Βελτίωση παρουσίασε σε σχέση με το 2018, στα τέλη του 2019 η θέση της Τουρκίας από οικονομικής απόψεως και από πλευράς κεφαλαιαγορών, όπως αναφέρει στην ανάλυσή του στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ- ΜΠΕ, «Πρακτορείο 104,9 FM», o Δρ. Παναγιώτης Κοντάκος, επίκουρος καθηγητής στη Διεθνή Επιχειρηματικότητα, διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος ΜΒΑ του Πανεπιστημίου UCLan Cyprus και ειδικός επί της τουρκικής οικονομίας.
«Ο βασικός χρηματιστηριακός δείκτης μετοχών της Τουρκίας, BIST 100, σημείωσε άνοδο κατά 26% το 2019, κυρίως λόγω της ανόδου του από τον Νοέμβριο. Το ασφάλιστρο κινδύνου και κόστος δανεισμού της χώρας, το οποίο αντικατοπτρίζεται στις συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (σ.σ τα CDS), έχει περιορισθεί σημαντικά και ανερχόταν εχθές στις 238 μονάδες βάσης (μ.β) από τα υψηλά των 436 μ.β. στα τέλη του περασμένου Αυγούστου» εξηγεί ο κ. Κοντάκος που τονίζει πως ο πληθωρισμός της γείτονος εμφανίζει αποκλιμάκωση και αναμένεται να κυμανθεί στο 12%. Ο πληθωρισμός, υπενθυμίζει, είχε ανέλθει στο ανώτατο όριο του 25% -πενταπλάσιο του στόχου- τον Οκτώβριο του 2018.
Προσθέτει πως η οικονομία βελτιώθηκε κατά 0,9% το τρίτο τρίμηνο του 2019 (έναντι του αντίστοιχου τριμήνου το 2018), κατόπιν τριών διαδοχικών τριμήνων συρρίκνωσης, «λόγω της ύφεσης που ακολούθησε την προηγούμενη κρίση της τουρκικής λίρας». Σημειώνει πως η τουρκική οικονομία «ανέκαμψε ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν, υποστηριζόμενη από τις κρατικές δαπάνες και τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών». Για το 2019 δε, αναμένεται συνολικά σχεδόν μηδενικός ρυθμός ανάπτυξης, «ήτοι 0,2% σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ».
Μικρότερη η «αιμορραγία» συναλλάγματος
Τα παραπάνω, σύμφωνα με τον κ. Κοντάκο, έχουν περιορίσει τις εκροές συναλλάγματος και συμβάλλει στη σταθεροποίηση της τουρκικής λίρας, «παρά τη συνέχιση της υποτίμησής της το 2018, που ανήλθε σε 12% έναντι του δολαρίου». Από την άλλη πλευρά, η τουρκική λίρα εμφανίζει, κατά τον κ. Κοντάκο, δυσκολία να ανακάμψει παράλληλα με την οικονομία, κάτι που, όπως εξηγεί, καταδεικνύει ότι η εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών παραμένει εύθραυστη και δεν έχει ακόμα αποκατασταθεί. «Ενδεικτικά, οι ξένες άμεσες επενδύσεις στη χώρα παρουσιάζουν σημαντική κάμψη κατά 36% στα 7,6 δισ. δολ. για την περίοδο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2019, συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2018. Επίσης, η κάμψη του κατασκευαστικής δραστηριότητας συνεχίσθηκε, ενώ οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά σειρά για πέμπτη φορά σε τριμηνιαία βάση, λόγω του αυξημένου κόστους δανεισμού από την υποτίμηση της λίρας» αναφέρει.
