Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, δεν υπάρχει πόλωση, αντιθέτως εκ μέρους της κυβέρνησης υπάρχει διάθεση φυγής προς τα εμπρός.
«Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός όποτε βλέπουν μέρισμα ανάπτυξης, αυτό θα επιστρέφεται αυτούσιο στην κοινωνία»: την κατηγορηματική αυτή δήλωση έκανε ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος, απαντώντας έτσι και στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης περί παροχολογίας. Σημείωσε «είμαστε σε ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερο από την υπόλοιπη Ευρώπη», επιπλέον, «η χώρα μπαίνει σε μια νέα σημαντικά ανοδική περίοδο ανάπτυξης». Στα αμιγώς πολιτικά είπε ότι «έχει πέσει και το τελευταίο φύλλο συκής» για τη δυνατότητα συναίνεσης με κόμματα που μόνο στα λόγια την θέλουν, ενώ στο μέτωπο του κορονοϊού αποκάλυψε, μιλώντας στο ραδιοφωνικό σταθμό “ Παραπολιτικά 90,1”, ότι την Τρίτη η επιτροπή εμβολιασμού θα διαμορφώσει την τελική εισήγησή της για την τρίτη δόση.
Απαντώντας, κατ’ αρχάς, στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης ότι οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού ήταν παροχολογία, ο υπουργός Επικρατείας έκανε λόγο για «άδικη κριτική», αφού, όπως επιχειρηματολόγησε, «είναι τα αποτελέσματα μιας σημαντικής προσπάθειας δύο χρόνων, όπου έχουμε δει να εφαρμόζονται σχεδόν στο σύνολό τους οι προεκλογικές δεσμεύσεις, όσα υποσχέθηκαν ότι θα κάνουν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του», για μείωση φόρων, για δημιουργία προϋποθέσεων για περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας, για υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα, για υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης -«και όλα αυτά συμβαίνουν», δήλωσε με έμφαση.
Κατά συνέπεια, συνέχισε, «αυτά που παρουσιάσθηκαν, δεν αποτελούν ένα καλάθι παροχών, αποτελούν τα αποτελέσματα μιας συγκεκριμένης, συστηματικής προσπάθειας που δίνει μια στέρεη αισιοδοξία για το μέλλον. Βγαίνουμε από μια δύσκολη περίοδο, για την Ελλάδα ακόμη πιο δύσκολη, γιατί έχει προηγηθεί μια δεκαετής περίοδος κρίσης», ενώ στη συνέχεια «η πανδημία μάς έκλεισε μέσα δημιουργώντας αμφιβολίες για το μέλλον μας ως χώρα και ως οικονομία. Όμως, η Ελλάδα άντεξε, μετά από 1,5 χρόνο καραντίνας και περιοριστικών μέτρων είμαστε σε ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερο από την υπόλοιπη Ευρώπη. Έχουν δημιουργηθεί 72.000 νέες θέσεις σε σχέση με το 2019. Έχει αυξηθεί το διαθέσιμο πραγματικό εισόδημα του ανθρώπου που παίρνει τον κατώτατο μισθό κατά 5% χάρη στη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης».
Εξάλλου, συμπλήρωσε, «κάθε νέο μέτρο που έχει ανακοινωθεί, είναι πολύ καλά μελετημένο και κοστολογημένο ώστε να εντάσσεται στις υποχρεώσεις που έχει η χώρα ως προς την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Γιατί εμείς σεβόμαστε το Σύμφωνο Σταθερότητας, ταυτόχρονα όμως πρέπει όλοι να καταλάβουμε ότι η χώρα μπαίνει σε μια νέα σημαντικά ανοδική περίοδο ανάπτυξης. Από εδώ και πέρα θα έχουμε πολύ περισσότερα έσοδα, θα μιλάμε με νέα δεδομένα για την πορεία της οικονομίας και τις δυνατότητες του ελληνικού κράτους να διαμορφώσει και μια πιο κοινωνική πολιτική για να προστατέψει και να ενδυναμώσει τους πιο αδύναμους. Αυτό φάνηκε στην πράξη», ανέφερε ο Α. Σκέρτσος και προσέθεσε:
«Το μέρισμα της ανάπτυξης που έχουμε ήδη στα χέρια μας, επιστρέφει και στους πιο αδύναμους, είναι μέτρα που αφορούν το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, τους πολλούς, τους πιο ευάλωτους», με την ταυτόχρονη δέσμευση, σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ότι «η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός όποτε βλέπουν μέρισμα ανάπτυξης, θα επιστρέφεται αυτούσιο στην κοινωνία».
