Το νέο πλαίσιο αλλάζει βασικούς άξονες του ασφαλιστικού συστήματος και φέρνει ανατροπές στο καθεστώς για τις ασφαλιστικές εισφορές 1,5 εκατ. ελεύθερων επαγγελματιών, αυτοαπασχολουμένων και αγροτών, καταργεί τις διπλές εισφορές για όσους έχουν παράλληλη ασφάλιση, αυξάνει τα ποσοστά αναπλήρωσης για τις κύριες συντάξεις, αυξάνει επικουρικές συντάξεις που κόπηκαν το 2016 και δημιουργεί μόνιμο μηχανισμό στήριξης των συντάξεων με αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 0,5% του ΑΕΠ.

Με το νέο ασφαλιστικό αυξάνονται οι συντελεστές της ανταποδοτικής – κύριας – σύνταξης από τα 30 έτη και άνω. Σε ό,τι αφορά στους συνταξιούχους με 30 χρόνια ασφάλισης δεν θα δουν καμία αύξηση στην σύνταξή τους καθώς το ποσοστό αναπλήρωσης παραμένει στο 26,37%, όπως είναι και σήμερα. Όμως για κάθε επιπλέον χρόνο εργασίας ο συντελεστής αυξήθηκε κατά 0,56% και διαμορφώθηκε στο 1,98% από 1,42%. Έτσι, στα 35 έτη φτάνει στο 37,31% από 33,81%, στα 40 χρόνια στο 50,01% από 42,80%. Στα 42 χρόνια φτάνει στο 51,01% από 46,80% καθώς μετά τα 40 έτη προβλέπεται προσαύξηση στο ποσοστό αναπλήρωσης κατά 0,50% ανά έτος.

Οι αυξήσεις των ανταποδοτικών κύριων συντάξεων θα είναι από 12 ευρώ για όσους έχουν αποχωρήσει ή αποχωρούν με 30 έτη ασφάλισης έως και 252 ευρώ για όσους έχουν 40 έτη ασφαλιστικού βίου. Οι αυξήσεις αυτές μετράνε από 1ης Οκτωβρίου 2019 για τους ήδη συνταξιούχους και τα αναδρομικά τουλάχιστον 5 ή 6 μηνών μηνών θα δοθούν εφάπαξ σε μία δόση μετά την ψήφιση του νόμου και φυσικά μετά τους απαραίτητους επανυπολογισμούς των συντάξεων.

Με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης (για όσους έχω πάνω από 30 συντάξιμα έτη) μεγάλο μέρος των συνταξιούχων που σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου έχουν θετική προσωπική διαφορά θα δουν τα χρήματα λογιστικά και όχι στην τσέπη τους. Το νομοσχέδιο αναφέρει πως από 1/10/2019 οι συντάξεις που έχουν ήδη κανονιστεί και καταβληθεί με βάση τις ρυθμίσεις του Ν. 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου) ή εκκρεμεί ο υπολογισμός τους αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τα ποσοστά αναπλήρωσης, όπως αναφέρονται παραπάνω. Ο σχετικός υπολογισμός γίνεται από 1.10.2019, ημερομηνία από την οποία καταβάλλονται και τυχόν προκύπτουσες αυξήσεις.

Για τις αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2019 το ποσό της απονεμόμενης σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της σύνταξης που θα απονεμόταν κατά το προϊσχύον καθεστώς. Τυχόν διαφορά που προκύπτει καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά. Οι επανυπολογισθείσες κύριες συντάξεις, σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου, υπολογίζονται εκ νέου από 1/10/2019 με βάση τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης. Από 1/10/2019, αν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, το επιπλέον ποσό όπως επανυπολογίζεται εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων.

Τις αυξήσεις στις επικουρικές συντάξεις θα λάβουν οι συνταξιούχοι μετά την ψήφιση του σχεδίου νόμου, πιθανότατα τον Απρίλιο, μαζί με τα αναδρομικά από 1ης Οκτωβρίου 2019 – όσοι είχαν άθροισμα κύριας και επικουρικής πάνω από 1.300 ευρώ το καλοκαίρι του 2016 και είδαν τις επικουρικές τους τότε να μειώνονται. Η μεσοσταθμική αύξηση θα είναι 99,57 ευρώ τον μήνα και σε απόλυτους αριθμούς θα κυμαίνεται από 5 ευρώ έως 196 ευρώ. Οι αυξήσεις αυτές αφορούν μόνο τις επικουρικές συντάξεις που είχαν υποστεί μείωση λόγω του ορίου των 1.300 ευρώ ως άθροισμα κύριας και επικουρικής, καθώς το ΣτΕ έκρινε πως οι μειώσεις αυτές ήταν αντισυνταγματικές.

Με το υπό κατάθεση ασφαλιστικό νομοσχέδιο δεν προβλέπονται αλλαγές ούτε στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, ούτε στον υπολογισμό των συντάξεων, ο οποίος παραμένει ως έχει και είχε διαμορφωθεί με το νόμο Κατρούγκαλου. Με το νέο ασφαλιστικό σχέδιο νόμου ο αυτοαπασχολούμενος και ο ελεύθερος επαγγελματίας, αποκτούν το δικαίωμα να επιλέγουν μόνοι τους πόση σύνταξη θα πάρουν όταν έρθει η ώρα και συμπληρωθεί το όριο ηλικίας. Ό,τι πληρώσει ο ελεύθερος επαγγελματίας τόση σύνταξη θα πάρει. Όποιος, λοιπόν, επιλέξει να πληρώνει μόνο την ελάχιστη εισφορά θα έχει και μικρότερη σύνταξη, ενώ όποιος θελήσει να πληρώσει κάτι παραπάνω τότε επιβραβεύεται με μία καλύτερη σύνταξη, ιδιαίτερα τώρα που τα ποσοστά αναπλήρωσης αυξήθηκαν.

