Από την συνάντηση θεσμών και κυβέρνησης που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή (23/10) προκύπτει πως υπάρχει διαφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές στο ζήτημα του εξωδικαστικού συμβιβασμού καθώς και αναφορικά με τα χρέη προς το Δημόσιο και τον ακατάσχετο λογαριασμό. Από την άλλη, κοινή είναι η βούληση των δύο πλευρών για έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Στην συνάντηση συμμετείχαν οι υπουργοί Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, Οικονομίας Γιώργος Σταθάκης και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Χουλιαράκης.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης συζητήθηκε η πρόοδος που έχει σημειωθεί και επιβεβαιώθηκε η κοινή βούληση για την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός του προκαθορισμένου χρόνου.
Ο πρώτος κύκλος των συναντήσεων με τους επικεφαλής των θεσμών αναμένεται να ολοκληρωθεί την Πέμπτη 27 Οκτωβρίου.
Τον κύκλο των σημερινών συναντήσεων άνοιξε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, ενώ οι επαφές συνεχίστηκαν μεταξύ των κ.κ. Τσακαλώτου και Σταθάκη με τους εκπροσώπους της Κομισιόν, κ. Ντέκλαν Κοστέλο, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ,) Φραντσέσκο Ντρούντι και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Νικόλα Τζαμαριόλι.
Παρούσα και η εκπρόσωπος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), κυρία Ντέλια Βελκουλέσκου, η οποία καθυστέρησε την άφιξή της στην Αθήνα, που αρχικά είχε προγραμματιστεί για την περασμένη Δευτέρα.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι το χρονοδιάγραμμα των συζητήσεων που συμφωνήθηκε προβλέπει ότι οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν μέχρι την Πέμπτη το βράδυ και οι θεσμοί θα αναχωρήσουν την Παρασκευή 28 Οκτωβρίου, με προοπτική να επιστρέψουν το β’ δεκαήμερο του Νοεμβρίου.
Έως τότε, οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι θα συνεχίζονται οι -εξ αποστάσεως, ενδεχομένως- διαβουλεύσεις στα θέματα που θα χρειάζονται περισσότερη δουλειά, εφόσον υπάρχουν διαφωνίες με τους θεσμούς.
Πηγές του ΥΠΟΙΚ διευκρίνιζαν ότι στόχος της κυβέρνησης παραμένει να υπάρξει συμφωνία μέχρι το EWG στα τέλη Νοεμβρίου και πολιτική επικύρωση στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, ώστε από την επόμενη ημέρα και μέχρι τα Χριστούγεννα να βρεθεί λύση και στο ζήτημα του χρέους.
Νωρίτερα, αξιωματούχος του ΥΠΟΙΚ ανέφερε ότι θα συζητηθούν όλα τα θέματα «από τώρα μέχρι και τα Χριστούγεννα».
Διαφωνούν για εξωδικαστικό συμβιβασμό και χρέη προς το Δημόσιο
Σημαντική απόσταση φαίνεται πως υπάρχει ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους θεσμούς για το ζήτημα του εξωδικαστικού συμβιβασμού και ειδικά για τα χρέη προς το Δημόσιο, όπως ανέφερε κυβερνητικός αξιωματούχος, μετά τη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε για το ζήτημα.
Μάλιστα, η ίδια πηγή που επικαλείται το newmoney.gr, τονίζει πως υπάρχει ακόμα δουλειά σε τεχνικό επίπεδο για το σύστημα αξιολόγησης, που θα καθορίζει το ποιοι τελικώς θα ενταχθούν στον εξωδικαστικό συμβιβασμό.
Παράλληλα, είπε πως, όσον αφορά στα χρέη προς το Δημόσιο, οι φόροι υπέρ τρίτων (π.χ. ΦΠΑ, φόρος μισθωτών υπηρεσιών κλπ) δεν θα μπορούν να ενταχθούν στη ρύθμιση, αλλά θα πρέπει να εξοφληθούν πλήρως.
Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα χρέη (π.χ. φόρο εισοδήματος κλπ), το υπουργείο Οικονομικών θα προετοιμάσει νέες προτάσεις για το τι θα μπορεί τελικά να προσφέρει στους οφειλέτες.
«Το «κούρεμα» οφειλών θα είναι η έσχατη λύση» τόνισε κυβερνητικός παράγοντας, εννοώντας ότι η προσπάθεια συμβιβασμού με τους δανειστές περιστρέφεται γύρω από άλλες λύσεις, όπως ενδεχομένως περισσότερες δόσεις κλπ.
Το θέμα θα συζητηθεί ξανά στην επόμενη συνάντηση με τους θεσμούς, την προσεχή Τετάρτη. Και οι δύο πλευρές, πάντως, φέρονται να εκφράζουν τη βούλησή τους για έγκαιρη ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης.
Δεν τα βρίσκουν και στον ακατάσχετο λογαριασμό
Διαφωνία φαίνεται να έχει προκύψει και για το θέμα του «ακατάσχετου λογαριασμού» και εντοπίζεται στα κίνητρα για τους καταναλωτές.
Η πλευρά των δανειστών αντιτάσσεται σε οριζόντια μέτρα προστασίας των οφειλετών και η προσπάθεια που καταβάλλεται πλέον από την κυβέρνηση αποσκοπεί στον συνδιασμό μίας τέτοιας ρύθμισης με την γενικότερη, που θα καλύπτει τον εξωδικαστικό συμβιβασμό για κάθε είδους χρέη προς Δημόσιο, τράπεζες και ιδιώτες.
Σύμφωνα με υψηλόβαθμο στέλεχος του οικονομικού επιτελείου, στη συνάντηση εξετάστηκαν τρόποι για τη βελτίωση της εισπραξιμότητας των εσόδων από ΦΠΑ και άλλους φόρους, κάτι που πιθανότατα θα σημαίνει ότι θα ενταθεί η πίεση προς τους φορολογουμένους για να πληρώνουν τους παλαιούς και τρέχοντες φόρους.