Οι σε αντίθεση με την Ευρώπη, οι οποίες και σημείωσαν μεγάλη υποχώρηση.

Σύμφωνα με τον Οικονομικό Ταχυδρόμο, τα παραπάνω καταγράφονται στον δείκτη τιμών HEPI για τον μήνα Φεβρουάριο, ο οποίος μετρά τις .

Σύμφωνα με τη μηνιαία έρευνα τον περασμένο μήνα κυριάρχησε μία γενική μείωση των τιμολογίων ρεύματος επί τέταρτο συνεχόμενο μήνα σε αντίθεση με το σερί ανόδου που καταγράφηκε το διάστημα Φεβρουαρίου – Οκτωβρίου 2022.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στις περισσότερες πόλεις του δείγματος επικράτησαν οι μειώσεις σε σχέση με τον Ιανουάριο: Στοκχόλμη (-28%), Ρώμη και Ταλίν (-25%), Ελσίνκι (-24%), Κοπεγχάγη (-23%), Όσλο (-12%), Βρυξέλλες και Λισαβόνα (-11%), Βερολίνο (-9%), Ρίγα (-5%), Βιέννη και Βίλνιους (-2%) και Λευκωσία (-1%)

Το συμπέρασμα του HEPI είναι πως στις μισές περίπου πρωτεύουσες, οι τιμές παρέμειναν σταθερές, ενώ σε αρκετές πόλεις σημειώθηκε πτώση των τιμών. Αυτό μπορεί να αποδοθεί κυρίως σε πτώση της χονδρικής αγοράς για διάφορους λόγους. Αυτοί είναι ο σχετικά ήπιος Χειμώνας που οδήγησε σε χαμηλότερη ζήτηση και η υψηλότερη παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, ιδίως την αιολική ενέργεια.

Τέλος, τα εκτεταμένα μέτρα ενεργειακής στήριξης που έχουν εφαρμοστεί από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για τον μετριασμό των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης στους οικιακούς λογαριασμούς, συνέβαλαν επίσης στην αποκλιμάκωση των τιμών του τελικού χρήστη.

Η Αθήνα

Σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες ευρωπαϊκές πόλεις, στην Αθήνα κατεγράφησαν αυξήσεις στα τιμολόγια ρεύματος για τους οικιακούς καταναλωτές.

Μάλιστα, η ελληνική πρωτεύουσα ήταν μαζί με άλλες τρεις οι μοναδικές με ανατιμήσεις: Παρίσι (9%), Μαδρίτη (8%), Αθήνα (6%) και Λονδίνο (3%).

Γιατί, όμως η Αθήνα αποτέλεσε την εξαίρεση στον γενικό κανόνα του Φεβρουαρίου, οπότε και τα περισσότερα νοικοκυριά στην Ευρώπη είδαν ελάφρυνση στους λογαριασμούς ρεύματος;

Οι συντάκτες της μηνιαίας έκθεσης HEPI δίνουν την απάντηση: «Η αύξηση των τιμών στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας οφείλεται κυρίως στη μείωση των κρατικών επιδοτήσεων», λένε κι εξηγούν: «Πιο συγκεκριμένα, για το 90% των νοικοκυριών, οι επιδοτήσεις υποχώρησαν από τα 330 ευρώ ανά Μεγαβατώρα (0,33 ευρώ ανά Κιλοβατώρα) στα 40 ευρώ ανά Μεγαβατώρα (0,04 ευρώ ανά Κιλοβατώρα). Η μείωση της επιδότησης αποδίδεται στην πτώση των τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς».

Η κατάταξη

Το αποτέλεσμα ήταν, η Αθήνα, μετά από πολλούς μήνες να ανέβει πιο ψηλά στη σχετική κατάταξη των 33 πόλεων της έρευνας. Πιο συγκεκριμένα η μέση τιμή για τα νοικοκυριά ήταν στα 0,3019 ευρώ ανά κιλοβατώρα ή στα 30,19 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα. Η ελληνική πρωτεύουσα αναρριχήθηκε στη 12η από την 15η θέση τον Ιανουάριο της σχετικής λίστας.

Η πλέον ακριβότερη πόλη είναι το Δουβλίνο με την τιμή της κιλοβατώρας για τους οικιακούς καταναλωτές να είναι στα 0,4985 ευρώ ή 49,85 λεπτά του ευρώ. Τη δεύτερη υψηλότερη τιμή πληρώνουν οι κάτοικοι του Βερολίνου με 0,4945 ευρώ ανά κιλοβατώρα ή 49,45 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα. Στην τρίτη υψηλότερη θέση έρχεται το Λονδίνο με 0,4848 ευρώ ανά κιλοβατώρα ή 48,48 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα.

Πάντως, παρά τις προαναφερόμενες μεταβολές η Ελλάδα παραμένει στη μέση της σχετικής κατάταξης των χωρών ως προς το ύψος των τιμών ρεύματος για τα νοικοκυριά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025