«Ορισμένες από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που είναι εχθρικές προς τη μετανάστευση από την Αφρική ή την Ασία έχουν ψηφοφόρους οι οποίοι ανησυχούν για ένα κάπως διαφορετικό φαινόμενο: τους νέους και τις νέες που κάθε χρόνο κουνούν μαντήλι στους φίλους και στις οικογένειές τους και πηγαίνουν στο εξωτερικό» γράφει η ιταλική εφημερίδα La Stampa.
Για τους Ιταλούς, τους Πολωνούς, τους Ούγγρους -χώρες οι κυβερνήσεις των οποίων διάκεινται εχθρικά προς τους πρόσφυγες- η μετανάστευση των συμπατριωτών τους, ιδίως των νέων είναι πιο ανησυχητική από την άφιξη των αλλοδαπών. «Στην περίπτωση της Ιταλίας, δύο στους τρεις κατοίκους θεωρούν την φυγή των νέων τους στο εξωτερικό ως μεγαλύτερη απειλή από τη μετανάστευση» γράφει η ιταλική εφημερίδα, εκτιμώντας ότι το φαινόμενο αφορά «ολόκληρο το φάσμα της κοινωνίας κατά μήκος της νότιας και ανατολικής πλευράς της Ευρώπης»
Αλλά και σε χώρες με κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν με θετικό τρόπο τους πρόσφυγες -όπως η Ελλάδα και η Ισπανία- η φυγή των νέων στο εξωτερικό φαίνεται να ανησυχεί όλο και περισσότερο τους πολίτες. Παρά το γεγονός ότι το φαινόμενο αυτό δεν είναι κάτι καινούριο, υπάρχει εδώ και δεκαετίες, αλλά εντάθηκε στα χρόνια της κρίσης.
Ο αναπληρωτής υπουργός Έρευνας και Τεχνολογίας Κώστας Φωτάκης, σε πρόσφατη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, υπενθύμισε ότι ο ρυθμός του brain drain δεκαπλασιάστηκε στη διάρκεια της κρίσης.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας του Ευρωπαϊκού Συμβούλιου Διεθνών Σχέσεων (European Council on Foreign Relations – ECFR) η φυγή των Ελλήνων στο εξωτερικό και όχι η είσοδος των προσφύγων στην Ελλάδα ανησυχεί περισσότερο τους Έλληνες. Πάνω από το 50% των ερωτηθέντων σε έρευνα που διεξήγαγε το YouGov στη χώρα μας (και σε άλλες 14 χώρες της Ευρώπης) ζητούν τη λήψη μέτρων ώστε να αποτρέψει τους Έλληνες να φύγουν από τη χώρα για μεγάλο χρονικό διάστημα. «Ήδη υπάρχουν τα πρώτα δείγματα γραφής αντιστροφής του φαινομένου», αναφέρει ο κ. Φωτάκης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στον ρόλο του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) που συστάθηκε το 2016, στην προσπάθεια αντιστροφής του φαινομένου.
Πληγή για την Ευρώπη
Όπως γράφει η La Stampa, στην Ιταλία, το 32% των ψηφοφόρων ανησυχούν περισσότερο για τη μετανάστευση των συμπατριωτών τους, ενώ μόνο το 24% ανησυχεί για την είσοδο νέων αλλοδαπών. Στη Ρουμανία, που σήμερα βλέπει το ένα πέμπτο του πληθυσμού να είναι στο εξωτερικό, η αναλογία αυτή είναι 55% και 10%. Στην Ουγγαρία, το 39% ανησυχεί περισσότερο λόγω της μετανάστευσης των παιδιών τους και μόνο το 20% για την είσοδο προσφύγων. «Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η εχθρότητα προς τους αλλοδαπούς έχει γίνει επίσημη ιδεολογία από το κυβερνών κόμμα Fidesz και τον Ούγγρο πρωθυπουργό Όρμπαν», επισημαίνει η ιταλική εφημερίδα. Ακόμη και στην Ισπανία, παρά τα χρόνια της ανάκαμψης, είναι διπλάσιοι αυτοί που ανησυχούν περισσότερο για τη φυγή στο εξωτερικό των συμπατριωτών τους από αυτούς που φοβούνται την είσοδο προσφύγων. Και στην