Σταδιακή μείωση του χρέους από το 188,6% το 2018 στο 127% του ΑΕΠ το 2060 προβλέπει η έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η οποία καταλήγει ότι τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που αποφασίστηκαν στο Eurogroup της Πέμπτης είναι «ικανοποιητικά» προκειμένου να καταστεί βιώσιμο στο βασικό σενάριο.
Όπως εξηγείται στην έκθεση, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και από το 20% μακροπρόθεσμα.
Αναλυτικά το βασικό σενάριο στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπει ότι:
Μακροπρόθεσμα, η ανάπτυξη αναμένεται να κινηθεί περί το 1% μετά το 2022, καθώς θα κλείσει το παραγωγικό κενό και θα αντανακλώνται και οι επιπτώσεις από τη γήρανση του πληθυσμού. Ο πληθωρισμός αναμένεται να ενισχυθεί από 0,9% το 2018 περίπου στο 2% το 2023 και να διατηρηθεί σε αυτά τα επίπεδα. Ως εκ τούτου, η ονομαστική ανάπτυξη θα κινηθεί περίπου στο 3% μακροχρόνια.
Τα συνολικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις θα είναι περίπου στα 14 δισ. μεταξύ του 2018 και του 2060, εκ των οποίων τα 11,5 δισ. δεν αναμένεται να προέλθουν από τον τραπεζικό τομέα. Δεν προβλέπεται άλλη τραπεζική ανακεφαλαιοποίηση σε αυτή τη φάση.
η Ελλάδα θα πετύχει τον στόχο του 3,5% το 2018 και θα διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ως το 2022. Εν συνεχεία, το πλεόνασμα αναμένεται να μειώνεται κατά 0,5% ετησίως, για να διαμορφωθεί στο 2,2% του ΑΕΠ το 2025.
Εξάλλου, εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα χρησιμοποιήσει σταδιακά μέρος από το «μαξιλάρι» ρευστότητας, προκειμένου να καλύψει μερικώς τις ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους της. Εκτιμάται έτσι ότι το ταμειακό απόθεμα από τα 24,1 δισ. ευρώ τον Αύγουστο, θα περιοριστεί στα 12 δισ. ευρώ έως το 2022.
Με βάση τις ανωτέρω υποθέσεις, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί στο 188,6% το 2018, στο 169,9% το 2020, στο 136,6% το 2030 και στο 127% το 2060. Οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης προβλέπονται στο 21,8% του ΑΕΠ το 2018, προτού υποχωρήσουν στο 9,6% το 2020. Οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης αναμένεται να αυξηθούν εκ νέου μετά το 2020, φτάνοντας το 28,1% το 2060. Αυτό είναι πάνω από το όριο που θεωρεί βιώσιμο το Eurogroup. Ως εκ τούτου σημειώνεται ότι «δεδομένων των υψηλών επιπέδων του χρέους προς το ΑΕΠ και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών προς το ΑΕΠ, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας στο πλαίσιο αυτού του σεναρίου».
Εξάλλου, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, η Επιτροπή περιλαμβάνει στην έκθεσή της ένα «πιο συντηρητικό σενάριο, που θα αντανακλά λιγότερο ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον». Σε αυτό το σενάριο, ο ρυθμός ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ θα μειώνεται κάτα 0,2 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως από το 2023 έως το 2060. Μακροπρόθεσμα θα κινηθεί έτσι στο 2,8% και όχι στο 3%, όπως προβλέπεται στο βασικό σενάριο. Το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται να μειωθεί στο 1,5% από το 2023. Επιπλέον, αναφέρει ότι σε αυτό το σενάριο, το χρέος θα «εκτοξευτεί» από το 2032 φτάνοντας στο 235% του ΑΕΠ το 2060. Όσο για τις χρηματοδοτικές ανάγκες προβλέπεται ότι θα υπερβούν το 20% από το 2033 και θα εκτιναχθούν πάνω από το 50% το 2060.
Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η συνεχιζόμενη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων από την Ελλάδα και των μέτρων για το χρέος από τους πιστωτές θα αποτρέψει την επαλήθευση αυτού του σεναρίου.
Συνεχίζοντας, η έκθεση της Επιτροπής αναφέρεται στα μέτρα για το χρέος που αποφάσισε το Eurogorup, σημειώνοντας ότι «τα μέτρα αυτά επαρκούν για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας στο βασικό σενάριο, δεδομένου ότι οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης θα παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και θα συμμορφώνονται με το κατώτατο όριο του 20% μακροπρόθεσμα, ενώ ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα παραμείνει σε πτωτική πορεία και θα πέσει κάτω από το 100% του ΑΕΠ έως το 2060».
Σε κάθε περίπτωση, η έκθεση της Επιτροπής επισημαίνει τη δέσμευση του Eurogroup να επαναξιολογήσει την κατάσταση το 2032 για την ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων για το χρέος.