Οι χαμηλές επιδόσεις των Γυμνασίου – Λυκείου μετά από τις εκθέσεις και έρευνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΟΟΣΑ, Aνεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας  στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ), ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ κ.λ.π. προκάλεσαν ανησυχία και προβληματισμό στην κοινή γνώμη και φυσικά στο Υ.ΠΑΙ.Θ.

Κωνσταντίνος Αδριανουπολίτης

Εκπαιδευτικός – Ερευνητής

Αντιπρόεδρος Ε.Ε.Τ.Ε.Κ.

Η διαπίστωση των χαμηλών επιδόσεων των μαθητών Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου στη γλώσσα, τα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες είναι μια παλιά υπόθεση, αλλά έρχεται στην επιφάνεια διότι η κατάσταση δεν βελτιώνεται αλλά χειροτερεύει.

Η αποκάλυψη για τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών στην Ελλάδα γίνεται  επίσημα μετά τους διαγωνισμούς PISA του 2000, 2003, 2006 μέχρι και το 2015 (τα αποτελέσματα του 2018 θα ανακοινωθούν  τον Δεκέμβρη του 2019).

Σε όλους τους διαγωνισμούς στη γλώσσα, τα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες η Ελλάδα κατατάσσονταν στις τελευταίες θέσεις.

 

Επειδή είναι γνωστό σε όλους μας ότι το ωρολόγιο πρόγραμμα Γυμνασίου – Λυκείου περιλαμβάνει πολλές ώρες στα μαθήματα αυτά, στα οποία γίνονται πολλά φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα από το Γυμνάσιο, και πιο νωρίς, έχει προκληθεί πραγματικά ένα σοκ διότι δε μπορεί να δικαιολογηθεί η κατάσταση αυτή.

 

Ας επικεντρωθούμε στις έρευνες για να δούμε τα αποτελέσματά τους και να διαπιστώσουμε εάν είναι αξιόπιστες.

 

  1. Διαγωνισμοί PISA

 

Η έρευνα Διεθνές Πρόγραμμα για την Αξιολόγηση των Μαθητών ΡΙSΑ (“Programme for International Student Assessment”) διεξάγεται με ευθύνη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης  (Ο.Ο.Σ.Α.) από το 2000 μέχρι σήμερα κάθε τρία χρόνια και περιλαμβάνει  αξιολόγηση  μαθητών, οι οποίοι ολοκληρώνουν την υποχρεωτική τους εκπαίδευση, στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες και στην κατανόηση κειμένου.

Το πρόγραμμα PISA καθιερώθηκε μετά από αξίωση των κρατών – μελών του Ο.Ο.Σ.Α. να έχουν σε τακτά χρονικά διαστήματα αξιόπιστα στοιχεία για τις γνώσεις και τις δεξιότητες των μαθητών τους αλλά και για την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών τους συστημάτων.

Το πρόγραμμα αξιολόγησης PISA χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τις εισφορές των χωρών που συμμετέχουν, μέσω του Υπουργείου Παιδείας της κάθε χώρας.

Η Ελλάδα συμμετέχει από την έναρξη του προγράμματος PISA.

 

Η σημασία των διαγωνισμών PISA είναι τεράστια και συγκεντρώνει παγκόσμιο ενδιαφέρον διότι οι χώρες που παίρνουν μέρος σε αυτούς παράγουν τα 9/10 της παγκόσμιας οικονομίας!

 

Σε όλους τους διαγωνισμούς που έγιναν, την πρώτη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών καταλαμβάνει η Φινλανδία η οποία κατατάσσεται και στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως.

 

Την ευθύνη διεξαγωγής των διαγωνισμών για την Ελλάδα έχει σήμερα το ΙΕΠ, ως Εθνικός Συντονιστής – Διαχειριστής, με ένα συντονιστή και  επιστημονικούς συνεργάτες εκπαιδευτικούς, σχολικούς συμβούλους κ.α.

 

Η έρευνα του προγράμματος για την αξιολόγηση των μαθητών είναι εστιασμένη στην αξιολόγηση της ικανότητας των μαθητών να

χρησιμοποιούν τις γνώσεις και τις δεξιότητες στην καθημερινή τους κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή, παρά στην αξιολόγηση της γνώσης ενός συγκεκριμένου αναλυτικού προγράμματος.

Με άλλα λόγια δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην κριτική σκέψη, στη  μετατρέψιμη γνώση και στα μαθησιακά αποτελέσματα.

 

Στους διαγωνισμούς PISA η Ελλάδα κατατάσσεται δυστυχώς, στις τελευταίες θέσεις μαζί με το Μεξικό, την Τουρκία και άλλες χώρες.

