Περίπου του ιδιωτικού τομέα που δημιούργησε το Δίκτυο Πληροφόρησης και Συμβουλευτικής υποστήριξης εργαζομένων και ανέργων του ΙΝΕ ΓΣΕΕ.

Πιο αναλυτικά, ο οδηγός επιχειρεί να συγκεντρώσει και να παρουσιάσει τα είδη των αδειών που δικαιούται κάθε εργαζόμενος με σχέση εξαρτημένης εργασίας και τις προϋποθέσεις χορήγησής τους, συμπεριλαμβάνοντας και όλες τις αλλαγές που προέκυψαν από το Ν. 4808/2021.

Ο ΟΤ παραθέτει – ενδεικτικά – το καθεστώς που ισχύει για την ετήσια άδεια, ενώ επισυνάπτει ολόκληρο τον χρήσιμο οδηγό, που επεξεργάστηκε το Ινστιτούτο Εργασίας, προκειμένου να ενημερώνεται το σύνολο των ενδιαφερόμενων εργαζόμενων.

Ετήσια άδεια

Υπολογισμός: Κάθε εργαζόμενος δικαιούται άδεια από τον πρώτο μήνα απασχόλησής του στην ίδια επιχείρηση. Οι ημέρες της δικαιούμενης άδειας υπολογίζονται ως εξής:

Από την έναρξη της σύμβασης εργασίας και μέχρι τη συμπλήρωση 12 μηνών συνεχούς απασχόλησης (εντός δηλαδή του 1ου ημερολογιακού έτους) στην επιχείρηση ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές, κατ’ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση την ετήσια άδεια:

Όταν πρόκειται για ετήσια άδεια 24 ημερών δηλαδή για εξαήμερη εργασία, ο υπολογισμός γίνεται ως εξης: 24/12 επί τους μήνες απασχόλησης με στρογγυλοποίηση του γινομένου ή 2 ημέρες αδείας για κάθε μήνα απασχόλησης.

Όταν πρόκειται για ετήσια άδεια 20 ημερών δηλαδή για πενθήμερη εργασία): 20/12 επί τους μήνες απασχόλησης με στρογγυλοποίηση του γινομένου ή 1,6667 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης.

Με τη συμπλήρωση του 12μήνου και έως 31-12 του 2ου ημερολογιακού έτους απασχόλησης, ο εργαζόμενος δικαιούται: 25 ημέρες (για εξαήμερη εργασία) για όλο το έτος ή 25/12 μήνες απασχόλησης με στρογγυλοποίηση του γινομένου. Πενθήμερη εργασία: 21 ημέρες για όλο το έτος ή 21/12 μήνες απασχόλησης με στρογγυλοποίηση του γινομένου.

Από τη συμπλήρωση των 24 μηνών και για κάθε επόμενο έτος απασχόλησης: Εξαήμερη εργασία, 26 ημέρες πενθήμερη εργασία 22 ημέρες.
Από τη συμπλήρωση υπηρεσίας 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσίας 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας η ετήσια άδεια φτάνει τις 30 εργάσιμες ημέρες (για εξαήμερη εργασία) ή τις 25 εργάσιμες ημέρες (για πενθήμερη εργασία).
Από τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας, η ετήσια άδεια προσαυξάνεται κατά μία (1) επιπλέον εργάσιμη ημέρα, δηλαδή συνολικά 31 ημέρες αδείας για εξαήμερη εργασία και 26 ημέρες αδείας για πενθήμερη εργασία.

Ποιες ημέρες δεν συνυπολογίζονται στις ημέρες αδείας. Οι Κυριακές, οι αργίες και οι ημέρες ασθενείας (με παραμονή του μισθωτού στο σπίτι ή νοσηλεία του) που εμπίπτουν στο διάστημα της χορηγηθείσας αδείας δεν περιλαμβάνονται σε αυτή. Επιπλέον, για τους μισθωτούς που απασχολούνται επί πενθημέρου, δεν συνυπολογίζεται στον αριθμό ημερών αδείας η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν εργάζονται λόγω πενθημέρου.

Χρόνος χορήγησης. Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει, μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους, την άδεια που δικαιούται ο εργαζόμενος ανά ημερολογιακό έτος, έπειτα από αίτηση του εργαζομένου και εντός δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης. Εάν η άδεια δεν χορηγηθεί μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους με υπαιτιότητα του εργοδότη (π.χ. άρνηση, αμέλεια κλπ), τότε αυτός πρέπει να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας, προσαυξημένες κατά 100%, καθώς και το επίδομα αδείας (χωρίς ποσοστό προσαύξησης). Ο χρόνος χορήγησης της άδειας καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των εργαζομένων που δικαιούνται ημέρες αδείας θα πρέπει να ικανοποιούνται μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου έως την 30ή Σεπτεμβρίου του αυτού ημερολογιακού έτους.

Κατάτμηση αδείας. Όταν προκύπτει ιδιαίτερα σοβαρή ή επείγουσα ανάγκη, ο εργοδότης μπορεί να προχωρήσει σε κατάτμηση του χρόνου αδείας σε δύο περιόδους μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η πρώτη περίοδος δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη των έξι εργάσιμων ημερών (επί εξαημέρου εργασίας), των πέντε εργάσιμων ημερών (επί πενθημέρου εργασίας) και των δώδεκα εργάσιμων ημερών (εάν ο εργαζόμενος είναι ανήλικος).

Αποδοχές. Ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τις συνήθεις αποδοχές που θα λάμβανε αν απασχολούνταν πραγματικά στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του. Στις αποδοχές αυτές συμπεριλαμβάνεται κάθε τακτικό και μόνιμο αντάλλαγμα που λαμβάνει για την εργασία του (μισθός ή ημερομίσθιο, αλλά και πρόσθετες παροχές, όπως τροφή, κατοικία, ποσοστά, επιδόματα κ.λπ.).

Επίδομα αδείας. Ο μισθωτός δικαιούται επιπλέον και επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, χωρίς όμως και να μπορεί να ξεπερνάει σε κάθε περίπτωση τις αποδοχές 15 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με μηνιαίο μισθό και 13 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με ημερομίσθιο.

Χρόνος καταβολής. Οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας καταβάλλονται κατά την έναρξη αυτής και δεν συμψηφίζονται με ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές.

Αποδοχές μη ληφθείσας αδείας. Εάν ο εργαζόμενος δεν έχει λάβει την άδεια που δικαιούται και προκύψει λήξη της σύμβασης εργασίας (με απόλυση, παραίτηση, θάνατο εργαζομένου ή λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου), οφείλονται αποζημίωση αδείας και επίδομα αδείας, ανάλογα με τον χρόνο που παρέχονταν υπηρεσίες από τον εργαζόμενο στον εργοδότη.

Απαγορεύσεις. Κατά τη διάρκεια της άδειας απαγορεύεται η απασχόληση των μισθωτών και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για οποιονδήποτε λόγο. Η απόλυση που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της άδειας θεωρείται άκυρη.

Όλες οι περιπτώσεις αδειών που είναι σε ισχύ περιλαμβάνονται στον πλήρη οδηγό που ακολουθεί

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025