Μήνυμα πως τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που πρόσφατα συμφώνησε το Eurogroup θα μπορούσαν να «αχρηστευθούν» εάν η Ελλάδα σταματούσε τις μεταρρυθμίσεις στέλνει σε σημερινή του συνέντευξη στην Handelsblatt ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, ενώ επαναλαμβάνει πως η υπουργία Βαρουφάκη κόστισε στους Έλληνες δισεκατομμύρια.
«Σε καμία άλλη χώρα του προγράμματος τα προβλήματα δεν ήταν τόσο μεγάλα και η δημόσια διοίκηση δεν ήταν τόσο αδύναμη όσο στην Ελλάδα. Επιπρόσθετα, επί της υπουργίας Βαρουφάκη η χώρα κινήθηκε προς λάθος κατεύθυνση για έξι μήνες το 2015 και αυτό κόστισε στους Έλληνες δισεκατομμύρια. Για τους λόγους αυτούς, η διαδικασία προσαρμογής χρειάστηκε οκτώ χρόνια και όχι μόνο τρία, όπως και στις άλλες χώρες», τόνισε.
Ωστόσο, στο σημείο αυτό έδωσε μια θετική προοπτική. «Οι προσπάθειες τώρα αποδίδουν καρπούς (….) η Ελλάδα εφάρμοσε εκτεταμένες και συχνά οδυνηρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Για παράδειγμα, οι μισθοί μειώθηκαν σημαντικά σε πραγματικούς όρους. Αυτό ήταν απαραίτητο, επειδή νωρίτερα είχαν αυξηθεί πολύ πιο γρήγορα από την παραγωγικότητα και η χώρα είχε χάσει την ανταγωνιστικότητά της. Σήμερα είμαι αισιόδοξος (…) Εάν η Ελλάδα παραμείνει στην πορεία των μεταρρυθμίσεων, τότε βλέπω ένα καλό μέλλον για τη χώρα στη ζώνη του ευρώ».
Για τα διδάγματα που μπορεί να αντλήσει η Ελλάδα από άλλες χώρες που εξήλθαν προγραμμάτων διάσωσης ο Κλάους Ρέγκλινγκ τόνισε πως χώρες όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία έχουν τα υψηλότερα ποσοστά ανάπτυξης στην Ευρώπη διότι εφάρμοσαν τα προγράμματα μεταρρυθμίσεων αποφασιστικά και έδειξαν πως έχουν την ιδιοκτησία τους.
Στο σημείο αυτό ο Κλάους Ρέγκλινγκ ξεκαθάρισε πως εάν δεν προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις τότε τα συμφωνηθέντα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θα απολέσουν την αποτελεσματικότητα τους.
«Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να συνεχίσει τη μεταρρυθμιστική πορεία. Διαφορετικά, ορισμένα από τα πρόσφατα συμφωνηθέντα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θα μπορούσαν να αχρηστευθούν. Επίσης, η Ελλάδα γνωρίζει ότι θα βρίσκεται υπό τη μόνιμη επιτήρηση και αξιολόγηση των αγορών και των επενδυτών, όπως και οι άλλες πρώην χώρες του προγράμματος. Αυτοί θέλουν να γνωρίζουν ότι τα χρήματά τους είναι καλά και ασφαλώς επενδυμένα μακροπρόθεσμα», είπε.