 

Η πειστικότερη εξήγηση του φαινομένου αυτού είναι ότι οι κακές ελληνικές επιδόσεις οφείλονται στο ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι επικεντρωμένο στην πρόσληψη εγκυκλοπαιδικών – ακαδημαϊκών γνώσεων και όχι στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης και δεξιοτήτων για την επίλυση προβλημάτων της καθημερινής ζωής.

Σε κάθε περίπτωση είναι γνωστό σε όλους μας, ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα εμφανίζει σοβαρά προβλήματα όπως η παροχή υπέρμετρης θεωρητικής γνώσης, η έλλειψη εφαρμοσμένης γνώσης, η αποστήθιση, η βαθμοθηρία, ο κατακερματισμός της γνώσης, η μη καλλιέργεια κριτικής – συνδυαστικής σκέψης και η έλλειψη αξιολόγησης του.

Σε όλα αυτά εάν προστεθεί και η ελάχιστη σύνδεση του με τις κοινωνικές και βιοποριστικές ανάγκες των νέων, τότε το πρόβλημα μεγιστοποιείται.

 

Με τους διαγωνισμούς PISA όλα αυτά τα προβλήματά μας  ήλθαν απλώς στην επιφάνεια.

Εκτός των διαγωνισμών, ο ΟΟΣΑ πραγματοποίησε έρευνα σε όλα τα κράτη μέλη του με θέμα «Οικονομία και Εκπαίδευση».

Η έρευνα  (The High Cost of Low Educational Performance) διήρκεσε 3 χρόνια. Σύμφωνα με την έρευνα οι χώρες του ΟΟΣΑ μπορούν να αυξήσουν το σημερινό τους ΑΕΠ μέχρι 2.155% (περίπτωση του Μεξικού) εάν καταφέρουν να καταστήσουν το εκπαιδευτικό τους σύστημα εξίσου αποδοτικό με το Φινλανδικό.

Για την Ελλάδα η αύξηση του ΑΕΠ τις επόμενες δεκαετίες μπορεί να είναι πάνω από 1000% ποσό που αντιστοιχεί μέχρι 4 τρις. δολάρια

Στην έκθεση της έρευνας η οποία δημοσιοποιήθηκε στις 29/1/2010, η Ελλάδα κατατάσσεται σε τρίτη σειρά από το τέλος (page 7, fig. 3) ακολουθούμενη από την Τουρκία και το Μεξικό.

Η κατάταξη έγινε με βάση του πόσο αφίσταται το εκπαιδευτικό σύστημα κάθε χώρας από το Φινλανδικό.

Ολόκληρη η έκθεση είναι αναρτημένη στο διαδίκτυο: «The High Cost of Low Educational Performance»

 

Η έρευνα αυτή πέρασε σχεδόν απαρατήρητη στην Ελλάδα, αλλά τα αποτελέσματα των διαγωνισμών PISA υπέστησαν οξεία κριτική.

 

Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, εκπαιδευτικοί αναλυτές, συνδικαλιστικοί φορείς κ.α. με εκτεταμένες αναφορές τους προσπάθησαν να αποδείξουν ότι δεν φταίει το εκπαιδευτικό μας σύστημα αλλά οι

διαγωνισμοί PISA!

Στην προσπάθειά τους χρησιμοποίησαν επιχειρήματα όπως «φταίει το ίδιο το πρόγραμμα PISA» το οποίο δεν εξετάζει την πραγματική «μόρφωση» αλλά τις δεξιότητες, «ο Ο.Ο.Σ.Α. είναι ένας διεθνής ιμπεριαλιστικός οργανισμός», «Δούρειος Ίππος για την ελληνική εκπαίδευση ο διαγωνισμός PISA», «δεν είναι δυνατόν να έρχονται πρώτοι οι μαθητές της Ν. Κορέας, της Σιγκαπούρης ή της Κίνας, κλπ.».

 

  1. ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ

 

Στην ετήσια έκθεση του 2016 «Τα βασικά μεγέθη της εκπαίδευσης, η ελληνική  πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση»,  σελ.   639 – 643, αναφέρεται η επίδοση του μαθητικού πληθυσμού.

 

Στην έκθεση αναφέρονται οι χαμηλές επιδόσεις των μαθητών και μάλιστα ανά νομό. Ο δείκτης χαμηλής επίδοσης μαθητικού πληθυσμού σε επίπεδο νομού αποτιμά την παραγωγή μη ικανοποιητικών εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων, αποδίδοντας το ποσοστό του μαθητικού πληθυσμού που δεν προάγεται/απολύεται (απορρίπτεται και επαναλαμβάνει την τάξη), ή προάγεται/απολύεται οριακά (με βαθμό «Σχεδόν καλά») ανά νομό και χωριστά για κάθε βαθμίδα της Πρωτοβάθμιας (για την Ε ́ και Στ ́ τάξη) και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

 

  1. ΑΔΙΠΠΔΕ

Σε έκθεσή της η οποία πρόσφατα δόθηκε στη δημοσιότητα αποκαλύπτεται (σελ. 121 -122) ότι ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών Γ΄ Γυμνασίου και Β΄ Γενικού και Επαγγελματικού Λυκείου, λόγω των χαμηλών επιδόσεών του σε βασικά μαθήματα γενικής παιδείας, κινδυνεύει να είναι λειτουργικά αναλφάβητο.

Κατά την UNESCO «Λειτουργικά αναλφάβητο είναι κάθε άτομο που είναι ανίκανο να ασκήσει όλες τις δραστηριότητες για τις οποίες είναι απαραίτητος ο αλφαβητισμός, ώστε να λειτουργεί καλύτερα η ομάδα του και η κοινότητά του και να μπορεί επίσης, ο ίδιος, να διαβάζει, να γράφει και να μετράει, για την προσωπική του ανάπτυξη και για την ανάπτυξη της κοινότητάς του».

 

Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, τα στοιχεία είναι πολλαπλώς τεκμηριωμένα και όχι μόνο από κάποια ξένα νεοφιλελεύθερα – ιμπεριαλιστικά κέντρα, όπως θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, αλλά και από δικούς μας οργανισμούς (ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ και ΑΔΙΠΠΔΕ) για τους οποίους  δεν τίθεται θέμα ότι κινούνται με νεοφιλελεύθερους προσανατολισμούς.

Οι χαμηλές μαθητικές επιδόσεις έχουν άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο στη χώρα μας και για κάποιους άλλους λόγους, διότι: Από την Ε.Σ.Υ.Ε.

ανακοινώθηκε (2004-2005) ότι δαπανώνται περισσότερα από 1.401 εκατομμύρια € ετησίως προκειμένου οι μαθητές να αποκτήσουν βασικές δεξιότητες και γνώσεις που σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. κατακτώνται μέσα και όχι έξω, από το εκπαιδευτικό σύστημα. Συγκεκριμένα 596 εκατομμύρια € περίπου δαπανώνται κάθε χρόνο στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση για την εκμάθηση ξένων γλωσσών, ενώ για τα ιδιαίτερα μαθήματα και τα φροντιστήρια δαπανώνται 805 εκατομμύρια €.

Σήμερα οι δαπάνες αυτές έχουν αυξηθεί, η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα και το

Brain drain απειλεί την ελληνική κοινωνία.

 

Όλα όσα αναφέραμε είναι επίκαιρα ενόψει της επικείμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.

Δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες των αλλαγών που θα γίνουν. Πάντως έχει εξαγγελθεί ποικιλοτρόπως η σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά εργασίας και η αναβάθμιση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης.

 

Ελπίζουμε οι επικείμενες αλλαγές να μην πλήξουν το Επαγγελματικό Λύκειο το οποίο αποτελεί το βασικό κορμό της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης και το οποίο βρίσκεται σε ανοδική πορεία με την ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση που παρουσιάζει τελευταία.

 

Τυχόν δομικές αλλαγές και όχι βελτιώσεις του υπάρχοντος συστήματος θα αποβούν σε βάρος της ανοδικής πορείας του ΕΠΑ.Λ. έστω και εάν περιέχουν θετικά στοιχεία.

 

Οι αλλεπάλληλες αλλαγές στο χώρο της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΚΕΤΕ, Μέσες – Κατώτερες Τεχνικές Σχολές, ΤΕΛ – ΤΕΣ, ΤΕΕ Α΄- Β΄ κύκλου, ΕΠΑ.Λ. – ΕΠΑ.Σ., Νέο ΕΠΑ.Λ.) δεν την αφήνουν να βρει το βηματισμό της και θα πρέπει να σταματήσουν.

Τα ΕΠΑ.Λ. χρειάζονται νέα προγράμματα σπουδών εναρμονισμένα με τα επαγγελματικά περιγράμματα των ειδικοτήτων, επαγγελματικά δικαιώματα στους αποφοίτους, νέα βιβλιογραφία, ανανέωση του εργαστηριακού τους εξοπλισμού, επιμόρφωση του εκπαιδευτικού προσωπικού, επέκταση και βελτίωση του θεσμού της Μαθητείας κ.α.

Η «αναβάθμιση» η οποία έγινε το 2013 με το ψαλίδισμα των τομέων και ειδικοτήτων  του ΕΠΑ.Λ. και την απόλυση 2.500 εκπαιδευτικών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επαναληφθεί.

 

Ίδωμεν.