Πίνακας περιεχομένων
Με φόντο τις εξελίξεις στο δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, η νέα μελέτη του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) φωτίζει τις προκλήσεις που φέρνει το μέλλον για τον πληθυσμό και την εργασία στη χώρα. Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντής του ΙΔΕΜ, Βύρωνας Κοτζαμάνης, αναλύει πώς θα μεταβληθεί η ηλικιακή δομή του πληθυσμού έως το 2050, με έμφαση στη μείωση του ενεργού πληθυσμού (20-64 ετών) και την παράλληλη αύξηση των ατόμων άνω των 65 ετών. Μέσα από τη μελέτη του, αναδεικνύονται οι επιπτώσεις αυτών των αλλαγών στην εργασία, αλλά και οι όροι υπό τους οποίους μπορεί να διατηρηθεί η απασχόληση σε βιώσιμα επίπεδα.
Σταθερή μείωση των νέων – αύξηση των ηλικιωμένων
Σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, η συνεχής μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα ηλικίας 20-64 ετών οφείλεται κυρίως στη διαχρονική υποχώρηση της γονιμότητας. Οι γυναίκες που απέκτησαν παιδιά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες είχαν κατά μέσο όρο 2,2 παιδιά, ενώ όσες γεννήθηκαν γύρω στο 1960 είχαν δύο, και όσες γύρω στο 1985 λιγότερα από 1,5 παιδί ανά γυναίκα. Αυτή η μείωση αποτυπώθηκε στις γεννήσεις, οι οποίες μειώνονται σταθερά από το 1980, με έντονη επιτάχυνση την τελευταία 15ετία, λόγω της ταυτόχρονης μείωσης των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας – μια τάση που δεν αναμένεται να ανακοπεί τις επόμενες δεκαετίες.
Δείτε Δημογραφικές τάσεις: Πόσος θα είναι ο παγκόσμιος πληθυσμός στα τέλη του αιώνα
Η μείωση αυτή επηρέασε αρχικά τις ηλικίες 0-19 ετών και στη συνέχεια τον νεανικό πληθυσμό αναπαραγωγικής και παραγωγικής ηλικίας (20-44 ετών), καθώς και τις ηλικίες 45-64. Η μεταναστευτική ροή μετά το 1990 επιβράδυνε προσωρινά τη συρρίκνωση των ηλικιών 0-64, χωρίς όμως να την αποτρέψει.
Την ίδια ώρα, οι άνω των 65 ετών αυξάνονται σταθερά, καθώς προέρχονται από τις πολυπληθείς γενιές πριν το 1980, ενώ επωφελούνται και από τη σημαντική αύξηση του προσδόκιμου ζωής, αποτέλεσμα της μείωσης της θνησιμότητας από τη δεκαετία του ’50. Στην επιτάχυνση της δημογραφικής γήρανσης συνέβαλε και το αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο της τελευταίας 15ετίας, με περισσότερες εξόδους από εισόδους, κυρίως από άτομα ηλικίας 25-45 ετών, τόσο Έλληνες όσο και αλλοδαπούς που είχαν γεννηθεί ή εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Όπως επισημαίνει ο κ. Κοτζαμάνης, η δημόσια συζήτηση επικεντρώνεται μόνο στη φυγή επιστημόνων (brain drain), παραβλέποντας ότι ένα μεγάλο μέρος όσων έφυγαν είχαν χαμηλό ή μεσαίο μορφωτικό επίπεδο, γεγονός που επιδείνωσε τα ελλείμματα εργατικού δυναμικού σε αρκετούς κλάδους.
Πληθυσμός και ηλικιακή σύνθεση στην Ελλάδα
Η ανάλυση δείχνει ότι μέχρι το 2050, το μόνο ηλικιακό τμήμα του πληθυσμού που θα αυξάνεται θα είναι οι άνω των 65 ετών, οι οποίοι θα αποτελούν πάνω από το ένα τρίτο των κατοίκων της χώρας (έναντι 24% σήμερα). Εάν το μεταναστευτικό ισοζύγιο παραμείνει μηδενικό, ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 1,3 έως 1,5 εκατομμύρια άτομα μεταξύ 2025 και 2050, κυρίως λόγω της μείωσης των ηλικιών κάτω των 65 ετών, και ειδικά των 20-64.
