή, θα περίμενε κανείς να ακούσει ότι ο κ. Δάρας δεν θέλει ούτε καν να σκεφτεί την επιστροφή του στην Ελλάδα, όπου οι προοπτικές απασχόλησης στον κλάδο του είναι μηδαμινές – κυρίως δε με αξιοπρεπείς αποδοχές. Κι όμως, όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, σκοπεύει να επιστρέψει στην πατρίδα «πολύ πριν από την σύνταξη – δεν έχω πει ακόμη δεν γυρίζω».
Με την ολοκλήρωση άλλωστε του μεταπτυχιακού του στην Σουηδία το 2008, επέστρεψε στην Αθήνα για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία και να εργαστεί, μάλλον ανυποψίαστος για την καταιγίδα που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει. Η κρίση τον βρήκε σε κάποιον δήμο, να κάνει πολύ λιγότερα από όσα ονειρευόταν και βεβαίως να αμείβεται πολύ λιγότερο από όσο θα ήθελε. Οι περισσότεροι συμφοιτητές του είτε εγκατέλειπαν τη χώρα είτε συμβιβάζονταν με «τακτοποιήσεις αυθαιρέτων», οπότε η μετανάστευση φαινόταν ως η μόνη επιλογή. Ήθελε εξάλλου να διερευνήσει τι μπορούσε να κάνει με τις σπουδές που είχε ήδη ολοκληρώσει και αισθανόταν -ακόμη αισθάνεται- διεθνής πολίτης.
Το πρώτο «σοκ» του αφορούσε την αξιοκρατία που βρήκε στο Μόναχο και αργότερα στην εξέλιξή του, η οποία ερχόταν «απλώς» ως λογική συνέχεια της προσπάθειάς του. «Με πονάει όμως που έχω φτιάξει τη ζωή μου μακριά από τον τόπο μου», θα πει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, καθώς μόλις πριν από λίγες ημέρες ήρθε στον κόσμο το πρώτο του παιδί, η μικρή Αθηνά.
Στην Ελλάδα δεν θεωρεί ότι έχουν αλλάξει αρκετά πράγματα από τότε που έφυγε. Κάποιες συνθήκες μάλιστα επιδεινώθηκαν, εκτιμά. «Είναι εμφανές ότι η χώρα δεν είναι σε θέση απλώς να… πάρει την στροφή και να περάσει στην ανάπτυξη, αλλά δεν θα περιμένω άλλα 30 χρόνια προκειμένου να διορθωθούν όλα», λέει συναισθηματικά φορτισμένος.
Το όνειρο της επιστροφής πάντως, αν και παραμένει ζωντανό, συνδέεται πλέον με όρους για τον 37χρονο μηχανικό: μια καλή δουλειά, ενδεχομένως συνδεδεμένη με το εξωτερικό και εξασφάλιση της οικογένειας. Τα χρήματα ο Ηλίας Δάρας γνωρίζει ότι δεν θα είναι ποτέ όσα στη σημερινή του θέση, αλλά είναι διατεθειμένος να βάλει έστω λίγο… νερό στο κρασί του, όπως και για τις παθογένειες του ελληνικού συστήματος, τις οποίες δεν βλέπει να θεραπεύονται. Σε αυτές τις παθογένειες, ο κ. Δάρας συμπεριλαμβάνει και την εκπαίδευση των νέων μηχανικών. Όπως λέει, οι σπουδές του στο Πολυτεχνείο της Αθήνας του έδωσαν πολύ γερές βάσεις, αλλά μόνο θεωρητικές, καθώς δεν υπάρχει ουσιαστική σύνδεση με την παραγωγή και ευκαιρίες τόσο για πρακτική εκπαίδευση όσο και για υψηλής ποιότητας απασχόληση, κάτι που, επισημαίνει, έχουν λύσει χώρες όπως η Γερμανία.
Ενθαρρύνει δε κάθε νέο επιστήμονα να αναζητήσει την εμπειρία του εξωτερικού, έστω και για λίγα χρόνια και ξαφνιάζει όταν αποκαλύπτει ότι ο ίδιος, φθάνοντας το 2009 στο Μόναχο δεν γνώριζε ούτε λέξη γερμανικά. Το γεγονός ότι εργαζόταν αρχικά στον τομέα της έρευνας του επέτρεψε να «επιβιώσει» χωρίς την τοπική γλώσσα, την οποία ωστόσο έμαθε σύντομα με εντατική μελέτη. Δέκα χρόνια μετά, έχει προσαρμοστεί πλήρως στο νέο περιβάλλον. Ανυπομονεί όμως να γνωρίσει στην μικρή Αθηνά την αληθινή της πατρίδα.
