Υπενθυμίζεται ότι η αναθεωρημένη στρατηγική προσδιορίζει ότι η σταθερότητα των τιμών διατηρείται καλύτερα όταν το Ευρωσύστημα επιδιώκει την αύξηση του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή κατά 2% μεσοπρόθεσμα.
Με τη νέα στρατηγική της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας το ευρωσύστημα προετοιμάζεται καλύτερα προκειμένου να αντιμετωπίσει τυχόν μελλοντικές οικονομικές διαταραχές, υποστηρίζει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε την Καθημερινή.
Ταυτόχρονα, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, οι κεντρικές τράπεζες των χωρών της ζώνης του ευρώ θα μπορούν να αντιδρούν πιο άμεσα και αποτελεσματικά στις οικονομικές εξελίξεις και να διατηρούν ευνοϊκές τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες και σταθερές τις τιμές.
«Με αυτόν τον τρόπο θα εξακολουθήσουμε να συμβάλλουμε στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, με γνώμονα πάντοτε τη διατηρήσιμη ευημερία όλων των πολιτών της Ευρώπης, και βεβαίως των Ελλήνων” , αναφέρει χαρακτηριστικά.
Όπως επισημαίνει ο διοικητής της ΤτΕ η αναθεώρηση της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής προσέφερε στο Ευρωσύστημα μια ζωτική ευκαιρία για καταγραφή των διδαγμάτων που αντλήθηκαν κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων δεκαετιών, ώστε να επιτευχθεί ουσιαστική βελτίωση της ικανότητάς της να επιτύχει τον βασικό στόχο της και στο μέλλον. Παράλληλα έδωσε την δυνατότητα στο Ευρωσύστημα να γίνει πιο εξωστρεφές μέσω της επανεξέτασης των επικοινωνιακών πρακτικών του, ώστε να ενισχύσει το διάλογο με τους πολίτες, να ακουστεί αλλά και να τους ακούσει καλύτερα. Στην κατεύθυνση αυτή σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι εκδηλώσεις δημόσιου διαλόγου που πραγματοποιήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος και τις υπόλοιπες εθνικές κεντρικές τράπεζες στις χώρες της ζώνης του ευρώ, καθώς και την ΕΚΤ.
Υπενθυμίζεται ότι η αναθεωρημένη στρατηγική προσδιορίζει ότι η σταθερότητα των τιμών διατηρείται καλύτερα όταν το Ευρωσύστημα επιδιώκει την αύξηση του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή κατά 2% μεσοπρόθεσμα. Σε σύγκριση με την διατύπωση που ίσχυε ως τώρα, η προσέγγιση αυτή καθιστά πλέον σαφές ότι το 2% δεν αποτελεί το ανώτατο επίπεδο το οποίο θεωρείται αποδεκτό για τον πληθωρισμό.