Το ψυχολογικό στρες, η απουσία κοινωνικοποίησης και η πλήρης αποσχολειοποίηση των /τριων, εκτός από τα μαθησιακά κενά επέφεραν και μεγάλες ψυχοκοινωνικές συνέπειες στο μαθητικό πληθυσμό, αναφέρει η ΟΛΜΕ σε ανακοίνωση της.

Η ανακοίνωση

Διεθνείς οργανισμοί, όπως η Unesco και η Unisef προειδοποιούν εδώ και καιρό για τις μαθησιακές, παιδαγωγικές και ψυχοκοινωνικές συνέπειες της πανδημίας και της τηλεκπαίδευσης. Σε κοινή τους ανακοίνωση, τον περασμένο Ιούλιο, οι γενικές διευθύντριες της Unicef και της Unesco αναφέρουν:

«Εδώ και δεκαοκτώ μήνες ξεκίνησε η επιδημία της Covid-19 και η εκπαίδευση εκατομμυρίων παιδιών εξακολουθεί να είναι διαταραγμένη… Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχισθεί. Τα σχολεία θα έπρεπε να είναι τα τελευταία που κλείνουν και τα πρώτα που ανοίγουν». Επισημαίνουν ότι χωρίς την λήψη των απαραίτητων μέτρων «θα είναι ίσως αδύνατο να εμποδισθεί  η αναπόφευκτη επίπτωση που θα υποστούν τα παιδιά και οι νέοι που δεν είχαν την δυνατότητα να πάνε στο σχολείο. Είτε πρόκειται για απώλεια μάθησης, ψυχολογικό στρες, έκθεση στη βία και τις καταχρήσεις ή απουσία κοινωνικοποίησης, οι συνέπειες για τα παιδιά θα γίνουν αισθητές παντού: στις σχολικές τους επιδόσεις, στην κοινωνικοποίησή τους και στην σωματική και την ψυχική υγεία».

Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, με ευθύνη του ΥΠΑΙΘ που δεν πήρε επαρκή μέτρα για την ασφαλή λειτουργία των και την προστασία της υγείας μαθητών/τριών και εκπαιδευτικών, παρέμεινε κλειστό λόγω καραντίνας 8 μήνες, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Η ΟΛΜΕ και το ΚΕΜΕΤΕ είχαν εγκαίρως προειδοποιήσει για τις συνέπειες που θα επέφερε το κλείσιμο των σχολείων, όπως είχαν κάνει και η ETUCE, η Unesco και η Unisef, προτείνοντας συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του lockdown της εκπαίδευσης. Ωστόσο, ούτε το ΥΠΑΙΘ πήρε κανένα από τα προτεινόμενα μέτρα ούτε το ΙΕΠ  έβγαλε έστω τις στοιχειώδεις απαραίτητες παιδαγωγικές οδηγίες προς τους/τις εκπαιδευτικούς.

Το ψυχολογικό στρες, η απουσία κοινωνικοποίησης και η πλήρης αποσχολειοποίηση των μαθητών/τριων, εκτός από τα μαθησιακά κενά επέφεραν και μεγάλες ψυχοκοινωνικές συνέπειες στο μαθητικό πληθυσμό. Με την επανέναρξη της λειτουργίας των σχολείων, καταγράφεται μεγάλη αύξηση σε περιστατικά βίας στο σχολικό περιβάλλον. Εντάσεις, τσακωμοί ακόμα και βιαιοπραγίες μεταξύ μαθητών/τριών είναι καθημερινά φαινόμενα πια στα σχολεία μας. Ανάλογα μεγάλη ένταση καταγράφεται και από μαθητές/τριες και από γονείς που  αρκετές φορές  επιτίθενται φραστικά ή και σωματικά σε διευθυντές/ντριες και εκπαιδευτικούς. Η προϋπάρχουσα παραβατικότητα στα σχολεία, συνέπεια κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που διαρκώς χειροτερεύουν (αύξηση ανεργίας, πληθωρισμός κλπ), αυξάνεται τρομακτικά λόγω των συνθηκών της πανδημίας.