Κωνσταντίνος Βάσιος: Πολλοί από τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι θα γύριζαν στην Ελλάδα αύριο το πρωί
Ο Κωνσταντίνος Βάσιος ενσαρκώνει απολύτως τον πολίτη που πιθανότατα οραματίστηκαν οι πατέρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για εκείνον ο τόπος κατοικίας και εργασίας δεν έχει τόση σημασία όση έχει η ευρωπαϊκή ταυτότητα και βλέπει την ΕΕ περίπου όπως τις ΗΠΑ, ως έναν ενιαίο χώρο ζωής, εργασίας, δημιουργίας, εντός του οποίου μπορεί να μετακινείται χωρίς πρόβλημα. Ο ίδιος το περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια: «Κάθε φορά που έρχομαι στην Ελλάδα και κάθε φορά που επιστρέφω στο Μόναχο, δεν αισθάνομαι πλέον ότι αφήνω μια πατρίδα ή ότι επιστρέφω σε μια άλλη πατρίδα, υπάρχει σταδιακά μια ενοποίηση».
Στα 30 του άλλωστε ο κ. Βάσιος έχει κάθε δικαίωμα να θεωρεί την εσωτερική αγορά δεδομένη, ενώ ως ηλεκτρολόγος μηχανικός με ειδίκευση στην Ρομποτική δεν θα μπορούσε να μην έχει το βλέμμα του και πέρα από τα όρια της Ευρώπης. Στον κλάδο υπάρχει μια παγκόσμια αγορά, λέει και δεν αποκλείει τα επόμενα χρόνια να επιλέξει να εργαστεί είτε στην Αμερική είτε ακόμη και στην Κίνα.
Και η προοπτική επιστροφής; «Πολύ μικρή», λέει ευθέως στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και αναφέρεται στην «έλλειψη ρεύματος προόδου» σε επίπεδο πολιτικής εκπροσώπησης, στοιχείο που τον κρατά μακριά από την Ελλάδα, αλλά και στις καθημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο πολίτης στις συναλλαγές του με το κράτος. «Όταν έφτασα στην Βαυαρία ήμουν πολύ επιφυλακτικός και είχα προετοιμαστεί για το χειρότερο, αλλά όλα γίνονταν πολύ εύκολα και γρήγορα. Πρέπει να λύνουμε αυτά τα θέματα γρήγορα, για να προχωρούμε, να ασχολούμαστε με τα παραγωγικά, με τις δουλειές μας, τις επιστήμες μας, τα προϊόντα μας», περιγράφει και δηλώνει ευθέως ότι αυτό αποτελεί τη δική του «κόκκινη γραμμή» για την επιστροφή στην Ελλάδα, επιβεβαιώνοντας ότι δεν είναι τελικά μόνο οι οικονομικοί όροι που κρατούν τους Έλληνες μακριά.
«Αν έχω καλή δουλειά, σταθερότητα, καλύπτω τις βασικές μου ανάγκες και το λίγο παραπάνω, είμαι εντάξει. Στην Ελλάδα όμως δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή ούτε τα βασικά», εκτιμά και τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι αυτό που τον θλίβει είναι ότι αναπόφευκτα έχει χάσει σημαντικές στιγμές από τη ζωή των δικών του ανθρώπων που βρίσκονται στην Ελλάδα. Μιλώντας για τη γενιά του και όχι μόνο, ο κ. Βάσιος φαίνεται πεπεισμένος ότι το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας είναι εξαιρετικό και το -μεγάλο- κομμάτι του που βρίσκεται στο εξωτερικό συλλέγει ανεκτίμητης αξίας εμπειρίες και ερεθίσματα. «Αυτό το κεφάλαιο δεν μπορεί παρά να αποτελεί βασική μας ελπίδα για οποιαδήποτε μελλοντική αναγέννηση», υπογραμμίζει.
