Ο κ. ανέφερε πως «το σύνολο των νέων εκταμιεύσεων προς τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως τζίρου το 8μηνο του έτους, ανέρχεται στα 11,2 δισ. ευρώ και ειδικά προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με κύκλο εργασιών έως 50 εκατ. ευρώ.

«Τώρα είναι η ώρα των πιστωτικών ιδρυμάτων να συμβάλουν περισσότερο, καθοριστικά, ώστε όλες οι δημιουργικές και παραγωγικές δυνάμεις του τόπου να οικοδομήσουμε μια οικονομία δυναμική, παραγωγική, εξωστρεφή, κοινωνικά δίκαιη, πράσινη, χωρίς αποκλεισμούς και ανισότητες» ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας κατά την εισήγησή του στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων για την πορεία της παροχής ρευστότητας στην πραγματική οικονομία από το τραπεζικό σύστημα.

Ο υπουργός Οικονομικών αποτιμώντας την πορεία παροχής ρευστότητας, είπε ότι τα στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, «επιβεβαιώνουν, ότι οι τράπεζες διοχετεύουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία». «Όχι όμως στην επιθυμητή ένταση και έκταση, ειδικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με σχετικά και συγκριτικά υψηλότερο κόστος δανεισμού» επισήμανε, σημειώνοντας πως πρόκειται για πρόβλημα «που δεν εμφανίζεται μόνο στη Ελλάδα, αλλά είναι εντονότερο στη χώρα μας» και τόνισε: «Πρέπει όλοι μας να συμβάλλουμε στην αντιμετώπισή του, με ρεαλισμό και υπευθυνότητα».

Ο κ. Σταϊκούρας ανέφερε πως «το σύνολο των νέων εκταμιεύσεων προς τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως τζίρου το 8μηνο του έτους, ανέρχεται στα 11,2 δισ. ευρώ και ειδικά προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με κύκλο εργασιών έως 50 εκατ. ευρώ. Οι χορηγήσεις διαμορφώνονται στα 3,3 δισ. ευρώ από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 2021, εκ των οποίων, 1,2 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο μέχρι 500.000 ευρώ».

Ο υπουργός, υπογράμμισε πως πλέον «το τραπεζικό σύστημα διαθέτει καλύτερη ποιότητα ενεργητικού, φθηνή χρηματοδότηση από τις αγορές και το Ευρωσύστημα, και αυξημένες καταθέσεις» και τόνισε πως «η βασική επιδίωξη του οικονομικού επιτελείου, και συνολικά της κυβέρνησης, είναι τα τραπεζικά ιδρύματα να αποτελέσουν, ξανά, μοχλό ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας και ενεργοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας».

Επισήμανε πως η κυβέρνηση έχει κάνει αυτό που όφειλε «για να διοχετεύσουμε ρευστότητα στην πραγματική οικονομία και να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για βιώσιμη πιστωτική επέκταση» και «τώρα είναι η ώρα των πιστωτικών ιδρυμάτων να συμβάλουν περισσότερο, καθοριστικά».

Αναφέρθηκε διεξοδικά στις πρωτοβουλίες που έχει λάβει η κυβέρνηση για την ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, λέγοντας πως κατά τη διάρκεια της πανδημίας σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε ένα ευρύ πλέγμα μέτρων στήριξης και ενίσχυσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ύψους 42,7 δισ. ευρώ, κρατώντας όρθια την κοινωνία και την οικονομία: με την μη επιστρεπτέα προκαταβολή, το προγράμματα επιδότησης δόσεων δανείων μέσα από το ΓΕΦΥΡΑ 1 και 2, τα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Προσέθεσε πως προχωράει και η δημιουργία πλαισίου παροχής δανείων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η υλοποίηση έργων του Ταμείου Ανάκαμψης που αφορούν την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα, την παροχή κινήτρων για μεγέθυνση των επιχειρήσεων, ώστε να είναι, με βάση τραπεζικά κριτήρια, επιλέξιμες για χρηματοδότηση, την παροχή μικρο-πιστώσεων για τη χορήγηση δανείων έως 25.000 ευρώ χωρίς εξασφαλίσεις και το νέο θεσμικό πλαίσιο για την ενιαία ρύθμιση οφειλών σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ώστε να βελτιωθεί η προσβασιμότητά τους στο τραπεζικό σύστημα.

