Γ. Πατούλης: Η συναίνεση και ο ειλικρινής διάλογος μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων προϋπόθεση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση. Ως μια πολιτική διαδικασία υψίστης σημασίας χαρακτηρίζει ο Πρόεδρος της ΚΕΔΕ Γ. Πατούλης με άρθρο του στα ΝΕΑ, τη Συνταγματική Αναθεώρηση
Όπως υπογραμμίζει η Συνταγματική Αναθεώρηση «οφείλει να ανταποκρίνεται στις διαχρονικές ανάγκες της χώρας και όχι να υπηρετεί μικροκομματικές σκοπιμότητες, προκαλώντας άσκοπες πολιτικές αντιπαραθέσεις».
«Η διαδικασία για την αλλαγή του Συντάγματος, για να παράγει ωφέλιμα για τη χώρα και τους πολίτες αποτελέσματα, απαιτεί καταρχήν συναίνεση και ειλικρινή διάλογο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Σε αυτήν την κρίσιμη για τη χώρα μας χρονική συγκυρία, είναι αναγκαίο να βρούμε τρόπους που θα μας επιτρέψουν να αντιμετωπίσουμε με μόνιμο τρόπο τα διαχρονικά προβλήματα που μας οδήγησαν στην κρίση», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια ο Γ. Πατούλης υπογραμμίζει ότι η Αναθεώρηση του Συντάγματος πρέπει να αποτελέσει την ευκαιρία για την πραγματική αναβάθμιση του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Μεταξύ των θεμάτων που απαιτείται συζήτηση είναι η φορολογική αποκέντρωση, η αποκέντρωση με την εκχώρηση αρμοδιοτήτων και των αντίστοιχων πόρων, η κατοχύρωση του δικαιώματος να ζητείται υποχρεωτικά η άποψη των αιρετών εκπροσώπων της Αυτοδιοίκησης ( ΚΕΔΕ- ΕΝΠΕ) στα νομοσχέδια που αφορούν θέματα των ΟΤΑ και η ρητή αναφορά στον νέο καταστατικό χάρτη της χώρας των αρχών της εγγύτητας και της επικουρικότητας.
Ακολουθεί αναλυτικά το άρθρο:
«Η Συνταγματική Αναθεώρηση είναι μια πολιτική διαδικασία ύψιστης σημασίας, η οποία οφείλει να ανταποκρίνεται στις διαχρονικές ανάγκες της χώρας κι όχι να υπηρετεί μικροκομματικές σκοπιμότητες, προκαλώντας άσκοπες πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Η διαδικασία για την αλλαγή του Συντάγματος, για να παράγει ωφέλιμα για τη χώρα και τους πολίτες αποτελέσματα, απαιτεί καταρχήν συναίνεση και ειλικρινή διάλογο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Κι ασφαλώς δεν μπορεί ούτε να περιορίζεται σε ήσσονης σημασίας ζητήματα, αλλά ούτε και να γίνεται ερήμην της κοινωνίας.
Σε αυτήν την κρίσιμη για τη χώρα μας χρονική συγκυρία, είναι αναγκαίο να βρούμε τρόπους που θα μας επιτρέψουν να αντιμετωπίσουμε με μόνιμο τρόπο τα διαχρονικά προβλήματα που μας οδήγησαν στην κρίση.
Ώστε να εξέλθουμε από αυτήν διαθέτοντας ένα σύγχρονο καταστατικό χάρτη που θα προωθεί την τοπική δημοκρατία , καθιστώντας το δημοκρατικό μας πολίτευμα ακόμη πιο δυνατό κι αντιπροσωπευτικό.
Θα προωθεί την τοπική ανάπτυξη , απελευθερώνοντας τις δημιουργικές δυνάμεις της Πατρίδας μας από τον ασφυκτικό έλεγχο του γραφειοκρατικού κεντρικού Κράτους.
Θα δίνει μεγαλύτερες δυνατότητες αλλά και ευθύνες στις τοπικές κοινωνίες και στους θεσμικούς τους εκπροσώπους, να αποφασίζουν οι ίδιες για όσα τις αφορούν.
