Σαφές μήνυμα προς την ελληνική κυβέρνηση ότι η λήψη σκληρών μέτρων αποτελεί μονόδρομο, από τη στιγμή που αποφάσισε να παραμείνει στην Ευρωζώνη, έστειλε χθες ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Β. Σόιμπλε. Την ίδια ώρα, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης αποκάλυψε χθες ότι τα σκληρά μέτρα που ζητεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για το 2018 ανέρχονται σε περίπου 4,5 δισ. ευρώ.

«Η αποστολή να φέρουμε την Ελλάδα σε μια βιώσιμη, ανταγωνιστική πορεία, υπό τον όρο της συμμετοχής στη νομισματική ένωση, είναι –το παραδέχομαι– μακράς διαρκείας και πολιτικά φιλόδοξη», δήλωσε ο κ. Σόιμπλε. Και πρόσθεσε ότι «όσο όμως οι υπεύθυνοι στην Ελλάδα το επιθυμούν, γιατί συζητήσαμε και εναλλακτικές προτάσεις, τρίτος δρόμος δεν υπάρχει», υπενθυμίζοντας εμμέσως ότι τόσο το 2012 όσο και το 2015 είχε προτείνει την έξοδο της χώρας από τη Ζώνη του Ευρώ. Η σκληρή στάση του κ. Σόιμπλε υπαγορεύεται αυτή την περίοδο και από το γεγονός ότι η Γερμανία έχει εισέλθει σε τροχιά εκλογών. Οι Γερμανοί βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος θέλουν οπωσδήποτε την παρουσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) στο ελληνικό πρόγραμμα και ταυτόχρονα είναι αρνητικοί σε οποιαδήποτε ένδειξη χαλάρωσης έναντι της Ελλάδας. Στον απόηχο του Eurogroup της Δευτέρας, ο κ. Σόιμπλε υποστήριξε επίσης πως για να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση «χρειάζεται περισσότερος χρόνος». Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του Eurogroup φέρεται να παρέπεμψε για μετά τη λήξη του προγράμματος (μέσα του 2018) τις περαιτέρω συζητήσεις για μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και για μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους.

Από την πλευρά του, ο κ. Χουλιαράκης, μιλώντας στην οικονομική και νομισματική επιτροπή του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, ανέδειξε τις σημαντικές αποκλίσεις, κυρίως με το ΔΝΤ, αλλά και με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς που υπάρχουν στις εκτιμήσεις για το δημοσιονομικό κενό του 2018 και στις προτάσεις για τις εργασιακές αλλαγές. Ωστόσο, διαβεβαίωσε ότι βούληση της Αθήνας είναι να ολοκληρώσει τη δεύτερη αξιολόγηση το συντομότερο δυνατόν, ακόμα και πριν από τις διακοπές των Χριστουγέννων. Και επέρριψε ευθύνες στο Ταμείο για τη στάση που τηρεί στις διαπραγματεύσεις, καθυστερώντας την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό, για την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2018 (ανέρχεται στο 3,5% του ΑΕΠ) υπάρχουν αυτή τη στιγμή τρεις διαφορετικές εκτιμήσεις:

• Η κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικό κενό, ενώ ο κ. Χουλιαράκης ανέφερε πως εφόσον επιτευχθεί ο στόχος του 3,5% του ΑΕΠ, τότε «δεν αναμένουμε νέα μέτρα για τα επόμενα χρόνια».

• Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί συνεχίζουν να εντοπίζουν κενό της τάξεως του 0,2-0,4% του ΑΕΠ ή 360-720 εκατ. ευρώ. Οι συζητήσεις με το οικονομικό επιτελείο συνεχίζονται για να καλυφθεί η διαφορά.

• Το ΔΝΤ θεωρεί ότι με τα σημερινά δεδομένα δεν θα επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Εκτιμά πως η Ελλάδα θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ και εφόσον δεν αλλάξει ο στόχος, τότε απαιτούνται νέα μέτρα ύψους 2,5% του ΑΕΠ (2% του ΑΕΠ για να κλείσει το κενό και 0,5% του ΑΕΠ για να εξισορροπηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις των δημοσιονομικών μέτρων). Δηλαδή, το Ταμείο θεωρεί ότι θα πρέπει να ληφθούν νέα μέτρα ύψους 4,5 δισ. ευρώ το 2018. Σύμφωνα, δε, με πληροφορίες, τα μόνα μέτρα που αποδέχεται αφορούν σε περικοπή συντάξεων (περίπου 1-1,2% του ΑΕΠ) και μείωση του αφορολόγητου ορίου (άλλο 1-1,2% του ΑΕΠ).

Πάντως, ο κ. Χουλιαράκης επισήμανε χθες ότι στο παρελθόν το ΔΝΤ έχει αποδειχθεί πως έχει κάνει λανθασμένες προβλέψεις, υπενθυμίζοντας ότι για το 2015 εκτιμούσε πρωτογενές έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ και τελικά προέκυψε πλεόνασμα 0,3% του ΑΕΠ. Στο πλαίσιο αυτό, υποστήριξε ότι η θέση του ΔΝΤ είναι εντελώς «ιδεολογική» και υπονομεύει την ομαλή και γρήγορη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Σε ό,τι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, ο αναπληρωτής υπουργός σημείωσε πως η κυβέρνηση εκτιμά ότι για περιορισμένο αριθμό ετών θα διατηρηθεί το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ, ωστόσο ανέφερε ότι η Ελλάδα «δεν είναι υπέρ μιας τόσο απότομης ανόδου της δημοσιονομικής πορείας».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025