«Εμείς μπορούμε να διεκδικήσουμε πράγματα γιατί ήδη κερδίσαμε την αξιοπιστία μας» τονίζει με δήλωσή του στο “Εθνος” ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος.
«Η Νέα Δημοκρατία μας λέει ότι, στην απίθανη περίπτωση που γίνει κυβέρνηση, όταν αποκτήσει αξιοπιστία, τότε θα μπορέσει να διεκδικήσει κάτι κι αυτή. Συνιστώ στους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας να έχουν μεγάλη υπομονή» προσθέτει ο κ. Τσακαλώτος.
Ο υπουργός Οικονοµικών Ευκλείδης Τσακαλώτος µε αποκλειστική δήλωσή του στο «Εθνος» επιβεβαιώνει ότι η επίτευξη -µε υπεραπόδοση- του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασµα αποτελεί ένα ισχυρό χαρτί στη διαπραγµάτευση µε τους θεσµούς, ακόµη και για τη µη εφαρµογή του µέτρου της µείωσης του αφορολόγητου: «Εµείς µπορούµε να διεκδικήσουµε πράγµατα γιατί ήδη κερδίσαµε την αξιοπιστία µας. Η Νέα Δηµοκρατία µάς λέει ότι, στην απίθανη περίπτωση που γίνει κυβέρνηση, όταν αποκτήσει αξιοπιστία, τότε θα µπορέσει να διεκδικήσει κι αυτή κάτι. Συνιστώ στους ψηφοφόρους της Νέας Δηµοκρατίας να έχουν µεγάλη υποµονή».
Επί της ουσίας ο υπουργός Οικονοµικών επισηµαίνει µε τη δήλωσή του πως όπως η κυβέρνηση αξιοποίησε το υπερπλεόνασµα του 2017 ως «όπλο» στη συζήτηση που ανέπτυξε µε τους ευρωπαϊκούς θεσµούς πέρυσι για τη διάσωση των συντάξεων, θα εκµεταλλευτεί το 4,29 του 2019 για να µη µειωθεί και το αφορολόγητο το οποίο έχει προγραµµατιστεί να εφαρµοστεί από 1-1- 2020.
Εκ παραλλήλου θεωρείται βέβαιο ότι το 4,27 ως πρωτογενές πλεόνασµα θα αποτελέσει και τη βάση για την κρίσιµη συζήτηση που θα έχουν αµέσως µετά το Πάσχα ο Αλέξης Τσίπρας και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ώστε να καθορίσουν το νέο πακέτο θετικών µέτρων που σχεδιάζει να λάβει η κυβέρνηση για την ενίσχυση της µεσαίας τάξης και των πιο αδύναµων. Σηµειωτέον ότι οι πληροφορίες συγκλίνουν πως ένα από αυτά θα κινείται και στην κατεύθυνση των φοροελαφρύνσεων. Ως προς το δεύτερο σκέλος της δήλωσης Τσακαλώτου, προκύπτει η πεποίθηση του υπουργού πως ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συµµαχία θα κερδίσει τις εκλογές του φθινοπώρου και η κυβέρνηση θα ανανεώσει τη θητεία της.
Ερχονται στην Αθήνα οι θεσµοί – Στοίχηµα ο 13ος µισθός στο ∆ηµόσιο
Πρώτος σηµαντικός σταθµός είναι η επίσκεψη των επικεφαλής των θεσµών στις 6, 7 και 8 Μαΐου στην Αθήνα, µε την κυβέρνηση να προσέρχεται στις διαβουλεύσεις µε ενισχυµένη την επιχειρηµατολογία της, αφού το πρωτογενές πλεόνασµα διαµορφώθηκε στο 4,3% το 2018, βάσει των όρων της µεταµνηµονιακής εποπτείας, ξεπερνώντας τον στόχο για περίπου 4% σε µια χρονιά που διανεµήθηκε και κοινωνικό µέρισµα αλλά και διατέθηκαν ποσά για την κάλυψη αναδροµικών σε ειδικά µισθολόγια.
Στο επίκεντρο των σχεδιασµών βρίσκονται πολλά σενάρια για µειώσεις φόρων αλλά και την καθιέρωση κάποιας µορφής 13ης σύνταξης ή 13ου µισθού για τον δηµόσιο τοµέα, ενώ µένει να φανεί τι µέλλει γενέσθαι µε το θέµα της µαταίωσης της µείωσης του αφορολόγητου.
Αναφερόµενη στο θέµα χθες η υφυπουργός Οικονοµικών Κατερίνα Παπανάτσιου είπε πως συζητούνται διάφορα, κοστολογούνται, και «µετά τις γιορτές θα δούµε», αναφέροντας πως και µείωση ΦΠΑ έχει συζητηθεί και µείωση φορολογικών συντελεστών έχει συζητηθεί. Μεταξύ των προτάσεων που φέρεται να έχουν πέσει στο τραπέζι είναι, σύµφωνα µε πληροφορίες, η µείωση του ΦΠΑ στην εστίαση στο 13% από 24% και η µείωση του πρώτου συντελεστή φυσικών προσώπων στο 20% από 22%, καθώς και µείωση της φορολογίας στα καύσιµα.
