Oι δαπάνες των νοικοκυριών για κατανάλωση. Πέραν των μέτρων στήριξης της κυβέρνησης κατά της ενεργειακής κρίσης, σε σημαντικό βαθμό συνέβαλαν οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις της πανδημίας, όπως επισημαίνει η Eurobank, στο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με την Ημερησία, την ίδια στιγμή η πρόσφατη έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ καταδεικνύει ότι από τον Απρίλιο του 2022 και ύστερα η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 19%.
Ωστοσο, η επίδραση της ακρίβειας είναι ασύμμετρη όπως προκύπτει από την ανάλυσης που παρουσιάζει την απώλεια τη αγοραστικής δύναμης ανά εισοδηματικό κλιμάκιο, καθώς τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ καταγράφουν απώλεια της αγοραστικής τους δύναμης έως και 40%.
Σύμφωνα με μελέτη της τράπεζας Πειραιώς, το Μαϊο του 2022 ο πληθωρισμός κυμαινόταν από 8,5% στα νοικοκυριά με εισόδημα πάνω από 3.500 ευρώ τον μήνα και έως 11,1% σε αυτά με εισόδημα 751-1.100 ευρώ και στο 9,5% στα εισοδήματα από 2.800-3.500 ευρώ τον μήνα .
«Στην τρέχουσα συγκυρία, νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα βιώνουν υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού, τα οποία φθίνουν όσο ανερχόμαστε στην εισοδηματική κλίμακα», σημείωνε η μελέτη και ενώ ο πληθωρισμός είχε σκαρφαλώσει τον Απρίλιο στο 10,2%, δηλαδή, στα επίπεδα της δεκαετίας του ’90.
«Επιστρέφοντας» στο σήμερα και στην ανάλυση της Eurobank, σύμφωνα με τους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ, η κατανάλωση των νοικοκυριών το δεύτερο τρίμηνο 2022 αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 20,1% (6,3 δισ. ευρώ), ενώ το διαθέσιμο εισόδημα μόλις κατά 1,7% (0,5 δισ. ευρώ).
Τρώνε από τα… έτοιμα
Ως εκ τούτου, η αποταμίευση των νοικοκυριών από το θετικό έδαφος των 1,1 δισ. ευρώ (3,4% ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος) το δεύτερο τρίμηνο 2021, συρρικνώθηκε στο αρνητικό έδαφος των 4,7 δισ. (14,2% ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος) το δεύτερο τρίμηνο 2022.
Βάσει των στοιχείων των εν λόγω λογαριασμών, αποδεικνύεται ότι οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, 8,9 δισ. ευρώ, σωρευτικά από το β’ τρίμηνο 2020 μέχρι το β΄ τρίμηνο 2021, χρηματοδότησαν σε μεγάλο βαθμό την ανάκαμψη της κατανάλωσης. Σημειώνεται ότι από το τρίτο τρίμηνο 2021 μέχρι το δεύτερο τρίμηνο 2022 οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ήταν αρνητικές στα 9,3 δισ. ευρώ.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης λιανικού εμπορίου, ένα μέγεθος που δείχνει τις πωλήσεις του κλάδου σε σταθερές τιμές και παρουσιάζει ισχυρή θετική συσχέτιση με την ιδιωτική κατανάλωση, αυξήθηκε κατά 0,9% MoM / 4,3% ΥοΥ τον Αύγουστο 2022 από 1,5% MoM / 1,4% ΥοΥ τον Ιούλιο 2022. (ΜοΜ = μηναία ποσοστιαία μεταβολή, ΥοΥ= ετήσια μεταβολή)
Για το σύνολο της περιόδου Ιανουαρίου-Αυγούστου 2022 κατέγραψε αύξηση 4,6% ΥοΥ από 9,0% ΥοΥ την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.
Η επιβράδυνση, πέραν των επιδράσεων της ενεργειακής κρίσης και της αύξησης, ήταν σε ένα βαθμό αναμενόμενη, καθότι ο εν λόγω κλάδος υπεραπέδωσε το 2021. Συγκεκριμένα, ο όγκος των πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο το 2021 υπερέβη τα προ πανδημίας επίπεδα, δηλαδή του 2019, κατά 6,1%.
Οπως αναφέρει η Eurobank στο τακτικό της δελτίο για την ελληνική οικονομία, η επιβράδυνση, πέραν των επιδράσεων της ενεργειακής κρίσης και της αύξησης του επιπέδου των τιμών, ήταν σε έναν βαθμό αναμενόμενη, καθότι ο εν λόγω κλάδος υπεραπέδωσε το 2021. Συγκεκριμένα, ο όγκος των πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο το 2021 υπερέβη τα προ πανδημίας επίπεδα, ήτοι του 2019, κατά 6,1%.
Σε ό,τι αφορά τον όγκο των πωλήσεων στις επί μέρους κατηγορίες καταστημάτων για τον μήνα Αύγουστο 2022, θετικά ξεχώρισαν οι κατηγορίες των τροφίμων, ποτών και καπνού, των φαρμακευτικών και καλλυντικών, των επίπλων, ηλεκτρικών ειδών και οικιακού εξοπλισμού και των βιβλίων, χαρτικών και λοιπών ειδών.
Η ένδυση και υπόδηση σημείωσε την υψηλότερη μηνιαία αύξηση με 6,5%, εν μέρει και λόγω των θερινών εκπτώσεων, καλύπτοντας σχεδόν το σύνολο των απωλειών των δύο προηγούμενων μηνών. Παρά ταύτα, σε ετήσια βάση, είχε τη χειρότερη επίδοση από όλες τις κατηγορίες καταστημάτων με συρρίκνωση 3,4%. Τέλος, τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (super markets) και τα πολυκαταστήματα κατέγραψαν μείωση του όγκου των πωλήσεων σε μηνιαία βάση κατά 1,6% και 0,7% αντίστοιχα, ενώ σε ετήσια βάση η επίδοσή τους ήταν σχετικά ισχνή.