Θα ενισχύει τον έλεγχο και τη διαφάνεια στη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος, σε όλα τα επίπεδα διοίκησης.
Θα προωθεί την Αποκέντρωση και την πολύ-επίπεδη διακυβέρνηση, με βάση τις αρχές της εγγύτητας, της επικουρικότητας και της αποτελεσματικότητας.
Το 2001 η συνταγματική αναθεώρηση επέφερε σημαντικές αλλαγές στον αυτοδιοικητικό θεσμό, μετά την αναθεώρηση του άρθρ. 102 του Συντάγματος.
Κατοχυρώθηκαν οι δύο βαθμοί τοπικής αυτοδιοίκησης. Εισήχθη το τεκμήριο της αρμοδιότητας υπέρ των ΟΤΑ, για τη διαχείριση των «τοπικών υποθέσεων». Κατοχυρώθηκε η υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει τους αναγκαίους πόρους για την εκπλήρωση της αποστολής και των αρμοδιοτήτων τους. Προβλέφθηκε η δυνατότητα ανάθεσης στους ΟΤΑ κρατικών αρμοδιοτήτων, που συνιστούν «αποστολή του κράτους», με ανάλογη μεταφορά πόρων. Κατοχυρώθηκε η δημοσιονομική και οικονομική αυτοτέλεια των ΟΤΑ με τη μεταφορά αντίστοιχων πόρων.
Όμως όλες αυτές οι αλλαγές «έμειναν στη μέση». Η Αυτοδιοίκηση ποτέ δεν έγινε οικονομικά ανεξάρτητη. Δεν της δόθηκε η λειτουργική αυτονομία ώστε να διαχειρίζεται τις τοπικές υποθέσεις. Ο έλεγχος του Κεντρικού Κράτους παρέμεινε ασφυκτικός, παρά τις συνταγματικές προβλέψεις.
Η Αναθεώρηση του Συντάγματος πρέπει να αποτελέσει την ευκαιρία για την πραγματική αναβάθμιση του θεσμού μας, προς όφελος των πολιτών και των τοπικών μας κοινωνιών. Τα ζητήματα που θα θέσουμε αφορούν μεταξύ άλλων:
· Τη φορολογική αποκέντρωση, ώστε να απαλλαγούμε από την άμεση εξάρτηση μας από το Κράτος, που καθιστά την συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτονομία μας «γράμμα κενό».
· Την αποκέντρωση με την εκχώρηση αρμοδιοτήτων και των αντίστοιχων πόρων, ακολουθώντας το πετυχημένο παράδειγμα των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών κρατών.
· Την κατοχύρωση του δικαιώματος να ζητείται υποχρεωτικά η άποψη των αιρετών εκπροσώπων της Αυτοδιοίκησης ( ΚΕΔΕ- ΕΝΠΕ) στα νομοσχέδια που αφορούν θέματα των ΟΤΑ.
· Τη ρητή αναφορά στον νέο καταστατικό χάρτη της χώρας των αρχών της εγγύτητας και της επικουρικότητας, βάσει των οποίων οι ΟΤΑ έχουν τεκμήριο αρμοδιότητας στις τοπικές δημόσιες υποθέσεις. Με αποσαφήνιση επακριβώς της έννοιας των τοπικών υποθέσεων.
Η Αυτοδιοίκηση, ως θεσμός του Κράτους που αποτελεί έκφραση της τοπικής αυτονομίας, επιθυμεί να συμμετάσχει στο δημόσιο διάλογο για τη συνταγματική αναθεώρηση, καταθέτοντας συγκεκριμένες προτάσεις, που υπηρετούν τη φιλοσοφία μας για την ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου μοντέλου λειτουργίας του Κράτους και της Αυτοδιοίκησης.
Ενός μοντέλου που θα υπηρετεί όχι μόνον τις σημερινές, αλλά και τις μελλοντικές γενιές της χώρας» .