Αναφερόμενος στις εξελίξεις στο πεδίο της οικονομίας ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, επεσήμανε πως «η κυβέρνηση κινήθηκε από την πρώτη στιγμή σε δύο επίπεδα, για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας του κορονοϊού: το κοινοτικό και το εθνικό.
Στο κοινοτικό επίπεδο είναι σημαντικό το γεγονός ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως ισότιμο κράτος-μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Μετέχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, γεγονός που αποκλιμακώνει το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, των τραπεζών και κατ’ επέκταση των επιχειρήσεων. Απαλλάχθηκε από τη δέσμευση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του Α.Ε.Π. το 2020. Και καλύπτεται, όπως όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την απόφαση για ενεργοποίηση της γενικής «ρήτρας διαφυγής» του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Ήδη, πριν από περίπου τέσσερις μήνες, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προετοίμαζε μεθοδικά την διαδρομή προς την ιστορική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 17-21 Ιουλίου». Πρόσθεσε πως «υπογράφοντας την κοινή επιστολή μαζί με άλλους οκτώ ηγέτες, στις 25 Μαρτίου, διεκδίκησε μία μορφή κοινού δανεισμού, ώστε να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη η Ευρώπη να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και των εξαιρετικών συνθηκών που πλήττουν όλες τις χώρες, ώστε να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών της».
Όπως υπογράμμισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος «καθώς η Ελλάδα ήταν μία από τις πρώτες χώρες που ζήτησε μία πολύ φιλόδοξη απάντηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο οικονομικό σοκ που έχει προκαλέσει η πανδημία, συμμετείχαμε ενεργά σε όλες τις διαπραγματεύσεις και πετύχαμε ένα συνολικό πακέτο που φτάνει τα 72 δισ. ευρώ. Οικοδομώντας πάνω στην εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινότητας προς την Ελλάδα, καταφέραμε μία ιστορική απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να αποτελεί ταυτόχρονα μία μεγάλη εθνική επιτυχία. Υπενθυμίζεται ότι με τη Συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θεσμοθετείται για πρώτη φορά τέτοιου μεγέθους κοινός δανεισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκειμένου τα κράτη μέλη να λάβουν τις επιχορηγήσεις».
Αναλυτικά ανέφερε πως «η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει από το Ταμείο Ανάκαμψης περίπου 32 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 19 δισ. αφορούν επιχορηγήσεις και περίπου 13 δισ. δάνεια. Σε αυτά προστίθενται σχεδόν 40 δισ. ευρώ από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, τα οποία θα δοθούν μέσα από δράσεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος ανάπτυξης (ΕΣΠΑ) και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής για την περίοδο 2021-2027. Τα δάνεια για την Ελλάδα (σχεδόν 13 δισ.) αφενός δημιουργούν ένα σημαντικό απόθεμα ασφαλείας και αφετέρου μπορούν να εγκριθούν με διαδικασίες πολύ πιο απλές από τις κλασικές που αφορούν τον δανεισμό, για παράδειγμα, μέσω του ESM».
Πέρα από το κοινοτικό, σε εθνικό επίπεδο «αξιοποιεί την μεγάλη αυτή ευκαιρία, προκειμένου να χτίσει πάνω στο δικό της σχέδιο που υλοποίησε από την πρώτη στιγμή για να υπερασπιστεί τον κόσμο της εργασίας, να στηρίξει την επιχειρηματικότητα και να ελαφρύνει τα νοικοκυριά από φορολογικά βάρη. Από τον Μάρτιο μέχρι σήμερα, η κυβέρνηση εφαρμόζει ένα γενναίο πλέγμα μέτρων συνολικής αξίας 24 δισ. ευρώ. Γιατί; Γιατί η ύφεση φέτος εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης που προκαλεί η πανδημία του κορονοϊού, θα είναι βαθιά. Και, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, αποτυπώνεται σε αύξηση της ανεργίας και σε μείωση των εισοδημάτων».
Και ο κ. Πέτσας τόνισε χαρακτηριστικά: «Για αυτό, πέραν των μέτρων που ήδη εφαρμόζουμε, φροντίσαμε να διατηρήσουμε πολεμοφόδια στο Ταμείο του Κράτους. Έτσι το πακέτο μέτρων μπορεί να αυξηθεί, ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας και τη δυναμική της οικονομίας, με βάση πάντα τον διαθέσιμο δημοσιονομικό και ταμειακό χώρο. Στόχος μας είναι να στηρίξουμε τις θέσεις εργασίας και να κρατήσουμε στη θέση του τον παραγωγικό ιστό. Στην προσπάθεια αυτή οι παρεμβάσεις μας είναι δυναμικές και όχι στατικές. Παρακολουθούμε συνεχώς τις εξελίξεις και, προχωρούμε σε βελτιώσεις, επεκτάσεις ή διευρύνσεις των μέτρων που πήραμε. Βλέπουμε τι γίνεται στην πραγματική οικονομία, ακούμε την κοινωνία και προσαρμόζουμε ανάλογα τις παρεμβάσεις μας. Τα σημαντικά κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης δεν θα τα σπαταλήσουμε, αλλά θα τα επενδύσουμε για να μεταμορφώσουμε την Ελλάδα.
Η πετυχημένη αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης ενίσχυσε τόσο την εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινότητας στη χώρα μας όσο και την εμπιστοσύνη του πολίτη στο Κράτος και την πολιτική. Απέδειξε ότι οι Έλληνες μπορούμε. Αναβάπτισε την εθνική μας αυτοπεποίθηση. Και το άυλο αυτό εθνικό κεκτημένο θα είναι σύμμαχός μας στην κοινή πορεία. Η μείωση φόρων και εισφορών είναι ο καλύτερος τρόπος να αφήσουμε χρήματα στις τσέπες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Η Ελλάδα είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, όσον αφορά το βάρος των ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων σε κάθε νοικοκυριό. Επομένως, μείωση προς τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, τονώνει την οικονομική ανάπτυξη πιο γρήγορα από κάποιο άλλο μέτρο. Επίσης, ενδιαφερόμαστε για τη χρηματοδότηση των υποδομών και του κοινωνικού Κράτους. Τέλος, υλοποιούμε ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο για τον ΟΑΕΔ, προκειμένου να στηριχθεί η απασχόληση.
Και όλα αυτά ενσωματώνονται σε ένα συνεκτικό σχέδιο ώστε να κάνουμε τη ζωή των Ελλήνων καλύτερη».