Προοπτικές ανάπτυξης και κίνδυνοι για το 2020
«Οι προοπτικές για το 2020 είναι στην καλύτερη περίπτωση ανάμικτες», αναφέρει ερωτηθείς για το νέο έτος ο κ. Κοντάκος που εξηγεί πως η ανάπτυξη για το 2020 προβλέπεται να ανέλθει σε 3,1% σύμφωνα με εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) ή στο 2,5% (σ.σ σύμφωνα με εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης) «ή στο 5%, κατά τις εκτιμήσεις της τουρκικής κυβέρνησης». Γενικότερα, «η ανάκαμψη είναι πιθανό να είναι μετριότερη από αντίστοιχες που ακολούθησαν προηγούμενες περιόδους οικονομικής ύφεσης», επισημαίνει ο διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος ΜΒΑ του Πανεπιστημίου UCLan Cyprus, που τονίζει πως για την επανεκκίνηση της τουρκικής οικονομίας απαιτούνται αποκατάσταση του επενδυτικού κλίματος στο εσωτερικό, αλλά και εξωτερικά κεφάλαια: «οι ξένοι επενδυτές, από την πλευρά τους, χρειάζονται εμπιστοσύνη στις οικονομικές ισορροπίες της χώρας, ιδιαίτερα τον πληθωρισμό και τις πολιτικές προοπτικές. Ωστόσο, η Τουρκία εξακολουθεί να παραμένει μια χώρα υψηλού κινδύνου, η οποία προσπαθεί να ακροβατεί μέσω ακραίων διπλωματικών κινήσεων μεταξύ αντίπαλων υπερδυνάμεων και σε πορεία διαρκώς οξυνόμενης έντασης περιφερειακά, όσον αφορά τις έρευνες φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο και τις μεταναστευτικές ροές».
Συναλλαγματικά αποθέματα, δημοσιονομικό έλλειμμα και το «κλειδί» των συμπράξεων δημόσιου – ιδιωτικού τομέα κρίνουν το μέλλον
«Παρά τη σταθεροποίηση τους τελευταίους μήνες, η οικονομική κατάσταση παραμένει εύθραυστη. Τα συναλλαγματικά αποθέματα παραμένουν χαμηλά και οι ανάγκες χρηματοδότησης του ιδιωτικού εξωτερικού δανεισμού παραμένουν υψηλές. Ο υψηλός βαθμός δολαριοποίησης της οικονομίας αντανακλά, μεταξύ άλλων, τη χαμηλή εγχώρια εμπιστοσύνη και τις ανάγκες χρηματοδότησης των κρατικών τραπεζών», τόνισε μιλώντας στο «Πρακτορείο FM», ο κ. Κοντάκος, που ταυτόχρονα περιέγραψε πως για την οικονομία της γείτονος το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει αυξηθεί όπως «και η αβεβαιότητα σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις από ενδεχόμενες υποχρεώσεις και οι πιθανές πιέσεις αναχρηματοδότησης του χρέους περιορίζουν το διαθέσιμο χώρο δημοσιονομικών ελιγμών».
«Ιδιαιτέρως τους τελευταίους μήνες, οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις στον κρατικό προϋπολογισμό από προηγούμενες συμπράξεις δημόσιου – ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), αλλά και η ποιότητα του ενεργητικού των πλειοψηφικών κρατικών τραπεζών, έχουν εγείρει ανησυχίες και αποτελούν αντικείμενο συζήτησης στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης. Τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση έχει δεχθεί σημαντικές επικρίσεις για την αδιαφάνεια σχετικά με τη διαχείριση πολλών έργων στα οποία έχει συμμετάσχει το κράτος», αναφέρει ο διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος ΜΒΑ του Πανεπιστημίου UCLan Cyprus, που εξηγεί πως τα τελευταία χρόνια «και κατά τη διάρκεια της δεκαεπταετούς κυριαρχίας του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ)» το μοντέλο των ΣΔΙΤ έχει καταστεί το κυρίαρχο σχήμα δημόσιων επενδύσεων στην Τουρκία και «χρησιμοποιείται σε βασικά έργα όπως οι αυτοκινητόδρομοι, τα αεροδρόμια, τα νοσοκομεία και οι προμήθειες ενέργειας».
