Λιγότερος χρόνος από έναν μήνα απομένει ως τις της 26ης Μαΐου και τα διλήμματα των ψηφοφόρων έρχονται σιγά-σιγά στην επιφάνεια. Οι υποψήφιοι εντείνουν τις επικοινωνιακές τους κινήσεις, στην προσπάθειά τους να επηρεάσουν θετικά όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του εκλογικού σώματος. Εκείνο, στη συνέχεια, καλείται να αποφασίσει μεταξύ κομματικών συνδυασμών, “ανταρτών” ή ανεξάρτητων κινήσεων.

Στο προεκλογικό σκηνικό “συμμετέχουν” πλέον ενεργά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς οι υποψήφιοι χρησιμοποιούν κάθε τρόπο να έρθουν σε επαφή με τον κόσμο: από μηνύματα και τηλεφωνήματα, μέχρι επισκέψεις σε λαϊκές αγορές και καφενεία.

Στο τέλος, λίγα βήματα πριν την κάλπη, στο μυαλό του ψηφοφόρου έρχονται ακόμη και τηλεοπτικά πρόσωπα, τραγουδιστές, ηθοποιοί ή ποδοσφαιρικές ομάδες. Δεν είναι λίγοι και εκείνοι που αποφασίζουν να ψηφίσουν κάποιον ή κάποια που το όνομά τους αρχίζει από “α”, “β”, “γ” ή “χ”, “ψ”, “ω”, επιβεβαιώνοντας όσους υποστηρίζουν ότι μπορεί μεν οι πολίτες να ξέρουν ποιον επιλέγουν για δήμαρχο ή περιφερειάρχη, ωστόσο δεν γνωρίζουν καθόλου τους συμβούλους που θα συγκροτήσουν το συμβούλιο που θα λαμβάνει τις αποφάσεις στον τόπο τους.

Πρόσωπο, κόμμα και προγραμματικά χαρακτηριστικά

«Σε γενικές γραμμές, το εκλογικό σώμα επηρεάζεται από τρεις παράγοντες: το πρόσωπο, το κόμμα που το υποστηρίζει και τα προγραμματικά χαρακτηριστικά μιας υποψηφιότητας», εξηγεί στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεόδωρος Χατζηπαντελής. Ο ίδιος διευκρινίζει ότι η βαρύτητα κάθε παράγοντα διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος των εκλογών και υπογραμμίζει ότι στις αυτοδιοικητικές εκλογές τα προσωπικά χαρακτηριστικά του υποψηφίου είναι σαφώς πιο ενισχυμένα. Αυτό, κατά τον κ. Χατζηπαντελή συμβαίνει περισσότερο στις δημοτικές εκλογές και λιγότερο στις περιφερειακές που προσομοιάζουν περισσότερο στις εθνικές εκλογές.

Παρόλα αυτά και στα προσωπικά χαρακτηριστικά του υποψηφίου παρατηρούνται διαφοροποιήσεις. «Τα προσωπικά χαρακτηριστικά του φύλου και της ηλικίας επηρεάζουν περισσότερο τους ανθρώπους που δεν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και σχέση με την πολιτική ενώ τα πολιτικά χαρακτηριστικά ενός υποψηφίου επηρεάζουν τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την πολιτική. Στο ενδιάμεσο βρίσκονται τα κοινωνικά – επαγγελματικά χαρακτηριστικά του υποψηφίου που ‘συγκινούν’ όσους δεν επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολιτική αλλά νοιάζονται για τις εκλογές και το τι συμβαίνει γύρω τους» σχολιάζει ο κ. Χατζηπαντελής.