Για τους νέους πιο συγκεκριμένα, αφού εισαγωγικά έκανε λόγο για «διαχρονικά τραυματισμένη» σχέση της ελληνικής Πολιτείας με τη νέα γενιά, έκανε ένα μίνι απολογισμό: «οι πολιτικές μας δεν είχαν επί δεκαετίες ως στόχο την ενδυνάμωση των νέων, παίρναμε από τους νέους για να χρηματοδοτήσουμε ελλείμματα», αλλά, για το από εδώ και πέρα, «αυτό πρέπει να σταματήσει -και αυτό να γίνει έμπρακτα, όχι με ρητορικά σχήματα». Αποκάλυψε δε, πως υπάρχει συνολική κυβερνητική στρατηγική για τη νέα γενιά, και μόνο κάποια κομμάτια της ανακοινώθηκαν ως τώρα.
Στο σημείο αυτό αναφέρθηκε στο μέτρο του πρώτου ενσήμου αλλά και στην αύξηση κατά 50.000 των θέσεων εργασίας που επιδοτούνται ως προς το ασφαλιστικό τους κόστος: αυτό το τελευταίο λειτουργεί συμπληρωματικά με το μέτρο του πρώτου ενσήμου», εξήγησε, ενώ εστίασε στη συνέχεια και στη μεταρρύθμιση για την επικουρική ασφάλιση, η οποία «δίνει στους νέους ένα κίνητρο να δουλέψουν νόμιμα και να διεκδικήσουν από τους εργοδότες τους να εμφανίζονται ως νόμιμοι εργαζόμενοι».
Σε ό,τι αφορά τις κυβερνητικές ανακοινώσεις για τις τιμές στο ηλεκτρικό ρεύμα, είπε πως είναι «ένα μέτρο που αφορά όλους τους καταναλωτές και όλους τους παρόχους. Επιπλέον, η ΔΕΗ και πιστεύω και οι ιδιώτες πάροχοι, διαμορφώνουν δικά τους εκπτωτικά τιμολόγια. Ο μέσος λογαριασμός των νοικοκυριών είναι κοντά στις 300 κιλοβατώρες, εκεί δεν υπάρχει ουσιαστικά καμία επιβάρυνση (…) θα είναι επιβάρυνση της τάξης του ενός ευρώ».
Για την αντιμετώπιση της ακρίβειας συνολικά, ο υπουργός Επικρατείας υπογράμμισε πως αυτή θα αντιμετωπισθεί μέσω της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών: «το σύνολο της φορολογικής μας πολιτικής φέρνει στην τσέπη του κάθε νοικοκυριού καθαρά από 365 ως 1.600 ευρώ περισσότερα το χρόνο».
Η ακρίβεια, συνέχισε, θα αντιμετωπισθεί και μέσω εξειδικευμένων μέτρων, όπως: «Μειώνουμε το ΦΠΑ στοχευμένα σε συγκεκριμένες κατηγορίες. Αυξάνουμε το επίδομα θέρμανσης κατά 20%. Δίνουμε διπλάσια επιδότηση στους ευάλωτους συμπολίτες μας που παίρνουν το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Καταργούμε το ειδικό τέλος τηλεπικοινωνιών για τους νέους, πράγμα που σημαίνει από 6 ως 20 ευρώ χαμηλότερο λογαριασμό κινητής τηλεφωνίας, ενώ μειώνεται στο 10% για τους άλλους χρήστες». Για το τελευταίο ειδικότερα, αναγνώρισε πως «θα πρέπει να εξορθολογιστεί περαιτέρω όσο μας το επιτρέπουν τα δημοσιονομικά περιθώρια».
