Η οικονομία θα αναπτυχθεί ταχύτερα στο άμεσο μέλλον υπο προϋποθέσεις, εκτιμά ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Παράλληλα ο ίδιος ζήτησε από τις τράπεζες να εντείνουν τις προσπάθειες τους για τη μείωση των κόκκινων δανείων.
Στο πλαίσιο αυτό αναγκαία κρίνεται η επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές με βιώσιμους όρους. Σε αυτό θα συμβάλουν αποφασιστικά οι αποφάσεις τoυ Eurogroup της 21ης Ιουνίου για την αναδιάρθρωση του χρέους και την ενίσχυση του αποθέματος ρευστότητας, αλλά και η δέσμευσή του ότι θα λάβει περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους εάν υπάρξουν απρόβλεπτες, δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις.
Παράλληλα η ΤτΕ εκτιμά ότι απαιτείται η υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει τη στροφή των δραστηριοτήτων προς την παραοικονομία και παρέχει κίνητρα για φοροδιαφυγή.
Για τις Τράπεζες ο κ. Στουρνάρς υποστηρίζει ότι θα πρέπει να επιταχύνουν τις διαδικασίες μείωσης των κόκκινων δανείων προκειμένου να ξεπεράσουν τους στόχους που είχαν τεθεί.
Υπενθυμίζεται ότι οι τράπεζες υπέβαλαν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2017 αναθεωρημένους στόχους για τη μείωση των κόκκινων δανείων. Ο στόχος για το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο τέλος του 2019 τίθεται σε 64,6 δισ. ευρώ (από 66,4 δισ. ευρώ που ήταν αρχικά).
Ωστόσο. παρά την αναμενομένη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 35,2% στο τέλος του 2019 (από 33,9% που ήταν ο αρχικός στόχος), εξαιτίας της αναθεώρησης προς τα κάτω των εκτιμήσεων για το ρυθμό πιστωτικής επέκτασης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και της διενέργειας αυξημένων διαγραφών και πωλήσεων δανείων.
Τέλος, η ΤτΕ υπογραμμίζει στην Εκθεση την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι και μετά το τέλος του προγράμματος η οικονομική πολιτική θα παραμείνει προσηλωμένη στις μεταρρυθμίσεις και θα αποφύγει διολίσθηση σε πρακτικές του παρελθόντος που έφεραν την κρίση. Αυτό σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα απαιτεί πρώτον, σταθερή πολιτική βούληση και δεύτερον, δραστική βελτίωση της λειτουργίας των μηχανισμών που καλούνται να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή του δημόσιου τομέα.