Πολωνία, μια χώρα με μια ηγεσία και μια κυβέρνηση με ξενοφοβικούς τόνους, η δυναμική είναι παρόμοια. «Είναι σαν οι ψηφοφόροι στην Ιταλία και αλλού να προσπαθούν να πουν στους πολιτικούς τους ότι το πρόβλημα δεν είναι ανάμεσα στους ευρωσκεπτικιστές και τους αλληλέγγυους φιλοευρωπαίους, όπως διατείνονται πολλοί. Η φυγή των νέων έχει γίνει …αόρατη στις βραδινές συζητήσεις στην τηλεόραση» γράφει η La Stampa και προσθέτει: «Οι ίδιοι ηγέτες που έχουν επιβληθεί στην Ευρώπη υποσχόμενοι να “κλείσουν τα σύνορα” σήμερα βλέπουν τους πολίτες τους να το ζητούν αλλά ακριβώς για τον αντίθετο λόγο: να εμποδίσουν τους νέους να πάνε αλλού, να τους κρατήσουν κοντά. Το 52% των Ιταλών, το 50% των Πολωνών και το 49% των Ούγγρων είναι υπέρ μέτρων που να εμποδίζουν τους συμπατριώτες τους να εγκαταλείψουν τη χώρα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Θέλουν να τους σταματήσουν, να μείνουν στη χώρα, να μην αφήσουν πίσω τους άδεια διαμερίσματα στα αστικά προάστια που όλο και περισσότερο θα κατοικούνται από ηλικιωμένους» γράφει η ιταλική εφημερίδα.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, η φυγή των νέων είναι προφανώς πληγή στη συνείδηση των ψηφοφόρων. Σύμφωνα με το ίδρυμα Istat, 738.000 Ιταλοί μετανάστευσαν στο εξωτερικό μεταξύ του 2008 και του 2017. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat που ανακοινώθηκαν από το Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών Πολιτικής, το 3,1% του ενηλίκου ιταλικού πληθυσμού ζει και εργάζεται σε άλλα μέρη του κόσμου. Είναι πρακτικά βέβαιο ότι οι πραγματικοί αριθμοί είναι πολύ μεγαλύτεροι, εκτιμά η Stampa
Το 2017, σύμφωνα με την Istat, 14.200 Ιταλοί πήγαν στη Γερμανία, αλλά το γερμανικό στατιστικό ινστιτούτο Destatis κατέγραψε ότι έφτασαν τέσσερις φορές περισσότεροι, και 22.000 Ιταλοί πήγαν στη Βρετανία πριν από δύο χρόνια, αλλά η κυβέρνηση του Λονδίνου έχει μετρήσει πάνω από δύο φορές περισσότερους. Στην Ισπανία, ο αριθμός των Ιταλών μεταναστών το 2017 ήταν 8.000 σύμφωνα την Istat, αλλά περισσότεροι από 20.000 με βάση τα στοιχεία από τις αρχές της Μαδρίτης. Χρόνια και χρόνια αναζήτησης μιας αξιοπρεπούς εργασίας σπρώχνουν εκατοντάδες χιλιάδες νέους Ευρωπαίους στη φυγή, αφήνοντας μια βαθειά πληγή στους ίδιους αλλά και σε φίλους και γονείς που τους περιμένουν να γυρίσουν.
Κ. Φωτάκης: Ποιοτικές θέσεις εργασίας το αντίδοτο στη φυγή
Με τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και ελκυστικού περιβάλλοντος, εκτιμά ότι μπορεί να ανακοπεί και να αναστραφεί το brain drain, ο αναπληρωτής υπουργός Έρευνας και Καινοτομίας Κώστας Φωτάκης. Όπως λέει, «για να προσελκύσουμε τους νέους επιστήμονες χρειάζονται τρία πράγματα: Το πρώτο είναι να υπάρχουν θέσεις εργασίας. Αυτή είναι αναγκαία συνθήκη αλλά όχι και ικανή. Το δεύτερο είναι να υπάρχουν ελκυστικά εργασιακά περιβάλλοντα για τη διεξαγωγή ερευνητικού έργου, όπου ένας νέος ερευνητής μπορεί να αναδείξει το ταλέντο του και τη δημιουργικότητά του. Το τρίτο στοιχείο είναι η δημιουργία προοπτικών που να εμπνέουν. Πρέπει ο νέος επιστήμονας να έχει την αίσθηση ότι συμμετέχει σε κάτι ευρύτερο και φιλόδοξο για την κοινωνία».
