Αγώνα δρόμου για να κλείσει συμφωνία-πακέτο μέσα στις επόμενες 50 μέρες, προτείνοντας νέα μέτρα λιτότητας ύψους 2 δισ. και άνω, που όμως είναι αμφίβολο και αν φτάνουν αυτά στο ΔΝΤ το οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες, φέρεται να έχει απορρίψει κατ’αρχήν ήδη την ελληνική πρόταση για αύξηση του μειωμένου συντελεστήΦΠΑ από το 13% στο 14% και να ζητάει ακόμα πιο δραστικά μέτρα.
Στην Αθήνα θεωρούν αναγκαίο να υπάρξει ένα «σήμα», τουλάχιστον, για συμφωνία από το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου, αλλιώς τότε όλα θα δείχνουν εκτροχιασμό των συζητήσεων.
Το μήνυμα που εξέπεμπαν την Πέμπτη πάντως Ουάσιγκτον, Βρυξέλλες και Βερολίνο για την Ελλάδα ήταν:
-από πλευράς του ΔΝΤ ότι ο εκπρόσωπός Τζέρι Ράις μιλούσε σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα εδώ και ένα μήνα, από τότε που ο Πoλ Τόμσεν ζητούσε 4,5 δισ. πρόσθετα μέτρα. Το Ταμείο σε μια εβδομάδα θα συντάξει έκθεση όπου θα καταγράφει την «τρύπα» για την χρηματοδότηση του χρέους, είτε αυτή καλυφθεί τελικά με ελάφρυνση από τους Ευρωπαίους δανειστές, είτε με επιπρόσθετα μέτρα λιτότητας.
-από τη συνάντηση Τσακαλώτου–Μοσκοβισί στις Βρυξέλλες, πως ο χρόνος για την Ελλάδα τελειώνει καθώς, όπως θύμισε και ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών στις δηλώσεις που ακολούθησαν, «πλησιάζουν εκλογικές αναμετρήσεις (σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία) που περιπλέκουν τα πράγματα». Άρα τα περιθώρια για «γενναιόδωρες» για τη χώρα μας αποφάσεις από τους Ευρωπαίους θα περιορίζονται συνεχώς, αν δεν βρεθεί λύση «εδώ και τώρα».
-από το EuroWorking Group που συνεδρίαζε «δια ζώσης» επίσης στις Βρυξέλλες, πως παραμένουν αμφιβολίες για τη στάση και τα σχέδια της Αθήνας -ειδικά μετά το επεισόδιο της έκτακτης παροχής των 617 εκατ. κάτω από τη μύτη της Τρόικας και παρά την απολογητική επιστολή Τσακαλώτου που ακολούθησε.
-από το Βερολίνο, πως αν δεν μπει το ΔΝΤ τότε πάμε για «νέα συμφωνία» Ελλάδος δανειστών, η οποία θα πρέπει να περάσει από τα ξένα κοινοβούλια και, άρα, θα προκαλέσει πολύμηνες διαπραγματεύσεις αποκλείοντας έξοδο της χώρας μας από τα Μνημόνια.
«Γόρδιος δεσμός» οι αποφάσεις
Ο κύριος Τσακαλώτος περιέγραψε χθες τρία «αγκάθια», τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν -αν και ούτε ο ίδιος δεν γνωρίζει τελικά με ποια σειρά αφού είναι αλληλένδετα:
1.να ψηφιστούν τα δύσκολα μέτρα (εργασιακά, ενεργειακά κλπ) ως το 2018
2.να συμφωνηθούν οι στόχοι τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018. Η Τράπεζα της Ελλάδος σε χθεσινή έκθεσή της έλεγε να μειωθούν σε 2%, την ώρα που φέρονται η κυβέρνηση να δέχεται 3,5% του ΑΕΠ ως το 2020 ή 2021, η Κομισιόν να προτείνει να διατηρηθεί ως το 2023 και το Βερολίνο να ζητάει να εκτείνονται ως το 2028.
3.να ανακοινωθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για ελάφρυνση του χρέους. Το ΔΝΤ, δια του κυρίου Ράις χθες, πάλι «νίπτει τα χείρας του» λέγοντας πως θέλει μεν μείωση των στόχων για πλεονάσματα με μεγάλη ελάφρυνση του χρέους της Ελλάδας από τους Ευρωπαίους αλλά, αν δεν συμβεί αυτό, τότε είναι υποχρεωτικό να λάβει η κυβέρνηση πρόσθετα νέα μέτρα 4,5 δισ. ευρώ.
«Ρώσικη ρουλέτα» για τα μέτρα
Στα μέτρα «κάβα» που θέλει να νομοθετηθούν από τώρα το Ταμείο, περιλαμβάνονται κυρίως μείωση αφορολογήτου και κατάργηση φοροαπαλλαγών.
Το ΔΝΤ όμως απορρίπτει αντιπροτάσεις όπως αυξήσεις ΦΠΑ από 13% στο 14% (παρόλο που συμπαρασύρουν τις τιμές σε ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ και τρόφιμα) γιατί δεν υπολογίζει έσοδα πάνω από 300 εκατ. ευρω το χρόνο από το μέτρο αυτό. Ωστόσο ΦΠΑ από 15% και άνω θα ήθελε ενδεχομένως να το συζητήσει, για έσοδα τουλάχιστον 600-700 εκατ. ευρώ. Το «τρελό» είναι πως από το 2015 το ΔΝΤ ζητούσε ο ΦΠΑ για τη ΔΕΗ και τις ΔΕΚΟ να πάει στο 23%, για «σίγουρη» είσπραξη 800 εκατ. ευρώ το χρόνο, αντί των πολλαπλάσιων αυξήσεων που επέλεξε η κυβέρνηση, αλλά τώρα κάνει το… «δύσκολο».
Και το ποσό αυτό πια όμως, θα αρκούσε όχι στο ΔΝΤ αλλά μάλλον στην Κομισιόν μόνον, αφού ο κ. Μοσκοβισί εμφανίστηκε χθες να περιορίζει την «τρύπα» περίπου στα 700 εκατ. ευρώ για το 2018 (0,4% του ΑΕΠ με τη βάση την πιο πρόσφατη ως τώρα εκτίμηση της ΕΕ).
Ωστόσο η άποψη της Κομισιόν συγκλίνει μάλλον με της Αθήνας και όχι με του ΔΝΤ (το οποίο είναι αυτό που βάζει τώρα τους όρους του παιχνιδιού), ειδικά μάλιστα τώρα που πηγές του υπουργείου Οικονομικών λένε ότι η διαφορά με τις Βρυξέλλες έχει μειωθεί ήδη στα 200 εκατ. ευρώ ή και μηδενίζεται.