Ελαφρά αναθεώρηση του πρωτογενούς (υπερ)πλεονάσματος του 2016 περιλαμβάνουν τα νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το προηγούμενο έτος. Σύμφωνα με αυτά, το πρωτογενές πλεόνασμα υπολογίζεται σε 3,7% του ΑΕΠ ή 6,441 δισ. ευρώ, ποσοστό πολλαπλάσιο του στόχου που είχε τεθεί με βάση το πρόγραμμα.
Στην πρώτη μέτρηση που είχε δημοσιοποιηθεί από την ΕΛΣΤΑΤ τον Απρίλιο γινόταν λόγος για πρωτογενές πλεόνασμα 6,937 δισ. ευρώ με βάση τον κανονισμό ESA 2010. Ετσι το ποσοστό διαμορφωνόταν σε 3,9% του ΑΕΠ, πολλαπλάσιο δηλαδή του μνημονιακού στόχου (0,5% του ΑΕΠ). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη μέτρηση έχει διαφοροποιήσεις από αυτή που γίνεται με βάση το πρόγραμμα προσαρμογής.
Με βάση τους κανόνες του προγράμματος (που είναι διαφορετικοί από το ESA 2010), το πρωτογενές πλεόνασμα υπολογίστηκε τον Απρίλιο σε 4,19% (ο στόχος ήταν 0,5% του ΑΕΠ). Ακόμα δεν είναι γνωστό πού κινείται με βάση τα νέα δεδομένα.
Με βάση τα νέα στοιχεία, το πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2016, σύμφωνα με το ESA 2010, εκτιμάται στα 0,8 δισ. ευρώ (0,5% επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος), ενώ το ακαθάριστο ενοποιημένο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης σε ονομαστικές τιμές στο τέλος του 2016 υπολογίζεται στα 315 δισ. ευρώ (180,8% επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος).
Ουσιαστικά, με τις νέες μετρήσεις, το πλεόνασμα του προϋπολογισμού οριοθετείται για το 2016 συνολικά 0,2% του ΑΕΠ χαμηλότερα, ενώ το χρέος υπολογίζεται υψηλότερα, στο 180,8% αντί 179% τον Απρίλιο.
Αναπροσαρμόζονται τα μεγέθη για το 2015 (έλλειμμα 0,2% χαμηλότερα και χρέος 0,6% μικρότερο).
Παράλληλα για το 2016 τα έσοδα από την υποστήριξη των τραπεζών ήταν 351 εκατ. ευρώ (0,2% του ΑΕΠ). Προκύπτουν από τις εγγυήσεις του διατραπεζικού δανεισμού και του συστήματος ομολογιακών δανείων, καθώς και τα έσοδα από τις προνομιούχες μετοχές των τραπεζών, τα οποία ήταν υψηλότερα από τις δεδουλευμένες δαπάνες. Αντιθέτως, στα έτη 2013 και 2015 η δαπάνη της υποστήριξης ήταν μεγαλύτερη από τα σχετικά έσοδα (το 2015 λόγω της ανακεφαλαιοποίησης διατέθηκαν 4,842 δισ. ευρώ).