Πόσο πιθανό όμως είναι άνθρωποι σαν τον ίδιο, που φτιάχνουν τη ζωή τους μακριά από την Ελλάδα να πάρουν την απόφαση να γυρίσουν πίσω και μάλιστα όσο ακόμη είναι ενεργοί επαγγελματικά; «Ενώ εγώ προσωπικά εκμεταλλεύομαι τις ευκαιρίες της Ενωμένης Ευρώπης και του παγκόσμιου χωριού, μπορώ να μεταφέρω με βεβαιότητα ότι πολλοί από τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι εδώ στο Μόναχο θα γύριζαν στην Ελλάδα αύριο το πρωί, απλά και μόνο αν οι σπουδές τους έβρισκαν ένα ελάχιστο εργασιακό αντίκρισμα», απαντά και βάζει ουσιαστικά τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση.
Κάποιοι θα τον χαρακτήριζαν τυχερό, αφού την πρώτη του δουλειά ο Κωνσταντίνος Βάσιος την βρήκε μόλις λίγες ημέρες μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, στις «Ημέρες Καριέρας» της Αθήνας. Ο πρώτος του εργοδότης, μια γερμανική εταιρία τεχνολογίας, τον προσέλαβε αμέσως, παρά το γεγονός ότι δεν ήξερε καθόλου τη γλώσσα. Δεσμεύθηκε ωστόσο να μάθει πολύ γρήγορα, όπως και έγινε. Σε ένα εξάμηνο ήταν σε θέση να αναλάβει project και στον δεύτερο χρόνο είχε πλέον αποκτήσει σημαντική άνεση με την γλώσσα, κάτι το οποίο οι εργοδότες του θεωρούσαν ιδιαίτερα σημαντικό, αλλά ο ίδιος ομολογεί ότι το βρήκε εξαιρετικά αγχωτικό. Όπως λέει μάλιστα, δεν το συνιστά. Αυτό ίσως είναι και το μοναδικό του παράπονο σε ό,τι αφορά την εργασία στη Γερμανία. «Θα περίμενα σε έναν κλάδο όπως η Ρομποτική, σε έναν κόμβο τεχνολογίας όπως η Βαυαρία, το εργασιακό περιβάλλον να είναι περισσότερο διεθνές», σημειώνει ο 30χρονος μηχανικός που εργάζεται σήμερα για την εταιρία υψηλής τεχνολογίας/Ρομποτικής «Franka Emika», η οποία έγινε γνωστή για τον ρομποτικό βραχίονα «Panda», στο Μόναχο.
Το τελευταίο διάστημα, στον ελεύθερό του χρόνο μελετά Ιστορία. «Με ενδιαφέρει να μάθω πώς φτάσαμε ως εδώ», λέει και ξεκαθαρίζει ότι, αντίθετα από την κρατούσα αντίληψη, ο ίδιος δεν αντιμετώπισε ποτέ πρόβλημα με τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια της κρίσης – ειδικά στον χώρο εργασίας. Παρακολουθεί πάντα στενά τις εξελίξεις στην Ελλάδα και σκοπεύει να επιστρέψει για να ψηφίσει στις Ευρωεκλογές – λίγο πριν πάρει τη μηχανή του από το Μόναχο με προορισμό τα ελληνικά νησιά.
Ευαγγελία Γεωργουλή: Η προοπτική της επιστροφής είναι πάντα ζωντανή
Η Ευαγγελία Γεωργουλή είναι δερματολόγος. Εδώ και λίγους μήνες ζει στη Ζυρίχη και εργάζεται σε μεγάλη κλινική της Ελβετίας. Τα προηγούμενα δέκα χρόνια την βρήκαν στην Καρλσρούη – πρώτα για την ειδικότητα και ακολούθως για την αρχή της καριέρας της. Το εξωτερικό ήταν και για εκείνη μονόδρομος, καθώς μετά την αποφοίτησή της από την Ιατρική της Αθήνας και την ολοκλήρωση της Υπηρεσίας Υπαίθρου το 2006 θα έπρεπε να περιμένει από 8 έως και 12 χρόνια προκειμένου να βρει θέση για ειδικότητα σε νοσοκομείο.
Η ίδια διερεύνησε τις δυνατότητές της σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, πιστεύοντας πάντα ότι θα επρόκειτο για μια υπόθεση με ημερομηνία λήξης και ότι πέντε χρόνια αργότερα θα επέστρεφε στην Ελλάδα. Η σκέψη της Γερμανίας μάλιστα ομολογεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι αρχικά δεν την ενθουσίαζε, καθώς ούτε την γλώσσα γνώριζε, ενώ, όπως παραδέχεται, ήταν και κάπως επηρεασμένη από τα γνωστά στερεότυπα για τους Γερμανούς.
