Πλήθος προπαρασκευαστικών συσκέψεων συγκάλεσε ο υφυπουργός Οικονομικών Απόστολος Βεσυρόπουλος στο υπουργείο Οικονομικών με αντικείμενο το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, καθώς σήμερα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα παρουσιάσει το βασικό κορμό του νομοσχεδίου στον επικεφαλής του ΕSM Κλάους Ρέγκλινγκ.
Στις συσκέψεις μετείχαν μεταξύ άλλων ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων Γιώργος Πιτσιλής και ο Γενικός Γραμματέας για το Ιδιωτικό Χρέος Φώτης Κουρμούσης. Στο επίκεντρο της συγκεκριμένης σύσκεψης βρέθηκε η ρύθμιση των 120 δόσεων και οι αλλαγές που θέλει να επιφέρει η κυβέρνηση. Στις αλλαγές στη ρύθμιση των χρεών περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, βελτιώσεις για όσους έχουν χρέη έως 3.000 ευρώ, επέκταση των 120 δόσεων για όλους (φυσικά και νομικά πρόσωπα) και μείωση του ετήσιου επιτοκίου με το οποίο επιβαρύνονται σήμερα οι δόσεις (ανέρχεται στο 5%).
Το οικονομικό επιτελείο θέλει να ενσωματώσει αναπτυξιακά μέτρα στο φορολογικό νομοσχέδιο με απώτερο σκοπό να δημιουργήσει ένα δημοσιονομικά ουδέτερο νομοθέτημα που θα επιτρέπει από την μία την μείωση φόρων και εισφορών και από την άλλη θα παρεμβαίνει με αναπτυξιακό τρόπο σε αγορές και υπηρεσίες. Στόχος της κυβέρνησης είναι το νομοσχέδιο να αποσπάσει την σύμφωνη γνώμη των θεσμών ώστε να μην σταλούν λάθος μηνύματα σε επενδυτές και αγορές.
Ωστόσο, ο πρωθυπουργός αλλά και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας είναι αποφασισμένοι να προχωρήσουν γρήγορα και να μην αφήσουν ατέρμονες διαπραγματεύσεις να καθυστερήσουν τις μεταρρυθμιστικές αλλαγές.
Η κυβέρνηση θέλει να πάει στο Eurogroup του Σεπτεμβρίου έχοντας αποδείξει ότι αποτελεί μια ομαλή διάδοχη κατάσταση και πως το πρόγραμμα της εγγυάται την μεταρρυθμιστική πορεία της χώρας. Απώτερος σκοπός του οικονομικού επιτελείου είναι να διασφαλίσει το συντομότερο δυνατό τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, τα οποία με τη σειρά τους θα δημιουργήσουν πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο.
Παγιωμένη άποψη εντός κυβέρνησης είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις και η ενεργητική διαχείριση του χαρτοφυλακίου του χρέους μπορούν να οδηγήσουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που εκτιμούν οι θεσμοί και έτσι να καταστεί δυνατή η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων ταχύτερα από το 2022.