Επιστροφές αναδροµικών
Εν τω µεταξύ χθες η υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου άνοιξε «παράθυρο» για επιστροφή αναδροµικών στους συνταξιούχους από τις περικοπές του 2012 που κρίθηκαν αντισυνταγµατικές το 2015 για την περίοδο µεταξύ της δηµοσίευσης της απόφασης-βόµβας του ΣτΕ (Ιούνιος 2015) και της ψήφισης του νόµου Κατρούγκαλου (Μάιος 2016) αλλά όµως και για τη 13η σύνταξη, ανάλογα, ωστόσο, πάντα µε τα δηµοσιονοµικά δεδοµένα της χώρας.
«Αναφορικά µε το διάστηµα από την έκδοση της απόφασης του ΣτΕ µέχρι την ψήφιση της ασφαλιστικής µεταρρύθµισης, εξετάζουµε τις δηµοσιονοµικές δυνατότητες. Ο δηµοσιονοµικός χώρος για το 2019 χρησιµοποιήθηκε σε συγκεκριµένα µέτρα ανακούφισης που περιέγραψε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Ωστόσο έχουµε αποδείξει ότι κάθε εκατοστό δηµοσιονοµικού χώρου που διασφαλίζουµε το χρησιµοποιούµε αµέσως για να υποστηρίζουµε τους συνταξιούχους και τη µεγάλη κοινωνική πλειοψηφία και να απαλύνουµε πληγές των πολιτικών της περιόδου 2010-2014. Αυτό θα πράξουµε και σε σχέση µε το ζήτηµα των αναδροµικών» σηµείωσε.
Αναφέρθηκε ταυτόχρονα και στο ενδεχόµενο επαναφοράς της 13ης σύνταξης, που είπε πως βρίσκεται στη συνολική ατζέντα της επούλωσης των πληγών της κρίσης. Συµπληρώνοντας πως αν και ο δηµοσιονοµικός χώρος του 2019 έχει χρησιµοποιηθεί για τα µέτρα της ∆ΕΘ, όταν εκτελείται ένας προϋπολογισµός πάντα µπορεί τα πράγµατα να πάνε καλύτερα από το προβλεπόµενο. Σε κάθε περίπτωση, συµπλήρωσε, η 13η σύνταξη είναι κάτι που θα εξετάσει ο πρωθυπουργός στη βάση των δηµοσιονοµικών δεδοµένων. Η ισορροπία, πάντως, που επιδιώκεται µεταξύ δέσµης θετικών µέτρων και παροχών και διατήρησης του καλού κλίµατος στις αγορές είναι λεπτή, ενώ επίσης λεπτή είναι και η διαδικασία έγκρισης του αιτήµατος για πρόωρη αποπληρωµή µέρους των δανείων του ΔΝΤ.
Υπ’ αυτό το πρίσµα η κυβέρνηση και το οικονοµικό επιτελείο κινούνται προσεκτικά. Χθες ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, µιλώντας στους «Financial Times», τόνισε χαρακτηριστικά πως η Ελλάδα θα επιµείνει στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασµάτων 3,5% του ΑΕΠ µέχρι το 2022, όπως έχει ήδη δεσµευθεί. «Ενα από τα πιο σηµαντικά πράγµατα ήταν να ανακτήσουµε την αξιοπιστία µας στην Ευρώπη και στους πιστωτές µας, οπότε δεν θέλαµε να παραβιάσουµε τη συµφωνία (για τα πλεονάσµατα)» είπε και τόνισε: «Πετύχαµε αυτούς τους στόχους και τους ξεπεράσαµε για τέσσερα διαδοχικά χρόνια. Πρέπει να είµαστε ασφαλείς µε αυτό».Ωστόσο, όπως αναφέρεται, ο πρωθυπουργός ελπίζει σύντοµα σε συµφωνία µε τους πιστωτές «για ένα νέο µείγµα πολιτικής, ώστε να πετύχει τους στόχους αλλά µε υψηλότερους ρυθµούς ανάπτυξης».
Για να επιτευχθεί αυτό, θέλει να µειώσει τη φορολογία για τις ελληνικές επιχειρήσεις και οι τράπεζες θα πρέπει να εµφανίσουν πρόοδο στην αντιµετώπιση των κόκκινων δανείων. Αναφορικά µε την πρώτη κοινοποίηση των δηµοσιονοµικών στοιχείων του 2018 προς τη Eurostat, το πρωτογενές πλεόνασµα του 2018 διαµορφώθηκε σε 8,15 δισ. ευρώ ή 4,4% του ΑΕΠ σύµφωνα µε τη µεθοδολογία ESA 2010.