Στην Καρλσρούη ωστόσο βρήκε, εκτός από μια ευκαιρία για πολύ υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, εξαιρετικό εργασιακό περιβάλλον, σημαντικές επαγγελματικές προοπτικές και κλίμα εμπιστοσύνης από συνεργάτες και προϊσταμένους. Η ίδια δηλώνει απόλυτα ικανοποιημένη από την διαδρομή της εκεί και διευκρινίζει ότι η απόφασή της να εγκαταλείψει την πόλη είχε να κάνει όχι τόσο με τις οικονομικές απολαβές ή τις συνθήκες εργασίας, αλλά με το γεγονός ότι η ίδια αισθανόταν την ανάγκη για μια νέα πρόκληση, σε ένα πιο σύγχρονο, πιο «διεθνές» περιβάλλον, με διαφορετικές παραστάσεις.
Η Ζυρίχη, η οποία κάθε χρόνο βαθμολογείται μεταξύ των κορυφαίων πόλεων παγκοσμίως από άποψη ποιότητας ζωής, δεν χρειάζεται ασφαλώς διαφήμιση και τελικά αποδείχθηκε ακριβώς αυτό που είχε φανταστεί. Σημαντικό ρόλο έπαιξε βεβαίως και η εγγύτητα με την πατρίδα, καθώς, όπως λέει, δεν θα πήγαινε σε μια χώρα από όπου θα ήταν δύσκολο να ταξιδέψει προς την Ελλάδα και δεν θα έμενε μόνιμα κάπου, αν δεν μπορούσε να επιστρέφει συχνά.
Η Ελβετία για την Λία -όπως την φωνάζουν οι φίλοι της- Γεωργουλή είναι ιδανική ως χώρα άσκησης της Ιατρικής. Ωστόσο η Γερμανία προσφέρει, όπως λέει, πολύ υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης στους γιατρούς της -λόγω ασφαλώς και του μεγέθους της. Και στις δύο χώρες όμως οι συνθήκες απέχουν σημαντικά από την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι συνάδελφοί της στην Ελλάδα, αποφοιτώντας από το Πανεπιστήμιο. «Οι σπουδές μου στην Ιατρική της Αθήνας μου έδωσαν εξαιρετικές βάσεις και τεράστια αυτοπεποίθηση σε επιστημονικό επίπεδο, την οποία χρειαζόμουν ειδικά στην αρχή, όταν ακόμη δεν χειριζόμουν την γλώσσα με άνεση», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και συμβουλεύει στους γιατρούς που ενδιαφέρονται να μεταναστεύσουν στη Γερμανία ότι απαιτείται γνώση της γλώσσας τουλάχιστον στο επίπεδο Γ1.
Παρά το γεγονός ότι η Ελβετία την ικανοποιεί αυτή τη στιγμή απόλυτα, η προοπτική της επιστροφής είναι πάντα ζωντανή. «Ίσως σε μια δεκαετία και εφόσον θα έχω προηγουμένως εξασφαλίσει την οικονομική μου ανεξαρτησία», εξηγεί, αλλά αναγνωρίζει ότι οι προϋποθέσεις που θα ήθελε να υπάρχουν, μεταξύ άλλων σταθερό νομικό και φορολογικό πλαίσιο, εφαρμογή των νόμων, προστασία του ιατρικού επαγγέλματος και εφαρμογή ιατρικών πράξεων μόνο από γιατρούς, βάζουν ομολογουμένως τον πήχη πολύ ψηλά. «Οι συνθήκες μάλλον δεν θα αλλάξουν όσο ζω. Αν περιμένω όμως να αλλάξουν, ίσως και να μην γυρίσω ποτέ», συμπληρώνει και ομολογεί ότι όσο και να αισθάνεται άνετα στην Γερμανία και την Ελβετία, «σπίτι» της θεωρεί πάντα μόνο την Ελλάδα.