Απώτερος στόχος είναι η έγκαιρη και ισχυρή επιστημονική παρουσία της χώρας διεθνώς ώστε να γίνεται συνδιαμορφωτής των εξελίξεων.
Ο Κ. Φωτάκης τόνισε στο ΑΠΕ ΜΠΕ ότι το συγκεκριμένο ζήτημα τέθηκε ψηλά στην ατζέντα της σημερινής κυβέρνησης, η οποία, κυρίως μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων, έδωσε κίνητρα για την επιστροφή Ελλήνων επιστημόνων στη χώρα. Και κάνει ιδιαίτερη αναφορά στον ρόλο του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) που συστάθηκε το 2016, στην προσπάθεια αντιστροφής του φαινομένου.
Πέραν του ΕΛΙΔΕΚ, ο κ. Φωτάκης στέκεται και στη δράση «Ερευνώ- Δημιουργώ- Καινοτομώ», η οποία έχει καθοριστικό ρόλο στη συγκράτηση επιστημόνων στην Ελλάδα από τον ιδιωτικό τομέα, ενώ προαναγγέλλει τη χρηματοδοτική ενίσχυση του στελεχικού δυναμικού καινοτόμων ελληνικών επιχειρήσεων. «Στόχος μας είναι να φθάσουμε σε μια ισορροπία από τη χώρα προς τα έξω και το αντίστροφο», επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Ο αναπληρωτής υπουργός αναγνωρίζει ότι πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της χώρας και τονίζει ότι μπορεί να ξεπεραστεί μέσω της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου και της επένδυσης στην οικονομία, στη γνώση.
Παρά τον προβληματισμό του για τις διαφαινόμενες κοινωνικές επιπτώσεις, εμφανίζεται αισιόδοξος για τη συμμετοχή της χώρας στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση, αναφέροντας ότι οι επιστημονικές ειδικότητες που σχετίζονται με αυτή βρίσκονται σε αφθονία στην Ελλάδα. Μάλιστα επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι θα υπάρξουν συγκεκριμένες χρηματοδοτικές δράσεις για τους τομείς που εμπίπτουν στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση, όπως η αγροδιατροφή και η υγεία.
Με στοιχεία από τις πρώτες προκηρύξεις του ΕΛΙΔΕΚ, που αφορούν πάνω από 1.000 νέους επιστήμονες, το 34% των υποψηφίων διδακτόρων και το 17% των μεταδιδακτόρων που μέχρι πρόσφατα είχαν ενασχόληση σε μη ερευνητικές δραστηριότητες, επιστρέφουν στην έρευνα εξαιτίας των δράσεων του ΕΛΙΔΕΚ. Επίσης, οι μισοί από τους υποψήφιους διδάκτορες, αλλά και τους μεταδιδάκτορες, θα έφευγαν από τη χώρα, όπως οι ίδιοι έχουν δηλώσει, αν δεν λάμβαναν αυτή την υποστήριξη. Ακόμη, το 72% των μεταδιδακτόρων που επιστρέφει από το εξωτερικό είναι εξαιτίας του σχήματος με το ΕΛΙΔΕΚ που προσφέρει ελκυστικό περιβάλλον για επιστημονική εργασία.
Ο Κ. Φωτάκης τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τη θεαματική αύξηση των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη μέσα σε συνθήκες κρίσης, τονίζοντας ότι οι δαπάνες αυτές δεν αποτελούν κόστος αλλά επένδυση. Επισημαίνει ιδιαίτερα τη σημαντική αύξηση των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη από τον ιδιωτικό τομέα, εκφράζοντας την άποψη ότι αποτελεί ένδειξη εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Όπως εξηγεί ο αναπληρωτής υπουργός Έρευνας και Τεχνολογίας, «η υλοποίηση του στόχου αποδεικνύεται έμπρακτα, καθώς οι δαπάνες για την έρευνα και την καινοτομία και ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτο αριθμό, έφθασαν σε ύψη- ρεκόρ για τη χώρα, ξεπερνώντας τα 2 δισ. ευρώ και 1,13% του ΑΕΠ, δηλαδή είναι κάτι που γίνεται για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας».