Μεγέθυνση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 2,2% το 2019 και κατά 2,1% το 2020 «βλέπει» ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ – OECD) στην έκθεσή του για τις οικονομικές προοπτικές των χωρών – μελών του.
Όπως εκτιμά ο ΟΟΣΑ, η σημαντική συμβολή των εξαγωγών στην ανάπτυξη θα μειωθεί, αλλά θα αποκτήσουν δυναμική η ανάκαμψη της κατανάλωσης των νοικοκυριών και οι επενδύσεις με την αύξηση της εμπιστοσύνης.
Ο ΟΟΣΑ υπογραμμίζει πως η συνεχής εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος θα στηρίξει την ανάκαμψη, ενώ η ανεργία, αν και είναι ακόμη υψηλή, θα συνεχίσει να μειώνεται.
Ο Οργανισμός εκτιμά ότι θα επιτευχθούν οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι που έχουν τεθεί για το πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ αποτιμά θετικά τη μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις και στα περιουσιακά στοιχεία, καθώς και την ελάφρυνση των εισφορών.
Κατά τον ΟΟΣΑ, η ελάφρυνση του χρέους και τα μέτρα πολιτικής που συμφωνήθηκαν πρόσφατα με τους Ευρωπαίους εταίρους καλύπτουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας, ενώ το ταμειακό απόθεμα παρέχει ασφάλεια έναντι εξωτερικής αστάθειας.
Πάντως, όπως σημειώνεται στην έκθεση, «αν μία βραδύτερη ανάπτυξη θέσει σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους ή αν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα είναι καλύτερο από τους στόχους, η κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα σε στοχευμένες κοινωνικές επενδύσεις και επενδύσεις σε υποδομές και να συνεχίσει τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης».
Στην έκθεση σημειώνεται εξάλλου ότι η ανεπαρκής χρηματοδότηση παραμένει μεγάλος περιορισμός για τις επενδύσεις και ότι είναι αργή η πρόοδος στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και στις ιδιωτικοποιήσεις.
Επισημαίνεται, δε, ότι o τραπεζικός δανεισμός στους πιο δυναμικούς τομείς, όπως ο τουρισμός και το εμπόριο, σταθεροποιήθηκε, αλλά ο συνολικός δανεισμός εξακολουθεί να μειώνεται.
Ο ΟΟΣΑ παρατηρεί ότι οι καταθέσεις επιστρέφουν σταδιακά και η ανάγκη επείγουσας ρευστότητας στις τράπεζες έχει σχεδόν εξαλειφθεί, τη στιγμή που επιτυγχάνονται οι στόχοι για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, κυρίως μέσω πωλήσεων ή διαγραφών.
Ωστόσο, όπως συμπληρώνει, οι τιμές των μετοχών των τραπεζών παραμένουν ευμετάβλητες λόγω των ανησυχιών σχετικά με την ικανότητά τους να αντλούν νέα κεφάλαια, εάν χρειαστεί.