Ο νέος τρόπος υπολογισμού των εισφορών που θα ισχύσει αναδρομικά από 1/1/2020 για περίπου 1.500.000 μη μισθωτούς προβλέπει πως θα λάβουν συντάξεις από 775 ως 2.501 ευρώ. Όσοι νέοι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι επιθυμούν να εξασφαλίσουν σύνταξη άνω των 1.000 ευρώ με παραμονή στην αγορά εργασίας από 35 έως 40 έτη θα πρέπει να επιλέξουν την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών από την 4η κατηγορία και άνω, δηλαδή 297 ευρώ μηνιαίως. Όσοι επιλέξουν να καταβάλλουν την ελάχιστη εισφορά της πρώτης κατηγορίας, ύψους 155 ευρώ, θα λάβουν 779 ευρώ ύστερα από 40 χρόνια ασφάλισης για το άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης, ενώ όσοι επιλέξουν την ανώτατη ασφαλιστική κατηγορία για 40 χρόνια καταβάλλοντας 500 ευρώ τον μήνα θα λάβουν σύνταξη 1.659 ευρώ. Θα υπάρξουν μία υποχρεωτική κατηγορία και πέντε προαιρετικές, ενώ μια ειδική 7η υποκατηγορία θα είναι διαθέσιμη μόνο στους νέους επαγγελματίες με δραστηριότητα έως 5 έτη. Η πρώτη και υποχρεωτική ασφαλιστική κατηγορία θα ανέρχεται στα 220 ευρώ τον μήνα (μαζί με τα 10 ευρώ υπέρ ανεργίας). Οι υπόλοιπες πέντε προαιρετικές ασφαλιστικές κατηγορίες διαμορφώνονται στα 262 ευρώ, 312 ευρώ, 373 ευρώ, 445 ευρώ και 576 ευρώ. Οι νέοι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι με ασφάλιση έως 5 έτη θα μπορούν να καταβάλλουν 136 ευρώ τον μήνα εντασσόμενοι στην υποκατώτατη κατηγορία εισφορών του νέου συστήματος.

Με το νομοσχέδιο έρχονται αλλαγές για τους εργαζομένους που αμείβονται με δελτία παροχής υπηρεσιών (μπλοκάκια). Καταργείται η υποχρέωση ασφάλισης για το μπλοκάκι στην περίπτωση που ο εργαζόμενος είναι ταυτόχρονα και μισθωτός.

Η πλήρης απαλλαγή για τους παραλλήλως απασχολούμενους θα ισχύει για όσους καλύπτουν από τον μισθό τους την ελάχιστη εισφορά για σύνταξη και υγεία των 252 ευρώ. Αυτό σημαίνει πως ο πήχης της ελάχιστης συνολικής ασφαλιστικής υποχρέωσης για τους παραλλήλως απασχολούμενους από μισθό και μπλοκάκι μπαίνει στα 252 ευρώ εισφορά κλάδου σύνταξης και υγείας εφόσον ασκείται ελεύθερο επάγγελμα και στα 143 ευρώ εφόσον ασκείται αγροτικό επάγγελμα. Όσοι καλύπτουν από τον μισθό τους πλήρως την εισφορά αυτή, απαλλάσσονται πλήρως από τις εισφορές στο μπλοκάκι. Διαφορετικά πρέπει να πληρώσουν το υπόλοιπο. Ευνοϊκό καθεστώς θεσμοθετείται για τα καινούργια μπλοκάκια με δραστηριότητα έως πέντε ετών από την έναρξη ασκήσεως του επαγγέλματος, εφόσον υπάρχει παράλληλη μισθωτή απασχόληση. Ειδικά γι’ αυτούς η πλήρης απαλλαγή ισχύει εφόσον καλύπτεται από τον μισθό τους το ποσό της πρώτης και ελάχιστης ασφαλιστικής κατηγορίας, συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς για ασθένεια, δηλαδή της εισφοράς των 210 ευρώ.

Τέλος, στο άρθρο 47 του νομοσχεδίου, με το οποίο καταργείται η 13η σύνταξη, δεν υπάρχει πλέον αναφορά στη χρηματοδότηση εφάπαξ παροχής προς τους συνταξιούχους, κάθε Δεκέμβριο, αλλά μια πιο γενική για χρηματοδότηση πολιτικών κοινωνικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγείας. Το άρθρο ορίζει ότι από 1.1.2020 στον ετήσιο κοινωνικό προϋπολογισμό εγγράφεται δαπάνη ύψους 0,5% του ΑΕΠ, από την οποία καλύπτεται, κατά πρώτον, η δαπάνη που δημιουργείται ετησίως σε εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ (υπ’ αριθ. 1890/2019 και 1891/2019) και, κατά δεύτερον, η δαπάνη πολιτικών κοινωνικής ασφάλισης, πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης και υγείας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025