Ο υπουργός Οικονομικών για την αξιολόγηση της πιστωτικής επέκτασης, σημείωσε ότι έχουν αναληφθεί συγκεκριμένες πρωτοβουλίες όπως είναι η σύσταση Παρατηρητηρίου Ρευστότητας, η συγκρότηση του Συμβουλίου Ρευστότητας, ενώ υπάρχει συνεχής επικοινωνία με την ΕΕΤ και με φορείς της αγοράς και εκπροσώπους του τραπεζικού συστήματος για τη δημιουργία διαύλου επικοινωνίας μεταξύ των επιχειρήσεων και των τραπεζικών ιδρυμάτων.

Επικαλούμενος την ετήσια έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την προσβασιμότητα των επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό, ο κ. Σταϊκούρας ανέφερε πως η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο financing gap (δηλαδή, τη διαφορά μεταξύ της ζήτησης για νέα δάνεια και της προσφοράς τους από τις τράπεζες), το οποίο φθάνει το 14%, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 4%. Επίσης, το 22% των αιτήσεων για δάνειο που υποβάλλουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα απορρίπτεται, ενώ το αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό ποσοστό είναι 8%. Σύμφωνα με την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, η αναλογία χορηγήσεων δανείων σε μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις «γέρνει» – σταθερά – προς τις μεγάλες, αν και η σχέση τείνει να βελτιωθεί.

Συγκεκριμένα, ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τις μεγάλες επιχειρήσεις επιταχύνθηκε κατά 10,8% το πρώτο τετράμηνο του 2021, και για τις μικρομεσαίες κατά 7,4%. Το μερίδιο των δανείων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στη σωρευτική ακαθάριστη ροή δανείων, αυξήθηκε στο 44% το πρώτο τετράμηνο του έτους, από 37% το 2020 και 41% το 2019.

Ο υπουργός Οικονομικών σημείωσε πως στόχος είναι η αύξηση της πιστωτικής επέκτασης χωρίς να δημιουργηθούν κλυδωνισμοί στο τραπεζικό σύστημα και να αποτραπεί μια νέα γενιά «κόκκινων» δανείων. Είπε πως τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προετοιμαστούν καλύτερα, ώστε να εντοπίζουν περισσότερες βιώσιμες ή δυνητικά βιώσιμες επιχειρήσεις, ενσωματώνοντας και το πλαίσιο ρυθμίσεων οφειλών τους, διευρύνοντας την περίμετρο των δικαιούχων πιστώσεων. Να αναβαθμίσουν το σύστημα συλλογής πληροφοριών και δεδομένων, ποσοτικών και ποιοτικών, προκειμένου να είναι σε θέση να αναλύουν, σε μεγαλύτερο βάθος, τις ελληνικές επιχειρήσεις, να εντοπίζουν περισσότερες βιώσιμες επιχειρήσεις και να τιμολογούν τον πιστωτικό κίνδυνο με μεγαλύτερη ακρίβεια. Έτσι θα μειωθεί και το – πράγματι – υψηλό κόστος δανεισμού, το οποίο διατηρεί υψηλό, ιδιαίτερα σε σύγκριση με άλλες χώρες, το καθαρό επιτοκιακό έσοδο (net interest income) των τραπεζών. Επίσης, θα πρέπει οι διαχειριστές, που πλέον κατέχουν μεγάλο όγκο «κόκκινων» δανείων, να ενεργοποιηθούν στην κατεύθυνση δημιουργίας επιλέξιμων για δανειοδότηση επιχειρήσεων. Και να αναπτυχθεί η συμβουλευτική, τόσο από τις τράπεζες όσο και από επιμελητήρια και φορείς της αγοράς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025