Με αφορμή και την πρωθυπουργική ρήση για τις… γαλοπούλες τα Χριστούγεννα, απάντησε ότι «είναι μακριά από την αντίληψή μας η υποτίμηση του πολιτικού αντιπάλου. Αν κάποιος διαβάζει λάθος τον αντίπαλό του είναι η αξιωματική αντιπολίτευση, που νομίζει ότι έχει να κάνει με ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα, το οποίο στην πράξη εφαρμόζει πολιτικές που είναι υπέρ των πολλών ή και όλης της κοινωνίας. Αυτοί πρέπει να αναθεωρήσουν τον τρόπο που ασκούν κριτική και αντιπολίτευση, και να διαμορφώσουν προτάσεις που είναι εποικοδομητικές», αντέκρουσε ο Α. Σκέρτσος.
Σημείωσε πως «έχει πέσει και το τελευταίο φύλλο συκής αναφορικά με τη δυνατότητα συναίνεσης με πολιτικούς σχηματισμούς που μπορεί να την επικαλούνται στα λόγια αλλά στην πράξη απέδειξαν, σε μια πάρα πολύ δύσκολη στιγμή για τη χώρα μας, το καλοκαίρι με τις πυρκαγιές, ότι δεν την επιδιώκουν». «Καμία συναίνεση με ανθρώπους και με κόμματα που δεν είναι ειλικρινείς», ξεκαθάρισε και πρόσθεσε ότι «η Νέα Δημοκρατία έχει αυτοδυναμία και την αυτοδυναμία θα επιδιώξει».
Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, δεν υπάρχει πόλωση, αντιθέτως εκ μέρους της κυβέρνησης υπάρχει διάθεση φυγής προς τα εμπρός. Στον αντίποδα, «έχουμε μια αντιπολίτευση, η οποία λέει “ναι” στο τίποτε και “όχι” σε όλα». «Με αυτήν την αντιπολίτευση, που ουσιαστικά υπερασπίζεται την απόλυτη αδράνεια δεν μπορεί να υπάρχει επικοινωνία. Ο πραγματικά προοδευτικός πόλος βρίσκεται στην κυβέρνηση. Όσοι θέλουν να στηρίξουν τις κυβερνητικές επιλογές, προφανώς είναι ευπρόσδεκτοι να το κάνουν», διεμήνυσε επίσης. Ενώ υπενθύμισε, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο έκλεισε από τη ΔΕΘ την εκλογολογία.
Για τον κορονοϊό, τέλος, και τα σενάρια επέκτασης της υποχρεωτικότητας, δήλωσε: «Υπάρχουν σενάρια στο τραπέζι αλλά δεν τα εξετάζουμε αυτή τη στιγμή. Θέλουμε να λειτουργήσουν τα μέτρα που έχουμε ανακοινώσει, τίθεται ένα πιο αυστηρό πλαίσιο για τους ανεμβολίαστους». Και, προτρέποντας τον κόσμο να εμβολιαστεί, παρατήρησε πως ναι μεν «ήδη βλέπουμε σημαντική αποκλιμάκωση των κρουσμάτων και των νοσηλειών τις τελευταίες 2-3 εβδομάδες σε σχέση με τις αρχές και τα μέσα Αυγούστου», δεν απέκλεισε ωστόσο με τα σχολεία να αυξηθούν τα κρούσματα. Υπογράμμισε δε, τη σημασία του υποχρεωτικού test για 1,5 εκατ. μαθητές και περίπου 2-3 εκατ. εργαζόμενους, «η επιδημία ελέγχεται πιο αποτελεσματικά».
Κλείνοντας με το θέμα της, προαιρετικής, τρίτης δόσης, σημείωσε πως έχει συζητηθεί στο πλαίσιο της επιτροπής εμβολιασμού και «αναμένουμε την τελική της εισήγηση για να μπορέσουν να κάνουν τη δόση ανεξαρτήτως ηλικίας όσοι πολίτες έχουν συμπληρώσει ένα διάστημα (σ.σ. από τη δεύτερη δόση), το οποίο κυμαίνεται από 6 ως 8 ή 9 μήνες». Και, εν κατακλείδι, όπως έκανε γνωστό, η επιτροπή συνεδριάζει αύριο «για να ολοκληρώσει την εισήγησή της για το θέμα»