Αποκαλύπτει, παράλληλα, και τη συσχέτιση της επίδρασης που έχει ένα πρόσωπο στο εκλογικό σώμα με την πολιτική ιδεολογία των ψηφοφόρων. «Οι άνθρωποι που βρίσκονται στο φάσμα της ιδεολογίας από τα αριστερά προς το κέντρο επηρεάζονται περισσότερο από τα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των υποψηφίων ενώ εκείνοι που βρίσκονται ανάμεσα στη δεξιά και το κέντρο επηρεάζονται περισσότερο από τα προσωπικά και τα πολιτικά χαρακτηριστικά. Είναι κάτι που το ξέρουμε εδώ και πολλά χρόνια» προσθέτει.

Μεγαλύτερη απεξάρτηση από τις κομματικές γραμμές σε σχέση με το παρελθόν

Τη σημασία του κομματικού προσανατολισμού υπογραμμίζει και ο ομότιμος καθηγητής πολιτικής Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δημοσθένης Δώδος, παρά το γεγονός ότι, όπως λέει, “η απεξάρτηση από τις κομματικές γραμμές και την κομματική νομιμοφροσύνη είναι μεγαλύτερη τα τελευταία χρόνια σε σχέση με το παρελθόν”.

«Κατ’ αρχάς, υπάρχει ένας αριθμός ψηφοφόρων που ψηφίζει κομματικά. Ωστόσο, επειδή στις δημοτικές εκλογές συμβαίνει – όπως και τώρα – να μην υπάρχουν αμιγή κομματικά ψηφοδέλτια, με την έννοια ότι υπάρχουν και οι λεγόμενοι ‘αντάρτες’, δίδεται στον εκλογέα μια δυνατότητα να εκφραστεί επί του προσώπου του υποψήφιου δημάρχου, έστω κι αν αυτός δεν έχει το χρίσμα ή τη βούλα του κόμματος» αναφέρει ο κ. Δώδος.

«Συχνά τις επιλογές των βασικών στελεχών των υποψηφίων δημάρχων τις κάνουν οι κομματικοί μηχανισμοί, κυρίως από την Αθήνα, με συνέπεια οι επιλογές αυτές να μην έχουν καμία σχέση και επαφή με τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος σε άλλες περιοχές, όπως για παράδειγμα η Θεσσαλονίκη» προσθέτει. Δεν παραλείπει, μάλιστα, να αναφερθεί και στη δυσαρέσκεια που εκδηλώνεται ορισμένες φορές από το εκλογικό σώμα προς τις αποφάσεις της κομματικής ηγεσίας γιατί επέλεξε να υποστηρίξει υποψηφίους που δεν είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό ή απέτυχαν στις προηγούμενες θητείες.

Πώς ψηφίζουμε συμβούλους

Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Χατζηπαντελής εκφράζει την πεποίθηση ότι το εκλογικό σώμα γνωρίζει πολύ καλά τους επικεφαλής των συνδυασμών, υποψηφίους δημάρχους ή περιφερειάρχες, ωστόσο εκτιμά ότι «δεν γνωρίζει τους συμβούλους που θα αποτελέσουν το ‘σώμα’ που αποφασίζει».

«Αν σκεφτείτε ότι στις προηγούμενες εκλογές αυτός που βγήκε πρώτος στο Δήμο Θεσσαλονίκης πήρε το 2,5% του εκλογικού σώματος σε σταυρούς, θα διαπιστώσετε ότι υπάρχει ένα πρόβλημα αντιπροσώπευσης σε αυτή την υπόθεση. Τώρα, με χιλιάδες υποψηφίους είναι σίγουρο ότι θα χειροτερέψει πολύ αυτό το πράγμα» σημειώνει.

Από την πλευρά του, ο κ. Δώδος επισημαίνει ότι «τα κριτήρια της ψήφου σε ό,τι αφορά τους συμβούλους είναι λίγο ασαφή» και εξηγεί: «καμιά φορά συμβαίνει οι πολίτες να ψηφίζουν αυτόν που έχουν δει στην τηλεόραση, σε κάποια εκπομπή, σε κάποιο σήριαλ ή σε κάποιο γήπεδο και κάποιο μαγαζί. Υπάρχει και ο κόσμος που δεν καταφεύγει στη λύση του διάσημου αλλά στην επιλογή υποψηφίων που είτε είναι νέοι στην ηλικία είτε είναι γνωστοί, συγγενείς, φίλοι, κομματικά μέλη ή γυναίκες, αν και τώρα πια οι γυναίκες είναι το ένα τρίτο των υποψηφίων υποχρεωτικά από το νόμο».

Άλλοι, όπως αναφέρει, καταφεύγουν στη λύση των επωνύμων των υποψηφίων που αρχίζουν από “α”, “β”, “γ” ή “χ”, “ψ”, “ω”, χωρίς, βέβαια, να είναι αυτό ο γενικός κανόνας αλλά η εύκολη λύση. Συμβαίνει, επίσης, και ορισμένοι να δίνουν τον τελευταίο τους σταυρό σε κάποιον που δεν έχει ελπίδες εκλογής, σε μια ένδειξη αλληλεγγύης, ή να επηρεάζονται από την ομάδα ποδοσφαίρου που υποστηρίζουν. «Υπάρχουν κοινωνικά δίκτυα που στις εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση είναι πολύ δραστήρια. Στην περίπτωση αυτή ανήκουν όσοι ψηφίζουν συγκεκριμένους υποψήφιους γιατί ανήκουν στο κοινωνικό στρώμα των οπαδών του ΠΑΟΚ, ή του Άρη, ή του Ηρακλή. Η προτίμηση στην ομάδα ποδοσφαίρου επηρεάζει, λοιπόν, και την ψήφο ακόμη και στις βουλευτικές εκλογές, το έχουμε δει αυτό» υπογραμμίζει με νόημα.

Η προεκλογική εκστρατεία αλλιώς

Στο μεταξύ, οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής της προεκλογικής εκστρατείας των υποψηφίων φαίνεται να έχουν αλλάξει. Δεν παρατηρούνται πλέον οι μεγάλες συγκεντρώσεις στις οποίες ο κόσμος γέμιζε τεράστιες πλατείες αλλά επικρατεί το μοντέλο των επισκέψεων των υποψηφίων στις γειτονιές, σε καφέ και σε σπίτια. «Έχουμε πολλά χρόνια να δούμε κεντρική εκδήλωση σε πλατεία ή γήπεδο στις αυτοδιοικητικές εκλογές» σημειώνει ο κ. Χατζηπαντελής ενώ ο Δώδος σχολιάζει: «πριν από είκοσι χρόνια ο υποψήφιος γυρνούσε στις λαϊκές και πήγαινε απρόσκλητος στα καφενεία. Τώρα οι υποψήφιοι οργανώνουν επισκέψεις σε καφέ όπου καλούν πολίτες και φίλους για να συζητήσουν μαζί».

Την ίδια στιγμή, εκλογικό κλίμα επικρατεί και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με ανακοινώσεις υποψηφιοτήτων και δημοσιεύσεις μηνυμάτων εκλογικού περιεχομένου. «Προφανώς το γεγονός ότι μέσω Facebook κάποιοι είναι φίλοι με κάποιους άλλους τους οποίους δεν γνωρίζουν, πιθανόν να τους παρακινεί να ψηφίσουν έναν ‘φίλο’ υποψήφιο. Παρόλα αυτά δεν νομίζω ότι παρακινεί το εκλογικό σώμα να ψηφίσει κάποιον φίλο, ο οποίος είναι σε αντίθετο συνδυασμό από αυτόν που υποστηρίζει» σχολιάζει.