Οι εκπαιδευτικοί καλούμαστε, μέσα σε ένα εξαιρετικά ανασφαλές εργασιακό περιβάλλον,  να αντιμετωπίσουμε μία νέα θλιβερή και μη διαχειρίσιμη κατάσταση, αποτέλεσμα της αδιανόητης αδιαφορίας του ΥΠΑΙΘ, χωρίς καμία απολύτως υποστήριξη. Απαιτούμε από το ΥΠΑΙΘ, αντί  να μετακυλύει το πρόβλημα στις πλάτες των εκπαιδευτικών, να αναλογιστεί επιτέλους τις ευθύνες του και να πάρει μέτρα αντιμετώπισης των παιδαγωγικών και ψυχοκοινωνικών συνεπειών της πανδημίας στα παιδιά, οι οποίες θα επηρεάσουν μακροπρόθεσμα το σύνολο της κοινωνίας.

Απαιτούμε:

Πρόσληψη ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών σε κάθε σχολείο.

Αντισταθμιστικά μέτρα, υποστηρικτικές δομές για την αντιμετώπιση της βίας, των μαθησιακών κενών και της πιθανής σχολικής διαρροής. Καμπάνια κατά της βίας, δημιουργία Παρατηρητηρίου για τη σχολική βία και τηλεφωνικής ή/και διαδικτυακής συμβουλευτικής υπηρεσίας για εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές/τριες.

Εισαγωγή προγραμμάτων πρόληψης της βίας, που ενισχύουν τις κοινωνικές, συναισθηματικές και επικοινωνιακές δεξιότητες των μαθητών/τριών, σε σταθερή βάση.

Εκσυγχρονισμό της υφιστάμενης νομοθεσίας προς την κατεύθυνση της θεσμικής προστασίας εκπαιδευτικών και μαθητών/τριών.

Επιμόρφωση του συνόλου των εκπαιδευτικών στην αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού και κάθε μορφής βίας.

Το ΙΕΠ να στείλει σαφείς, επιστημονικές και αποτελεσματικές παιδαγωγικές οδηγίες, αφού πρώτα καταγράψει τις υφιστάμενες μαθησιακές και ψυχοκοινωνικές συνέπειες της πανδημίας.

Μέτρα φύλαξης των σχολικών μονάδων.

Αύξηση κονδυλίων για σκοπούς πρόληψης και αντιμετώπισης του προβλήματος.

Το ΔΣ της ΟΛΜΕ ζητά άμεσα συνάντηση με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ, παρουσία και του ΙΕΠ, προκειμένου να κατατεθούν και να συζητηθούν  οι προτάσεις αντιμετώπισης των περιστατικών βίας στα σχολεία. Η εξάλειψη της βίας προϋποθέτει τη λήψη σοβαρών, σταθερών και μακροπρόθεσμων μέτρων και όχι τακτικές επικοινωνιακής πολιτικής.

Καλούμε τους/τις εκπαιδευτικούς να σταθούν αρωγοί στους μαθητές και τις μαθήτριές μας και να αναλάβουν δράσεις κατά της σχολικής βίας. Είναι σημαντικό εμείς ως Παιδαγωγοί να αναγνωρίζουμε κάθε μορφή βίας, να υποστηρίζουμε και να ενδυναμώνουμε τα θύματά της. Σε περίπτωση ακραίων περιστατικών βίας να ενημερώνονται οι τοπικές ΕΛΜΕ.

Καλούμε τις ΕΛΜΕ να καταγράφουν και να παρεμβαίνουν σε τέτοια περιστατικά και να ενημερώνουν την ΟΛΜΕ, όταν κρίνεται απαραίτητη η παρέμβαση της Ομοσπονδίας. Να διοργανωθούν τηλεδιασκέψεις και εκδηλώσεις με θέμα τα «φαινόμενα βίας στο σχολείο» σε τοπικό επίπεδο και σε συνεργασία με τους Διδασκαλικούς Συλλόγους, με τους Συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων, με σχετικούς με την παιδεία κοινωνικούς και επιστημονικούς φορείς, με τα οικεία Πανεπιστήμια και ειδικούς εισηγητές.