Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας δεν χάνει την ευκαιρία σε κάθε δημόσια εμφάνισή του να επισημαίνει την ανάγκη άμεσης επίτευξης συμφωνίας της χώρας με τους δανειστές.
«Κλείστε τη διαπραγμάτευση το συντομότερο δυνατόν» είναι το μήνυμα που απευθύνει ο κ. Στουρνάρας, θεωρώντας ότι νέες καθυστερήσεις θα ανακόψουν την πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής, σε ένα στάδιο όπου το 90% των απαιτούμενων ενεργειών έχει ήδη ολοκληρωθεί και απομένει το τελευταίο 10% του δρόμου για την οριστική ανάκαμψη.
Πώς όμως μπορεί να κλείσει η συμφωνία όταν έχει αναπτυχθεί «πολεμικό κλίμα» μεταξύ των δύο πλευρών; Κύκλοι του κεντρικού τραπεζίτη υποστηρίζουν ότι είναι εφικτή η ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης με αμοιβαίες υποχωρήσεις και ευελιξία. Ηδη το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2016 προσεγγίζει το 2% του ΑΕΠ και η οικονομία δεν αντέχει άλλη αβεβαιότητα. Εχει παρατηρηθεί άλλωστε ότι η επίδραση του πολιτικού κλίματος στο οικονομικό είναι άμεση και κάθε αλλαγή επηρεάζει ευθέως το τραπεζικό σύστημα αλλά και την κατανάλωση. Για παράδειγμα, την Παρασκευή οι αγορές αντέδρασαν άσχημα μετά την αποτυχία των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης να βρεθεί χρυσή τομή στη Σύνοδο του Eurogroup, με τον Γενικό Δείκτη να κλείνει με πτώση 3,64% και το επιτόκιο των δεκαετών ελληνικών ομολόγων να υπερβαίνει ξανά το 7%.
Επομένως, η αναβολή των αποφάσεων θα αποτελούσε τροχοπέδη για τη βελτίωση των οικονομικών και επενδυτικών πρωτοβουλιών της χώρας.
Μάλιστα ως «δέλεαρ» για το κλείσιμο της συμφωνίας, οι ίδιοι κύκλοι υποστηρίζουν ότι είναι εφικτή η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ακόμη και εντός Μαρτίου, κάτι που θα λειτουργήσει θετικά προς τη διεθνή επενδυτική κοινότητα.
Ωστόσο αυτό περνά μέσα από τη λήψη επώδυνων μέτρων για τη φορολογία και το ασφαλιστικό, που έχουν πολιτικό κόστος. Αυτός είναι άλλωστε και ο παράγοντας που «ζυγίζουν» στο Μαξίμου και την τελική απόφαση θα πάρει ο πρωθυπουργός. Σε κάθε περίπτωση η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι μπορεί να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι του 2017 εάν κλείσει έγκαιρα η δεύτερη αξιολόγηση. Οπως άλλωστε έχει πει στο παρελθόν ο κ. Στουρνάρας σε δημόσιες τοποθετήσεις του, για να επαληθευθούν οι προβλέψεις απαιτούνται συγκεκριμένες ενέργειες και πρωτοβουλίες όπως:
● Επίδειξη ρεαλισμού και ευελιξίας τόσο από τους εταίρους και τους θεσμούς όσο και από την ελληνική πλευρά, με τελικό στόχο την έγκαιρη κατάληξη της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος.
● Επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Η κυβέρνηση πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στην έγκαιρη υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Γι’ αυτό θα πρέπει να αρθούν τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν ακόμη και ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί.
● Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Το μέγεθος του προβλήματος δεν έχει επιτρέψει τη σημαντική ενίσχυση της διαμεσολαβητικής δραστηριότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και τη στήριξη με ικανή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Κεντρικό ρόλο στη διευθέτηση του ζητήματος είναι η εισαγωγή του πλαισίου για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών και η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και των δημόσιων φορέων που θα εμπλακούν σε διαδικασίες εξυγίανσης.
Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος πάγια θέση της κεντρικής τράπεζας είναι ότι η υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων, που θα εξασφαλίζουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, θα ενισχύσει την αξιοπιστία και την αποδοχή των ασκούμενων πολιτικών, θα συμβάλει στην παγίωση της εμπιστοσύνης και στην ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης και θα διευκολύνει τη διατηρήσιμη επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος. Παράλληλα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΤτΕ, είναι εφικτή η μείωση του δημοσιονομικού στόχου από το 2018 και έπειτα σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ (από 3,5%), εάν συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνηθεισών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη σταδιακή μείωση της φορολογίας, γεγονός που εκτιμάται ότι θα έχει θετικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη.