Οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο δεν πρόκειται να δουν εμβόλιο κατά του κορονοϊού τουλάχιστον έως τα μέσα του 2021 εκτιμά Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ο ΟΟΣΑ χαρακτηρίζει θετικό γεγονός «πέρα από τις προσδοκίες» τον μεγάλο βαθμό αποτελεσματικότητας άνω του 90% που ανακοίνωσαν για τα εμβόλιά τους οι εταιρείες Pfizer/BioNTech και Moderna και θεωρεί πολύ πιθανό ότι και άλλα εμβόλια θα είναι επίσης αποτελεσματικά.
Επισημαίνει, πάντως, ότι ακόμη υπάρχει αβεβαιότητα για την ικανότητα των εμβολίων να μπλοκάρουν τη μετάδοση του κορονοϊού ή να αποτρέπουν σοβαρά περιστατικά της νόσου Covid-19, ότι ακόμη δεν υπάρχει τελική αξιολόγηση για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλειά τους, ότι υπάρχουν πρακτικές προκλήσεις από το γεγονός πως το ένα εμβόλιο (Pfizer/BioNTech) πρέπει να συντηρείται στους μείον 70 βαθμούς Κελσίου, ενώ και τα δύο εμβόλια χρειάζονται δύο δόσεις και επιπλέον ότι για να υπάρξει συλλογική ανοσία (αγέλης) θα πρέπει να εμβολιαστούν περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού.
Για την Ελλάδα, η έκθεση, μεταξύ άλλων, τονίζει ότι μέχρι πρόσφατα, με λιγότερους από 100 θανάτους λόγω Covid-19 ανά εκατομμύριο πληθυσμού, με βάση τα στοιχεία του ECDC, η Ελλάδα βρισκόταν στην ομάδα των χωρών με τη μικρότερη θνητότητα στην Ευρώπη. Αναφέρει, επίσης, ότι η Ελλάδα ήταν ανάμεσα στις χώρες που μεταξύ του Φεβρουαρίου και του τέλος Οκτωβρίου εμφάνισε έναν από τους χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης των κρουσμάτων κορονοϊού, μαζί με τις σκανδιναβικές χώρες, τις βαλτικές και την Κύπρο.
Για το πρώτο επιδημικό κύμα της άνοιξης και το πρώτο γενικό lockdown, ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η Ελλάδα χρειάστηκε 32 ημέρες για να κατεβάσει τον δείκτη Rt αναπαραγωγής του κορονοϊού από το αποκορύφωμά του σε κάτω από ένα (1), έναντι 34 ημερών που ήταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη. Πολύ πιο αργά έπεσε ο δείκτης κάτω από το 1 στη Σουηδία (58 ημέρες), στη Βρετανία (54 ημέρες) και στη Γαλλία (50 ημέρες).
Επίσης, η έκθεση σημειώνει ότι η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη αναλογία γιατρών σε σχέση με τον πληθυσμό της (6,1 ανά 1.000 κατοίκους) έναντι 3,8/1.000 του μέσου ευρωπαϊκού όρου, αλλά και σχετικά μικρή αναλογία νοσηλευτικού προσωπικού (3,4 ανά 1.000 κατοίκους έναντι 8,2/1.000 του μέσου όρου στην ΕΕ).
Πάντως, η έκθεση υπογραμμίζει ότι υπάρχουν διαφορές στον τρόπο καταγραφής μεταξύ των χωρών και πως η Ελλάδα είναι μία από αυτές όπου υπάρχει υπερεκτίμηση των γιατρών (συμπεριλαμβάνονται συνταξιούχοι γιατροί, όσοι μετανάστευσαν κ.ά.), και αντίθετα υποεκτίμηση των νοσηλευτών.
ΑΠΕ ΜΠΕ