Σε έξι συν τρεις μάλλον αισιόδοξες παραδοχές βασίζεται η πρόβλεψη για δυναμική ανάπτυξη 2,7% το 2017, με το οικονομικό επιτελείο να παραδέχεται μέσω του προσχεδίου ότι «οι προβλέψεις του μακροοικονομικού σεναρίου για το ΑΕΠ και τις συνιστώσες του συνδέονται με ορισμένους παράγοντες μακροοικονομικού κινδύνου, οι οποίοι θα μπορούσαν να συμπιέσουν προς τα κάτω την επίδοση της οικονομίας το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και πέραν αυτού».
Το πρωτογενές πλεόνασμα 1,8% του ΑΕΠ, το οποίο προβλέπεται για το επόμενο έτος, προϋπόθεση για να μην ενεργοποιηθεί ο αυτόματος κόφτης και να μην έρθουν οι δανειστές κάποια στιγμή με απαιτήσεις νέων μέτρων, στηρίζεται εν πολλοίς στην ισχυρή ανάκαμψη.
Αν η κατανάλωση δεν αυξηθεί κατά 1,8% για παράδειγμα, τα έσοδα του προϋπολογισμού από φόρους κατανάλωσης θα είναι μικρότερα. Αν η ανεργία δεν υποχωρήσει κατά μία ποσοστιαία μονάδα όπως προβλέπεται, οι εισφορές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα είναι χαμηλότερες.
Αν οι επενδύσεις και ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου δεν ανακάμψει δυναμικά (9,1% αύξηση προβλέπεται για το επόμενο έτος), οι πιέσεις στο ΑΕΠ θα είναι δεδομένες και αντίστοιχα στα έσοδα του προϋπολογισμού.
Με τα σημερινά δεδομένα στην πραγματική οικονομία, οι προβλέψεις δραστικής βελτίωσης μιας σειράς βασικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας φαντάζουν υπεραισιόδοξες. Η πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,7% το επόμενο έτος όμως δεν είναι αυθαίρετη. Τη συμμερίζονται στο σύνολό τους οι εκπρόσωποι των θεσμών όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις της Κομισιόν αλλά και τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου την περασμένη Ανοιξη.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κίνδυνοι για την επιβεβαίωση των προβλέψεων και περιγράφονται αναλυτικά στο προσχέδιο, όπου επισημαίνεται ότι για να βγει το 2,7% θα πρέπει να συμβούν τα παρακάτω:
1. Να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το θέμα των κόκκινων δανείων και οι τράπεζες να αρχίσουν να δίνουν και πάλι δάνεια για την αύξηση της πιστωτικής επέκτασης στην πραγματική οικονομία.
2. Να υλοποιηθούν οι δομικές μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο Μνημόνιο.
3. Να αξιοποιηθούν τα ευρωπαϊκά κονδύλια.
4. Να συνεχιστούν οι διαβουλεύσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους και τη σταδιακή εφαρμογή βραχυπρόθεσμων και μεσο-μακροπρόθεσμων μέτρων για την αναδιάρθρωση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας.
5. Να παγιωθεί η βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, ώστε να μην παρίσταται ανάγκη ενεργοποίησης του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής προσαρμογής.
6. Να ενισχυθεί το δίκτυο κοινωνικής συνοχής, με τη στήριξη των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων μέσω δεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης.
Κάθε μία από τις παραπάνω παραμέτρους που μνημονεύονται στον προϋπολογισμό ενσωματώνει ευδιάκριτους βαθμούς αβεβαιότητας.
Επιπρόσθετα, πάντα σύμφωνα με το προσχέδιο, υπάρχει και μια σειρά εξωγενών παραγόντων ικανών να οδηγήσουν σε ανατροπές. Τέτοιοι είναι το Brexit, τυχόν απόκλιση της συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας για την προσφυγική κρίση καθώς και τυχόν παράταση των υφιστάμενων γεωπολιτικών συνθηκών στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, με δυνητικά αρνητικές συνέπειες για τον ελληνικό τουρισμό και τις άμεσες ξένες επενδύσεις στο μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Οι φόροι
Ένας ακόμα κίνδυνος για τον προϋπολογισμό, με δημοσιονομικές αλλά και πολιτικές προεκτάσεις, ο οποίος δεν μνημονεύεται στο προσχέδιο αλλά αναδεικνύεται από αναλυτές, είναι η υπερφορολόγηση και κατά πόσο η ελληνική κοινωνία θα συνεχίσει να πληρώνει ένα εκρηκτικό κοκτέιλ φόρων και εισφορών όπως θα διαμορφωθεί το επόμενο έτος.
Μόνο από έμμεσους φόρους, ο προϋπολογισμός αναζητεί έξτρα έσοδα 1,464 δισ. ευρώ για να βγουν οι δημοσιονομικοί στόχοι. Επιπλέον 371 εκατ. ευρώ προβλέπονται από το μέτωπο της άμεσης φορολογίας. Το μέγεθος των μέτρων που λαμβάνονται είναι για μία ακόμα χρονιά πολλαπλάσιο των εσόδων που καταλήγουν τελικά στο ταμείο του δημοσίου.
Ένα μεγάλο μέρος τους χάνεται στη χαμηλή εισπραξιμότητα, ένα άλλο στη φοροδιαφυγή που προκαλεί η ίδια η αύξηση των φόρων. Τα έσοδα από άμεσους και έμμεσους φόρους εκτιμάται ότι θα είναι αυξημένα κατά 1,835 δισ. ευρώ από το 2016 στο 2017, αλλά στο ίδιο διάστημα τα καθαρά φορολογικά μέτρα τα οποία θα έχουν επιβληθεί θα είναι περίπου 750 εκατ. ευρώ παραπάνω, αγγίζοντας τα 2,591 δισ. ευρώ.