Η ομάδα 20-64 ετών, που αντιπροσωπεύει τον ενεργό πληθυσμό, θα μειωθεί κατά περίπου 1,7 εκατ., πέφτοντας από 5,95 εκατ. το 2025 σε 4,27 εκατ. το 2050. Το ερώτημα που θέτει ο κ. Κοτζαμάνης είναι εάν μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να διατηρηθεί ο αριθμός των εργαζομένων αυτής της ομάδας στα σημερινά επίπεδα των 4 εκατομμυρίων.
Διαβάστε επίσης Πόσοι άνθρωποι ζουν στη γη – Πόσο αυξήθηκε ο πληθυσμός
Δύο βασικές προϋποθέσεις για διατήρηση της εργασίας
Ο πρώτος όρος είναι η αύξηση της συμμετοχής στην απασχόληση. Σήμερα, τα ποσοστά συμμετοχής είναι χαμηλά τόσο για τις γυναίκες σε όλες τις ηλικίες όσο και για τα άτομα ηλικίας 20-29 και 55-64 ετών, ενώ η ανεργία παραμένει υψηλή. Αν το ποσοστό απασχόλησης ανέλθει σταδιακά από 67% σήμερα σε 82% έως το 2050, η μείωση του αριθμού των εργαζομένων μπορεί να περιοριστεί σημαντικά. Στην περίπτωση αυτή, οι εργαζόμενοι θα φτάσουν τα 3,5 εκατομμύρια, μόλις 515.000 λιγότεροι από τους 4,015 εκατομμύρια του 2025. Έτσι, θα αναλογούν 1,1 εργαζόμενοι 20-64 ετών για κάθε άτομο άνω των 65, έναντι 1,6 σήμερα.
Ο δεύτερος όρος είναι η ύπαρξη ενός θετικού μεταναστευτικού ισοζυγίου, της τάξης των 700.000 ατόμων μέχρι το 2050 (περίπου 28.000 εισροές ετησίως). Αυτό το ισοζύγιο είναι χαμηλότερο από εκείνο της περιόδου 1991-2010 (40.000 ετησίως), αλλά επαρκές ώστε να περιορίσει τη μείωση του πληθυσμού 20-64 ετών και να αυξήσει κατά περίπου 500.000 τον αριθμό των απασχολούμενων. Έτσι, ο αριθμός των εργαζομένων το 2050 μπορεί να φτάσει τα 4 εκατ., και η αναλογία απασχολούμενων 20-64 ετών προς ηλικιωμένους 65+ να διαμορφωθεί στο 1,24 (έναντι 1,64 σήμερα).
Μεταναστευτική πολιτική και δημογραφική ανανέωση
Η ύπαρξη θετικού μεταναστευτικού ισοζυγίου δεν ενισχύει μόνο την αγορά εργασίας, αλλά συμβάλλει και στην επιβράδυνση της δημογραφικής γήρανσης. Όπως αναφέρεται στη μελέτη, ένα σημαντικό μέρος των νέων μεταναστών θα ανήκει στην αναπαραγωγική ηλικία (25-49 ετών). Σε διαφορετική περίπτωση, και αν το ισοζύγιο παραμείνει μηδενικό, ο αριθμός των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας αναμένεται να μειωθεί κατά 465.000 άτομα έως το 2050 – πτώση κατά 28% – με αρνητικές συνέπειες στις γεννήσεις.
Ακόμη κι αν επιτευχθεί ο στόχος διατήρησης της απασχόλησης, η αναλογία εργαζομένων προς ηλικιωμένους θα μεταβληθεί επί τα χείρω: από 164 εργαζόμενους ανά 100 άτομα άνω των 65 σήμερα, σε μόλις 124 το 2050. Αυτή η αλλαγή, χωρίς πρόσθετες παρεμβάσεις, θα έχει επιπτώσεις σε πολλούς τομείς και απαιτεί πολιτικές που θα αμβλύνουν ή και θα ανατρέψουν τις συνέπειες των δημογραφικών εξελίξεων.
Σε δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Κοτζαμάνης τονίζει πως η παραγωγή πλούτου για την κάλυψη αναγκών – όχι μόνο στο ασφαλιστικό σύστημα – δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τον αριθμό των εργαζομένων. Ρόλο παίζει η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, όπως και πλήθος άλλων παραγόντων, τους οποίους αναδεικνύουν σταθερά οι εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, του ΚΕΠΕ και διεθνών οργανισμών.
Δείτε επίσης Σχολεία: Ανησυχία για τη μείωση του μαθητικού πληθυσμού