Μεσοπρόθεσμα είναι πιθανότερο η Ελλάδα να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη», παρά να συνεχίσει να αποτελεί μέλος της, σύμφωνα με έκθεση του Economist Intelligence Unit (EIU) για τις σημαντικότερες απειλές που είναι πιθανό να αντιμετωπίσει ο κόσμος τα επόμενα χρόνια. Οι πιθανότητες, η έξοδος της Ελλάδας να προκαλέσει την έξοδο και άλλων χωρών, όπως η Ιταλία, είναι μόλις 0% με 10% τα επόμενα δύο χρόνια. Ωστόσο αν επαληθευτεί το σενάριο, θα μπορούσε να προκαλέσει υποχώρηση της παγκόσμιας ανάπτυξης κατά μία με δύο ποσοστιαίες μονάδες.
Σύμφωνα με τους αναλυτής του EIU, η Ελλάδα ταλανίζεται από προβλήματα όπως η «βαθιά ριζωμένη διαφθορά της ολιγαρχίας της, έλλειψη ξένων επενδύσεων (ως αποτέλεσμα κλειστών κλάδων, προστατευτισμού και εχθρότητας προς ξένες εταιρείες) με επακόλουθο την έλλειψη ανταγωνιστικότητας». Συνεπώς, θεωρούν οι συντάκτες, η αποχώρηση της Ελλάδας δεν αποτελεί συστημική απειλή για την Ευρωζώνη, ενώ προβλέπουν παρέμβαση της ΕΚΤ ώστε να περιοριστεί η εξάπλωση της κρίσης. «Δεν περιμένουμε να ακολουθήσουν και άλλες χώρες, ωστόσο αν το έκαναν, θα προκαλούνταν μεγάλη ζημία στην Ευρώπη και στην παγκόσμια οικονομία», προειδοποιεί ο EIU. Τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα στην Ιταλία απειλούν να εκτροχιάσουν την οικονομική ανάκαμψη, ενώ ενισχύουν λαϊκιστικά κόμματα όπως το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, ενόψει των εκλογών της 4ης Μαρτίου. Οι συντάκτες της έκθεσης θεωρούν πως είναι απίθανο να υπάρξει δημοψήφισμα για την παραμονή ή την αποχώρηση της Ιταλίας από το ευρώ και συνεπώς οι πιθανότητες για μονομερή έξοδο είναι πολύ χαμηλές. Ωστόσο θα αυξηθούν αν οι επόμενες κυβερνήσεις δεν καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας που υπονομεύουν την παραγωγικότητά της και καθιστούν πολύ δύσκολη τη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών της. «Αν αποχωρούσαν και άλλες χώρες, θα αποσταθεροποιούνταν η παγκόσμια οικονομία.
Οι χώρες που θα εγκατέλειπαν την Ευρωζώνη υπό πίεση θα υφίσταντο μεγάλη υποτίμηση του νομίσματός τους και θα ήταν αδύνατο να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους σε ευρώ. Με τη σειρά τους οι τράπεζες θα υφίσταντο τεράστιες ζημίες εξαιτίας των κρατικών ομολόγων που θα έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους και η παγκόσμια οικονομία θα εισερχόταν σε ύφεση», προειδοποιούν οι συντάκτες της έκθεσης. Από τις υπόλοιπες εννέα δυνητικές απειλές ξεχωρίζουν η ύφεση του παγκόσμιου εμπορίου, που θα μπορούσε να προκληθεί από την υιοθέτηση σκληρής προστατευτικής πολιτικής από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Ο μεγαλύτερος φόβος είναι πως οι ΗΠΑ θα αποχωρήσουν από τη συμφωνία ελευθέρου εμπορίου της Βορείου Αμερικής (Nafta) και θα επιβάλουν εμπορικές κυρώσεις στην Κίνα, η οποία θα αντιδράσει δυσανάλογα πυροδοτώντας πλήρους κλίμακας εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ. Οι στρατιωτικού τύπου απειλές σχετίζονται με την παρακμή της αμερικανικής παγκόσμιας ηγεμονίας και από τις πλέον πιθανές είναι η σύγκρουση με την Κίνα, με αφορμή εδαφικές και θαλάσσιες διεκδικήσεις στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Οι επιπτώσεις για την παγκόσμια και περιφερειακή οικονομία θα ήταν μεγάλες, ενώ θα υπήρχε και μεγάλη αναταραχή στο θαλάσσιο εμπόριο.
Κίνδυνοι από τις αγορές
Η πιο πιθανή από τις απειλές που παραθέτουν οι συντάκτες του EIU είναι τα παγκόσμια χρηματιστήρια να εισέλθουν σε παρατεταμένη περίοδο πτώσης, με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιηθεί η παγκόσμια οικονομία. Οι πιθανότητες να επαληθευθεί αυτό το σενάριο είναι 40% τα επόμενα δύο έτη και η συνέπεια θα ήταν μείωση της παγκόσμιας ανάπτυξης κατά μία με δύο ποσοστιαίες μονάδες.
Ηδη είχαμε ένα επεισόδιο στις αρχές του Φεβρουαρίου με τον χρηματιστηριακό δείκτη S&P να χάνει το 10,3% της αξίας του (έκτοτε ανέκαμψε), εξαιτίας της υποψίας ότι η Fed θα αυξήσει ταχύτερα τα επιτόκια δανεισμού. Η κερδοφορία των εταιρειών ανεβαίνει, γεγονός που είναι θετικό για την τιμή των μετοχών, ωστόσο το κρίσιμο ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό οφείλεται αυτό στην πολιτική του QE και τι θα συμβεί όταν τερματιστεί αυτή. Υπάρχει ο κίνδυνος, καθώς η Fed και οι υπόλοιπες μεγάλες κεντρικές τράπεζες αρχίζουν να ακολουθούν πιο περιοριστική νομισματική πολιτική, να καταρρεύσει το αμερικανικό χρηματιστήριο και η κρίση να εξαπλωθεί στον υπόλοιπο κόσμο. Αν αποδειχθεί μακρά η πτωτική περίοδος, θα απειληθεί σοβαρά η προοπτική της διεθνούς οικονομίας, με τα νοικοκυριά να περιορίζουν την κατανάλωση και τις τράπεζες την παροχή δανείων προς επιχειρήσεις.