Ο κ. Χατζηπαντελής εκτιμά πάντως μόλις στο 10% με 12% το ποσοστό της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αναφορικά με την πολιτική. “Κυρίως οι χρήστες του Facebook το χρησιμοποιούν για το λόγο για το σκοπό που έχει φτιαχτεί, δηλαδή για να διατηρούν επαφή με φίλους και να ενημερώνονται για κοινωνικά γεγονότα. Για την πολιτική δεν το πολυχρησιμοποιούν ούτε δίνουν και μεγάλη σημασία σε όσα δημοσιεύονται από πλευράς αξιοπιστίας” τονίζει.

Νέα δεδομένα με την απλή αναλογική

Νέα δεδομένα στην εκλογική διαδικασία αλλά και στα αποτελέσματα που θα έχει αυτή φέρνει, άλλωστε, η απλή αναλογική. «Οι φετινές εκλογές έχουν την ιδιαιτερότητα ότι δεν ισχύει πλέον αυτό που συνέβαινε στο παρελθόν, ότι ‘σταυρώναμε’, δηλαδή, τον φίλο μας, έστω και αν ήταν σε διαφορετικό ψηφοδέλτιο από εκείνο που εκφράζει τις απόψεις μας. Η προοπτική που υπήρχε ήταν έτσι κι αλλιώς στον δεύτερο γύρο να ψηφίσουμε το ψηφοδέλτιο της καρδιάς μας. Φέτος η κάθε ψήφος στον πρώτο γύρο μετρά για τον προσδιορισμό του αριθμού των δημοτικών συμβούλων που θα εκλέξει κάθε συνδυασμός, λόγω απλής αναλογικής. Αυτό συνιστά και μια πιο γνήσια έκφραση της βούλησης του ψηφοφόρου» υπογραμμίζει ο κ. Δώδος.

Για προβλήματα λειτουργίας των Δήμων, κάνει, ωστόσο, λόγο ο κ. Χατζηπαντελής καθώς, όπως αναφέρει, «δεν ξέρουμε πώς θα συγκροτηθούν τα δημοτικά και τα περιφερειακά συμβούλια, λόγω του μεγάλου πλήθους των υποψηφιοτήτων». «Έχουμε καιρό ακόμη, θα δούμε τι θα γίνει στην πράξη» προσθέτει.

Σχετικά με την ψήφο των 17χρονων, και οι δύο καθηγητές συμφωνούν ότι δεν αλλάζει ουσιαστικά κάτι, καθώς, γενικά, σε όλες τις εποχές οι νεότεροι άνθρωποι έχουν λιγότερες προσλαμβάνουσες παραστάσεις για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, σε σχέση με μεγαλύτερους που ενδιαφέρονται με την πολιτική, λόγω της σχέσης τους με το εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο είναι ενταγμένοι.

Όσο για το ποσοστό της αποχής, ο κ. Χατζηπαντελής εκτιμά ότι η συμμετοχή στις εκλογές στην Ελλάδα δεν έχει πολύ μεγάλες διαφοροποιήσεις, όμως τα ποσοστά της αποχής εμφανίζονται εσφαλμένα μεγάλα, εξαιτίας των εκλογικών καταλόγων στους οποίους εμφανίζονται περισσότεροι εγγεγραμμένοι από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. «Με βάση την απογραφή στην Ελλάδα υπάρχουν 10 εκατομμύρια άνθρωποι, 8 εκατομμύρια πάνω από 17 ετών. Στην πραγματικότητα όμως ο αριθμός των εκλογέων είναι 8 εκατομμύρια και η συμμετοχή φτάνει τα 6 εκατομμύρια καθώς υπάρχουν εγγεγραμμένοι που είτε έχουν φύγει από την Ελλάδα και δεν έχουν επιστρέψει ποτέ είτε έχουν πεθάνει και κανείς δεν έχει δηλώσει τον θάνατό τους» σημειώνει. Τονίζει, τέλος, την ανάγκη εκσυγχρονισμού της εκλογικής νομοθεσίας, ώστε να σταματήσει το σύστημα των ετεροδημοτών και να υπάρξει επιστολική ψήφος.

ΑΠΕ