Κωνσταντίνος «Kωστής» Ψιμόπουλος
«Σε μία τέτοια διττή ερώτηση που είναι από τη φύση της πολύ σύνθετη, θα πρέπει να απαντήσει κανείς μάλλον με σύνθετο τρόπο, έτσι ώστε να προσπαθήσει να εξηγήσει και να αναλύσει το φαινόμενο της διαρροής αυτής. Αναφερόμενος σε αυτό το φαινόμενο το χαρακτηρίσατε ως διαρροή εγκεφάλων μεταφράζοντας από τον αγγλικό όρο brain drain, μια διατύπωση με την οποία καταρχήν δεν θα μπορούσα να πω ότι συμφωνώ. Είναι ίσως πιο δόκιμος ο όρος το ανθρώπινο κεφάλαιο, ή οι νέοι και οι νέες με υψηλά ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά προσόντα» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κωνσταντίνος “Kωστής” Ψιμόπουλος, Γραμματέας και μέλος του ΔΣ του Κύκλου Ελλήνων Ακαδημαϊκών Βοστώνης.
Και συνεχίζει: «Για να πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μετακίνηση, αποδημία, εκπατρισμός, ή μετανάστευση εκτός Ελλάδος περίπου 200 με 400 χιλιάδων νέων επιστημόνων ή αυτών που ανήκουν στην κατηγορία του εκπαιδευμένου προσωπικού, το οποίο γίνεται με πολλαπλάσιο ρυθμό σε σύγκριση με παλιότερες εποχές, και είναι ένα νούμερο που μόλις άκουσα προχθές να επιβεβαιώνεται στο άρτιο ρεπορτάζ του Σταμάτη Άστρα στην εκπομπή του στο ελληνικό ραδιόφωνο της Ελληνικής Ηχούς της περιοχής μας εδώ στην Βοστόνη σε μια αντίστοιχη συζήτηση».
Αναζητώντας, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τον όρο «brain drain» στο αγγλοελληνικό λεξικό της Οξφόρδης, βρίσκουμε ότι αποδίδεται ως εξήγηση «η απώλεια εκπαιδευμένου προσωπικού σε άλλη χώρα, που του προσφέρει μεγαλύτερες επαγγελματικές προοπτικές». Το Merriam Webster εξηγεί το «brain drain» ως την οικονομική μετανάστευση επαγγελματιών ή μορφωμένου ανθρώπινου δυναμικού από μια χώρα σε κάποια άλλη με στόχο τις καλύτερες οικονομικές απολαβές και συνθήκες εργασίας. Ιστορικά, ο όρος «brain drain» επινοήθηκε το 1963 από την Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου με γνώμονα την περιγραφή της μετανάστευσης των Βρετανών επιστημόνων στις ΗΠΑ. Αναλυτές όπως οι Freitas & Pecoud, 2012 και Koser & Salt, 1997 σχολιάζουν πως κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970, είχε γενικευτεί πλήθος ανησυχιών για την διαρροή επιστημόνων κυρίως από τις αναπτυσσόμενες και πιο φτωχές χώρες, αφού έχαναν τους πιο μορφωμένους τους πολίτες που μετανάστευαν στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο και θεωρούσαν πως αυτό ήταν επιζήμιο για το εθνικό τους συμφέρον και την οικονομική τους ανάπτυξη.
«Πέρα όμως από οποιαδήποτε διατύπωση τυγχάνει να προτιμάει ο κάθε αναγνώστης, το πιο κρίσιμο ερώτημα που παραμένει είναι το εξής: “Μπορεί να αποφευχθεί αυτό το φαινόμενο στο μέλλον, ή να αντιστραφεί, με αποτέλεσμα την επιστροφή αυτών που έφυγαν στην πατρίδα τους (μας) την Ελλάδα ή την παραμονή αυτών που τώρα σπουδάζουν εκεί;”» και προσθέτει:
«Το πρόβλημα δεν θα έπρεπε να εστιάζεται σε τροποποιήσεις που πρέπει να γίνουν στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογίας από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας. Δεν υπάρχει αργυρή σφαίρα “silver bullet” όπως λένε εδώ στην Αμερική, δηλαδή μία απλή και άμεση λύση για να αφανίσει το πρόβλημα αυτό. Ίσα-ίσα, υπάρχει πλήθος ενεργών επιστημόνων που σπούδασαν και έζησαν για πολλά χρόνια στο εξωτερικό, συγκεκριμένα στην περιοχή μας την ΒΑ ακτή των ΗΠΑ και οι οποίοι είναι σε σημαντικές ηγετικές θέσεις στον ακαδημαϊκό χώρο της Ελλάδας, και οι οποίοι καθημερινά πραγματοποιούν εξαιρετικό έργο στον τομέα τους με υψηλότατη ποιότητα έρευνας και τεχνολογίας, τόσο με διεθνή κριτήρια δημοσιεύσεων όσο και ευκαιριών για φοιτητές σε ελληνικά πανεπιστήμια.