«Ωστόσο, πολλές συμβάσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων παραμένουν αδιαφανείς, παρόλο που περιέχουν σημαντικές ευνοϊκές κρατικές ρήτρες και εγγυήσεις για τις εμπλεκόμενες εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των κερδών και των υποχρεώσεων εξωτερικού δανεισμού τους. Το ύψος των ενδεχόμενων επιβαρύνσεων στον κρατικό προϋπολογισμό από τις εγγυήσεις που έχουν παρασχεθεί παραμένει ασαφές» θα προσθέσει ο κ. Κοντάκος που τεχνικά εξηγεί πως οι περισσότερες συμβάσεις «υπογράφηκαν την περίοδο 2011-2017 στην υποθετική βάση μίας ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης κατά μέσο όρο 5% ετησίως και ότι η τουρκική λίρα θα παραμείνει σταθερή», κάτι «το οποίο αμφισβητείται έντονα με την πρόσφατα ύφεση».
Έργα ΣΔΙΤ ύψους 68 δισεκατομμυρίων δολαρίων
«Ο πρόεδρος Ερντογάν έχει προσφάτως επίσης δεχθεί έντονη κριτική για το κανάλι σύζευξης της θάλασσας του Μαρμαρά και της Μαύρης Θάλασσας, που σχεδιάζει στην ευρωπαϊκή πλευρά της πόλης, μήκους 45 χιλιομέτρων και πλάτους 400 μέτρων, λόγω του περιβαλλοντικού και οικονομικού κόστους που συνεπάγεται, καθώς και του γεγονότος ότι φαίνεται να έχει παραχωρήσει στη βασιλική οικογένεια του Κατάρ προνομιακές εκτάσεις κατά μήκος της διαδρομής»αναφέρει ενδεικτικά, σχολιάζοντας τα τουρκικά ΣΔΙT ο κ. Κοντάκος που θα εξηγήσει και το μοντέλο που έχει ακολουθηθεί κατά κόρον για τα έργα του τύπου στη γειτονική χώρα, αλλά και τους κινδύνους που ενδεχομένως θα προκύψουν.
«Τα έργα σύμπραξης (δημόσιου-ιδιωτικού τομέα) αφορούν συνήθως διάρκεια 25 ετών, πράγμα που σημαίνει μακροπρόθεσμη αβεβαιότητα όσον αφορά τις πιθανές επιπτώσεις τους στον κρατικό προϋπολογισμό και στα δημοσιονομικά ελλείμματα. Συνολικά 246 τέτοιες συμβάσεις υλοποίησης έργων έχουν υπογραφεί στην περίοδο 1986-2019, εκ των οποίων οι 179 αφορούν την περίοδο διακυβέρνησης του κυβερνώντος κόμματος. Η τρέχουσα επενδυτική τους αξία ανέρχεται σε 68 δισ. δολάρια», περιγράφει ο κ. Κοντάκος, που δίνει και το παράδειγμα της εμβληματικής υποδομής του νέου αερολιμένα της Κωνσταντινούπολης.
«Ενδεικτικά, σε λιγότερο από ένα χρόνο μετά την πλήρη λειτουργία του, ο νέος αερολιμένας της Κωνσταντινούπολης ήδη επιβεβαιώνει πολλούς από τους επικριτές του, που υποστήριζαν ότι το έργο είναι παράλογο και θα δημιουργήσει μια “μαύρη τρύπα” στην οικονομία και σημαντικές περιβαλλοντικές ζημίες. Ασκείται κριτική για καθυστερήσεις και εκτροπές (πτήσεων) στον νέο αερολιμένα της Κωνσταντινούπολης, λόγω ισχυρών ανέμων στην περιοχή, ένα πρόβλημα που επιδεινώθηκε στις αρχές Ιανουαρίου» είναι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει την τρέχουσα κατάσταση στην υποδομή αιχμής της Τουρκίας ο κ. Κοντάκος.