Προσωπικότητες από όλο τον κόσμο δίνουν το «παρών» στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, που διεξάγεται στην αίθουσα Κωνσταντίνος Καραμανλής, του Ευρωπαϊκού Κέντρου Δελφών.
Ανάμεσα σε αυτούς και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, ο οποίος, κατά την προσέλευσή του είχε ιδιαίτερα θερμή χειραψία με την πρώην υπουργό Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη.
Ο κ. Παυλόπουλος είχε χειραψία και με τον πρώην πρωθυπουργό, Κώστα Σημίτη, ο οποίος είναι επίσης «παρών» για να παρακολουθήσει και να συμμετάσχει στις δραστηριότητες του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών. Ο κ. Σημίτης, πάλι, ο οποίος προσήλθε στην αίθουσα λίγο νωρίτερα είχε συνομιλία με την πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κέντρου Δελφών, καθηγήτρια, Ελένη Αρβελέρ.
Στην κεντρική ομιλία της πρώτης ημέρας του Φόρουμ, το οποίο ξεκίνησε σήμερα Πέμπτη και θα ολοκληρωθεί την Κυριακή 5 Μαρτίου, βρέθηκε και ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Μόντι.
Κηρύσσοντας την έναρξη του Φόρουμ, ο κ. Παυλόπουλος σημείωσε: «Αυτό το Φόρουμ προσφέρει στον τόπο, προσφέρει στην Ευρώπη. Η φετινή μας συνάντηση συμπίπτει με τα 60χρόνια μιας ιστορικής στιγμής για την Ευρώπη. Τα 60 χρόνια από τη συνθήκη της Ρώμης. Ήταν το σταυροδρόμι, από το οποίο ξεκίνησε η δημιουργία της Ευρώπης, όπως τη φαντάστηκαν οι ιδρυτές της. Σε αυτά τα 60 χρόνια ζήσαμε πολλά και βρισκόμαστε σε μία στιγμή που πρέπει να σκεφτούμε ακόμα περισσότερα. Θεωρώ ακόμα συγκυρία τη χθεσινή λευκή βίβλο του Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ, πάνω στην οποία πρέπει να σκύψουμε. Και πρέπει να σκύψουμε γιατί δεν πήρε θέση πάνω στα όποια σενάρια, απλά εξέφρασε την άποψή του και εξέφρασε τη νοοτροπία των ιδρυτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Κατά τον χαιρετισμό του, ο κ. Παυλόπουλος χαρακτήρισε «σήμα κινδύνου» για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της ευρωζώνης, τις αρνητικές επιπτώσεις των ατελειών του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, υπογράμμισε ότι «αν η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν επιτευχθεί, η συνακόλουθη στασιμότητα οδηγεί, επίσης νομοτελειακώς, στον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχής γενομένης από τον σκληρό πυρήνα της, την ευρωζώνη. Και τούτο διότι η επιβίωση και η εν γένει προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης εξαρτώνται όχι μόνον από την οικονομική και τη νομισματική πρόοδο, αλλά πρωτίστως από την αντοχή των θεσμών του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος οι οποίοι, από την φύση τους, είναι οι μόνοι που μπορούν να εγγυηθούν πέρα από την σταθερότητα και την ίδια την ευρωπαϊκή ενοποίηση, τόσον ως στόχο όσο και ως διαδικασία».
Ειδικότερα, ο κ. Παυλόπουλος ανέφερε τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα ατελειών του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου, ως προς την οργάνωση και λειτουργία του, τα οποία όπως σημείωσε, πρέπει να λειτουργήσουν ως «σήμα κινδύνου» για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης:
Πρώτον, τη μη επαρκή αξιοποίηση των διατάξεων του ευρωπαϊκού δικαίου ως προς την δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, έτσι ώστε ο Μηχανισμός αυτός να μετατραπεί -όπως είχε προτείνει, ο ίδιος ο Πρόεδρος, ήδη από τον Ιανουάριο του 2016- σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, πράγμα το οποίο είναι απολύτως σύμφωνο με την αποστολή του.
