Προσωρινή προστασία της κύριας κατοικίας και από τους πλειστηριασμούς για απλήρωτα χρέη προς το Δημόσιο προβλέπει για όσους συμφωνούν σε συναινετική ρύθμιση οφειλών με τις τράπεζες ο Ν. 4605/2019 που ψηφίστηκε πρόσφατα για να αντικαταστήσει τον Ν. 3869/2010 ή “νόμο Κατσέλη”. Η προστασία αυτή παρέχεται αν και ο Ν. 4605/2019 δεν προβλέπει ρύθμιση οφειλών προς το Δημόσιο.
Ωστόσο η προστασία αυτή δεν εμποδίζει την επιβολή λοιπών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικών μέτρων στην κύρια κατοικία του αιτούντος, ούτε τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικών μέτρων στην υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη για τα χρέη του προς το Δημόσιο.
Σύμφωνα με διευκρινιστική εγκύκλιο της ΑΑΔΕ, κάθε φυσικό πρόσωπο που δικαιούται να υπαχθεί στο νέο καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς για χρέη προς τις τράπεζες, με τον νόμο 4605/2019 προστατεύεται ταυτόχρονα και από τους πλειστηριασμούς για χρέη προς το Δημόσιο. Ωστόσο, οι φορολογικές αρχές εξακολουθούν να έχουν το δικαίωμα κατασχέσεων και στην κύρια και σε τυχόν δευτερεύουσες κατοικίες του καθώς και στις καταθέσεις και τα εισοδήματά του προκειμένου να εισπράξουν τις οφειλές του προς αυτές.
Στη εγκύκλιο που εκδόθηκε διευκρινίζονται τα εξής:
1. Από την αναγκαστική ρευστοποίηση, εμπίπτουν μόνο οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα, από οποιαδήποτε αιτία, καθώς και οφειλές από στεγαστικό δάνειο προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, για τις οποίες υφίσταται εμπράγματη ασφάλεια στην κύρια κατοικία του οφειλέτη ή του τρίτου αιτούντος. Επομένως, με τις διαδικασίες που προβλέπονται στις νέες διατάξεις δεν ρυθμίζονται οφειλές στη Φορολογική Διοίκηση. Επίσης, δεν ρυθμίζονται ούτε οφειλές φυσικών προσώπων για τις οποίες υφίσταται εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.
2. Η προστασία της κύριας κατοικίας του αιτούντος, κατ’ εφαρμογή των νέων διατάξεων, ισχύει και έναντι του Δημοσίου, ως πιστωτή παρά το γεγονός ότι οι απαιτήσεις αυτού δεν είναι επιδεκτικές ρύθμισης.
3. Για τον δανειολήπτη ο οποίος κρίνεται επιλέξιμος κατά τον προέλεγχο επιλεξιμότητας του άρθρου 73, ισχύει αυτοδίκαιη αναστολή κάθε πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας του, η οποία αρχίζει να ισχύει, έναντι των πιστωτών που δεν περιλαμβάνονται στην αίτηση, μεταξύ των οποίων και το Δημόσιο, από τη μεταγραφή στο βιβλίο μεταγραφών ή την καταχώριση στο κτηματολογικό φύλλο της αίτησης για τη ρύθμιση οφειλών και λήγει:
1. είτε με την επίτευξη της συναινετικής ρύθμισης οφειλών με έναν τουλάχιστον πιστωτή
2. είτε, σε περίπτωση μη επίτευξης συναινετικής ρύθμισης οφειλών , μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας για την υποβολή αίτησης δικαστικής ρύθμισης
3. είτε, σε περίπτωση μη επίτευξης συναινετικής ρύθμισης οφειλών (ως ανωτέρω) και εμπρόθεσμης (παρ. 4 άρθρου 77) υποβολής αίτησης δικαστικής ρύθμισης, με τη συζήτηση του αιτήματος προσωρινής διαταγής, που υποβάλλεται με την αίτηση δικαστικής ρύθμισης, οπότε είναι δυνατόν να επέλθουν τα ακόλουθα αποτελέσματα:
– Η συνέχιση της αναστολής, σε περίπτωση αποδοχής από το δικαστήριο του αιτήματος προσωρινής διαταγής, καθ’ όσον με αυτή διατάσσεται αναστολή του πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας υπό τους όρους που ορίζονται σε αυτή και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης. Σημειώνεται πάντως ότι το δικαστήριο δύναται να ανακαλέσει την προσωρινή διαταγή οποτεδήποτε.
– Η λήξη της αναστολής, σε περίπτωση απόρριψης από το δικαστήριο του αιτήματος προσωρινής διαταγής.
Σημειώνεται ότι προσωρινή προστασία της κύριας κατοικίας με προσωρινή διαταγή μπορεί να χορηγηθεί και στο πλαίσιο εκδίκασης της αίτησης δικαστικής ρύθμισης σε δεύτερο βαθμό.
4. Για τον οφειλέτη που έχει υποβάλει αίτηση συναινετικής ρύθμισης και δεν κρίνεται επιλέξιμος κατά τον προέλεγχο επιλεξιμότητας δεν ισχύει αυτοδίκαιη αναστολή πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας. Ο αιτών όμως, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 78, έχει τη δυνατότητα να αιτηθεί την αναστολή του πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας του σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 1000 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.