Ένα παράδειγμα προς μίμηση είναι το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), του οποίο είμαι απόφοιτος (ΤΕΦΑΑ, 2003), και το οποίο έχει ως πρύτανη «έναν από εμάς» αν μπορεί να μου επιτραπεί η έκφραση, ο οποίος με τη σειρά του τότε είχε έρθει για μεταπτυχιακές σπουδές στις ΗΠΑ και μετά από δεκαετή καριέρα ως καθηγητής επέστρεψε για να αναλάβει θέση στο ΑΠΘ και να προσφέρει έργο αντλώντας από αυτά που έμαθε και που διδάχτηκε από τον τρόπο δράσης και σκέψης ως μέλος της ακαδημαϊκής ζωής στις ΗΠΑ.
Ό ίδιος ο Πρύτανης λοιπόν, ο Καθηγ. Περικλής Μήτκας είχε πει μπροστά μου στα πλαίσια μίας συνάντησης φοιτητών και καθηγητών (στην εκδήλωση “Ακαδημαϊκού Καφενείου”) του Κύκλου Ελλήνων Ακαδημαϊκών Βοστώνης το 2016 όταν είχε επισκεφτεί την Βοστώνη το εξής: Πέρα από την έρευνα που γίνεται και το ισχυρό ανθρώπινο δυναμικό στο ΑΠΘ (το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο στην Ελλάδα), ένα από τα προβλήματα που συνεχίζουν να υπάρχουν δεν είναι οι επενδύσεις ή τα κονδύλια για τεχνολογικές αναβαθμίσεις, αλλά η αδυναμία του συστήματος, για παράδειγμα, να μπορέσει να δεχτεί μία προσφορά ή δώρο από κάποιον ιδιώτη που θέλει να ενισχύσει την έρευνα και να βοηθήσει νέους και νέες να βρούνε υποτροφίες ή εργασία στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Αντίθετα με την πραγματικότητα στο ΜΙΤ που μπορώ εγώ ή οποιοσδήποτε να επισκεφτούμε ανά πάσα στιγμή την ιστοσελίδα και με πάτημα τριών πλήκτρων να κάνω μία οποιαδήποτε συνεισφορά ως άτομο ή οργανισμός στο πανεπιστήμιο ή σε ένα συγκεκριμένο τμήμα, αυτό το πολύ απλό πράγμα (τουλάχιστον με αυτά που ίσχυαν πριν από 3 χρόνια) δεν μπορούσε να γίνει στο ΑΠΘ. Αυτό από μόνο του δεν μας πάει (ή μας κρατάει) πολύ πίσω; Και πλήθος αντίστοιχων παραδειγμάτων».
Σύμφωνα με τα όσα λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ψιμόπουλος «καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ότι το πρόβλημα είναι πολυσύνθετο, και δεν είναι μόνο θέμα αναβάθμισης στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογίας, αν και η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν ελλείψεις σε πολλούς τομείς. Το πιο κρίσιμο είναι η αλλαγή νοοτροπίας στην υιοθέτηση πολιτικών και διατάξεων που να δίνουν το σωστό παράδειγμα και να διευκολύνουν το καλό έργο που μπορεί να γίνεται, και βεβαίως η διαφάνεια που πρέπει να τηρείται. Ένα άλλο μεγάλο θέμα είναι η κατάργηση του ασύλου στο πανεπιστήμιο, που θα οδηγήσει στην παύση της καταστροφής των υποδομών που γίνεται ατιμώρητα καθημερινά, πράγμα το οποίο φοβίζει τους φοιτητές και τους κάνει να απομακρύνονται και να ζητούν ασφαλέστερα περιβάλλοντα. Άρα δεν είναι ο τομέας της έρευνας και της τεχνολογίας που πάσχει αυτός καθ᾽ αυτός».