Δεύτερον, τη μη επαρκή εφαρμογή των περί Αλληλεγγύης κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου, ιδίως δε η μη επιβολή των προβλεπόμενων από το ευρωπαϊκό δίκαιο κυρώσεων σε κράτη-μέλη τα οποία παραβιάζουν ευθέως την ως άνω αρχή, στο πλαίσιο όσων έχουν συμφωνηθεί για την από κοινού αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης σύμφωνα με τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και τρίτον, τη μη επαρκή κανονιστικώς πλαισίωση της οργάνωσης και λειτουργίας του Eurogroup, το οποίο -όπως η εντελώς πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδεικνύει- ακριβώς λόγω του κενού τούτου έφθασε να θεωρείται από το ΔΕΕ ως «άτυπο όργανο». «Γεγονός εμφανώς υποτιμητικό για την τεράστια σημασία που έχει το Eurogroup και οι αποφάσεις του σε όλα τα οικονομικά -και όχι μόνο νομισματικά- θέματα της Ευρωζώνης», σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος.
Επισήμανε, επίσης, ότι αυτή η οιονεί θεσμική «αφάνεια» του Eurogroup οδηγεί, μοιραίως, στην συνακόλουθη αναντιστοιχία μεταξύ του δυναμισμού της οικονομικής πραγματικότητας και της εμφανούς αδυναμίας τού εκάστοτε ισχύοντος θεσμικού πλαισίου να την παρακολουθήσει. Άρα, σε ένα είδος επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».
«Με απλές λέξεις το Eurogroup είναι άτυπο -δηλαδή άνευ αντίστοιχης της πραγματικής του σημασίας και ισχύος επαρκούς θεσμικής κατοχύρωσής του και νομικής ρύθμισης- forum των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης. Την ίδια στιγμή που, για να πάρουμε ως παράδειγμα την τύχη της Ελλάδας στο πλαίσιο της μνημονιακής διαδικασίας, στην πραγματικότητα όλες οι αποφάσεις ως προς την εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων και τις αντίστοιχες «δρακόντειες» κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασής τους λαμβάνονται ύστερα από απόφαση του Eurogroup», σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος.
Ακολούθως, ανέφερε ότι το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου, σύμφωνα με αυτό τούτο το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο -στη βάση των Συνθηκών για την ίδρυση (ΣυνθΕΕ) και τη λειτουργία (ΣΛΕΕ) της ΕΕ- αποτελεί την αναντικατάστατη θεσμική βάση, πάνω στην οποία στηρίζεται το όλο Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα και από τον σεβασμό της οποίας εξαρτάται η τελική του ενοποίηση.
Όπως, επισήμανε, το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου προϋποθέτει, προκειμένου να επιτελέσει την ως άνω αποστολή του, αφενός τη θεσμοθέτηση των αναγκαίων κανόνων δικαίου για την οργάνωση και λειτουργία των κάθε είδους οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της ευρωζώνης. Και, αφετέρου, την πρόβλεψη και την αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων -πρωτίστως με παρέμβαση των οικείων δικαιοδοτικών οργάνων- σε περίπτωση παραβίασης των προαναφερόμενων κανόνων δικαίου.
Κατά συνέπεια, τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κάθε είδους κενά, αναφορικά με τον σεβασμό των κατά τα ανωτέρω θεμελιωδών συνιστωσών του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου, πλήττουν ευθέως την πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση και επανέλαβε ότι τα προεκτεθέντα τρία παραδείγματα της ελλιπούς αξιοποίησης των περί ΕΜΣ διατάξεων του ευρωπαϊκού δικαίου, της μη επαρκούς εφαρμογής της αρχής της Αλληλεγγύης, υφ΄ όλες της τις εκφάνσεις, καθώς και της μη επαρκούς κανονιστικής οριοθέτησης του Eurogroup, πρέπει να λειτουργήσουν ως ένα «σήμα κινδύνου» για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης.