Για έναν ολόκληρο χρόνο η πιστή στην πολιτική αδιαφάνειας που ακολουθεί σε όλες τις πολιτικές της δράσεις, κράτησε επτασφράγιστο μυστικό τη σύμβαση για την παραχώρηση αδειών τηλεδιάσκεψης με την εταιρεία Cisco.

ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ

Και αυτό κόντρα στη νομοθετική πρόβλεψη (Ν. 3861/2010, άρθρο 2) σύμφωνα με την οποία αναρτώνται υποχρεωτικά στο διαδίκτυο πράξεις αποδοχής δωρεών στο Ελληνικό Δημόσιο.
Κόντρα και στο αίτημα σύσσωμης, σχεδόν, της αντιπολίτευσης να δώσει στη δημοσιότητα την περίφημη σύμβαση, απαντώντας στις συνεχείς ερωτήσεις των βουλευτών, με την περίφημη δήλωση “ η σύμβαση είναι στο γραφείο μου, ελάτε να τη δείτε”.
Η περιφρόνηση στο διάλογο και στις δημοκρατικές διαδικασίες και οι οριακά νόμιμες (ή και παράνομες) ενέργειες, είναι συνηθισμένη πρακτική της Υπουργού και συνολικά της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας.
Τα ίδια έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν με τις νομοθετήσεις για τα υπηρεσιακά συμβούλια και τις ηλεκτρονικές εκλογές, με τις υπουργικές αποφάσεις που μετατρέπουν τους εκπαιδευτικούς σε τοποτηρητές της τάξης και τιμωρούς των ταραξιών, με τις εγκυκλίους για την υποχρεωτική εξ αποστάσεως αξιολόγηση των μαθητών και τα εξ αποστάσεως διαγωνίσματα, με τα διαρκή “εντέλλεσθε” σε μία εκπαιδευτική κοινότητα που πασχίζει να ανταποκριθεί στο έργο της μέσα στις πρωτόγνωρες συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία.
Και όταν πια δεν γινόταν διαφορετικά, η κυβέρνηση δημοσιοποίησε τη σύμβαση, για να αποκαλυφθεί τελικά ότι το “ούτε ένα ευρώ στη Cisco” σύμφωνα με τη δήλωση της Υπουργού Παιδείας, ήταν τελικά 2.156.000 ευρώ.
Σύμφωνα με την, εκ των υστέρων πάντα, δήλωση της κυρίας Κεραμέως, δεν θα ήταν δυνατόν να διαρκεί επ΄άπειρον η δωρεάν παραχώρηση αδειών από την Cisco.
Μόνο που αυτό δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να το δηλώσει, ούτε καν όταν τον περασμένο Ιανουάριο έληξε η περίοδος “δωρεάν” παραχώρησης αδειών από την αμερικανική εταιρεία.
Σε προχθεσινή του ανακοίνωση το Υπουργείο Παιδείας επιμένει ότι “Δεν έχει πληρωθεί ούτε ένα ευρώ στη CISCO για τις άδειες εκπαιδευτικών για την τηλεκπαίδευση καθότι το πλαίσιο της σύμβασης ήταν η δωρεάν παραχώρηση. Η τηλεκπαίδευση δεν θα μπορούσε όμως να είναι εσαεί δωρεάν. Όταν η δωρεά έληξε στις αρχές του έτους, τα Υπουργεία Παιδείας και Θρησκευμάτων και Ψηφιακής Διακυβέρνησης αποφάσισαν την αξιοποίηση υφιστάμενων, ανενεργών αδειών, χωρίς επιπλέον επιβάρυνση του δημοσίου, για κάθε χρήση τηλεδιάσκεψης, συνεδριάσεων, τηλεκπαίδευσης, μέσω του Έργου ΣΥΖΕΥΞΙΣ “.

Δηλαδή με απλά λόγια η Cisco πληρώθηκε, αλλά η παραχώρηση ήταν δωρεάν. Θαύμα!

Η δημοσιοποίηση όμως των συμβάσεων αποκαλύπτει μία ακόμη σημαντικότερη πτυχή του σκανδάλου Cisco:
Στην ενότητα 8 της σύμβασης αναφέρεται ότι: “ η Cisco μπορεί να αποκαλύψει δεδομένα τηλεμετρίας και δεδομένα υποστήριξης σε τρίτους, υπό την προϋπόθεση ότι τα δεδομένα αυτά έχουν συγκεντρωθεί ή/και διαγραφεί κατάλληλα ώστε να αποτραπεί εύλογα η ταυτοποίηση οποιουδήποτε μεμονωμένου φυσικού προσώπου ή νομικής οντότητας, (ii) η Cisco μπορεί να χρησιμοποιεί αυτά τα από-προσωποποιημένα δεδομένα τηλεμετρίας και δεδομένα υποστήριξης για δικούς της επιχειρηματικούς σκοπούς χωρίς απόδοση ή αποζημίωση στον πελάτη”..
Πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα, αυτά που ονομάζουμε μεταδεδομένα και τα οποία οι ειδικοί θεωρούν επίσης δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς μέσα από αυτά μπορούν να δημιουργηθούν προφίλ χρηστών ή ακόμα και να γίνει επαναταυτοποίηση προσώπων .
Σύμφωνα με τον κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα μεταδεδομένα περιλαμβάνουν, πληροφορίες σχετικά με τη θέση, τον χρόνο και τον αποδέκτη της επικοινωνίας και θεωρούνται δυνητικά εξίσου ευαίσθητα με το περιεχόμενο.
Με τη σύμβαση με το Υπουργείο Παιδείας, η Cisco απέκτησε πρόσβαση σε αυτά, μέσω των λογαριασμών που έκαναν 1.5 εκατομμύριο μαθητές και καθηγητές.
Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ φέρει τεράστια ευθύνη τόσο για την εκχώρηση ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στη Cisco, όσο και για την πληρωμή άνω των 2 εκ. € για τις «δωρεάν» υπηρεσίες της, τη στιγμή που όλο αυτό το διάστημα ελάχιστα έπραξε για την ενίσχυση και υποστήριξη των δημόσιων υποδομών και του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου που θα μπορούσαν μέσα από την αναβάθμισή τους να στηρίξουν αξιόπιστα και με ασφάλεια το έργο της τηλεκπαίδευσης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025