Μία άλλη διάσταση που συμβάλλει στην έξοδο του ανθρώπινου δυναμικού από την Ελλάδα, επισημαίνει ο ίδιος, είναι και αυτή της οικογένειας, ή των γονέων, φίλων και συγγενών, «οι οποίοι από την μία πλευρά είναι πιο θετικοί από όσο ήταν παλαιότερα στο να αφήσουν ή να ενθαρρύνουν παιδιά, αδέρφια, ανίψια και συγγενείς να φύγουν ή να μην επιστρέψουν προκειμένου να είναι χαρούμενοι με τις ευκαιρίες που χαίρουν εδώ στις ΗΠΑ, και από την άλλη όσοι συγγενείς βρίσκονται ήδη στην εδώ πλευρά του Ατλαντικού, που προσπαθούν να ανοίξουν τον δρόμο -με το παράδειγμά τους ή άλλες προσφορές ευκαιριών ή παροτρύνσεις- στους δικούς τους ανθρώπους για να μπορέσουν να έρθουν και αυτοί για κάποιο μεταπτυχιακό, για ιατρική πρακτική ή έρευνα, ή για κάποια προσωρινή εργασία ή οποία ίσως μετατραπεί σε πιο μόνιμη στην δική τους επιχείρηση για όσους πιθανόν έχουν ήδη αναπτύξει κάποιο τέτοιο δίκτυο. Και αυτό δεν είναι παράξενο αλλά πολύ ανθρώπινο μέσα σε ένα τέτοιο κοινωνικό πλαίσιο, και δεν έχει να κάνει άμεσα με κάτι που μπορεί να “φτιάξει” ή να βελτιώσει η ελληνική πολιτεία. Ίσως μακροπρόθεσμα μόνο με την ριζική αλλαγή των προαναφερθέντων στην προηγούμενη παράγραφο».
Εν κατακλείδι, ο κ. Ψιμόπουλος λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «όσο δύσκολα και αν είναι τα πράγματα στην Ελλάδα με τα λάθη των κυβερνήσεων των τελευταίων χρόνων ιδιαίτερα αλλά και δεκαετιών γενικότερα, και όσο και αν υπάρχει η τάση για μετανάστευση, λόγω της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, η αλήθεια είναι ότι όσοι έχουν έρθει και έχουν ζήσει κάποια χρόνια ή δεκαετίες στις ΗΠΑ, αρχικά για σπουδές και έπειτα για δουλειά, ιδιαίτερα αν έχουν κάνει και παιδιά που μεγαλώνουν πια ως ομογενείς, πάντα έχουν την λαχτάρα για την επιστροφή στην μητέρα πατρίδα, το «νόστιμον ήμαρ» (για να χρησιμοποιήσουμε και μια ωραία ομηρική έκφραση), έστω και ως όνειρο που ίσως δεν πραγματοποιηθεί ποτέ ή έστω και αν απλά μικρές γεύσεις αυτού του ονείρου δίδονται με τα καλοκαιρινά ταξίδια στην Ελλάδα.
Από την άλλη όμως, νιώθουμε ότι το γεγονός ότι είμαστε εδώ, και το ότι αναγνωρίζεται το όποιο έργο έχει αναλάβει να κάνει ο καθένας από εμάς σε αυτήν την κοινότητα του ακαδημαϊκού παραδείσου όπως λέμε συχνά και από την χώρα αυτή που έχει γίνει δεύτερη χώρα μας, μας κάνει να νιώθουμε το χρέος να είμαστε οι καλύτεροι που μπορούμε, από ελληνικό φρόνημα και φιλότιμο, για να φανούμε σε συνεργάτες και συμπολίτες μας, οι καλύτεροι πρεσβευτές της πατρίδας μας στο εξωτερικό, και αυτό είναι κάτι που δεν είμαι σίγουρος αν θα υπήρχε διαχρονικά αλλά και θα μπορεί να υπάρξει στο μέλλον, αν κάποιοι δεν αποφάσιζαν ή δεν τα κατάφερναν (είναι σημαντικό να πούμε ότι δεν καταφέρνουν όλοι που έρχονται να παραμείνουν) να μείνουν για να συνεχίσουν να παράγουν είτε ακαδημαϊκά, ερευνητικά ή με όποιον άλλο επαγγελματικό τρόπο. Μέσα από αυτή την παραγωγή και αυτή την θυσία του σκληρού έργου εδώ, μπορούν να αλλάξουν και κάποια πράγματα εκεί (στην Ελλάδα)».